Ένα από τα πλέον συχνά νομικά ζητήματα που ανακύπτουν την τελευταία δεκαετία και απασχολούν αρκετούς από τους ταξιδιώτες είναι όσα αφορούν στην αεροπορική μεταφορά αποσκευών και στις σχετικές με αυτήν υποθέσεις που κατά καιρό αντιμετωπίζουν. Η περίπτωση απώλειας της βαλίτσας κατά την διάρκεια της πτήσης ή οι ζημιές που μπορούν να προκληθούν στο περιεχόμενό της λόγω σφάλματος κατά την μεταφορά έχουν απασχολήσει εκατομμύρια επιβάτες σε διεθνές επίπεδο, ιδίως μετά την κατά κόρον αύξηση των δι’ αέρος μεταφορών επιβατών και τον ραγδαίο πολλαπλασιασμό των αεροπορικών εταιριών, που κατάφεραν να «κυριεύσουν» τον χώρο των μετακινήσεων για μεγάλες αποστάσεις. Εδώ θα προσπαθήσω να δώσω εν συντομία και σε αδρές γραμμές μερικά στοιχεία που επιτρέπουν την καλύτερη κατανόηση των θεμάτων αυτών, χρησιμεύοντας ως μια πηγή παροχής περιορισμένων πληροφοριών για τέτοιες περιστάσεις.
Σε μια τέτοια λοιπόν κακή στιγμή, είναι αναμενόμενο ότι ο επιβάτης θα προσπαθήσει να βρει τον υπαίτιο της πρόκλησης του προβλήματος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο είναι αναγκαίο να εξετάσουμε ευθύς εξ αρχής την νομική ευθύνη που υπέχει ο μεταφορέας των αποσκευών. Αυτός λοιπόν είναι υπεύθυνος για τυχόν ζημία που προκαλείται σε περίπτωση καταστροφής, απώλειας ή βλάβης αποσκευών που έχουν παραδοθεί προς μεταφορά και έχουν ελεγχθεί και καταγραφεί, εφόσον όμως το συμβάν που τα προκάλεσε έλαβε χώρα πάνω στο αεροσκάφος ή κατά την διάρκεια της περιόδου που οι ελεγχθείσες αποσκευές τελούσαν υπ’ ευθύνη του. Τίθεται επομένως εκ του νόμου μια προϋπόθεση που πρέπει να υφίσταται προκειμένου να δύναται ο ζημιούμενος να στραφεί κατά του μεταφορέως: αυτή είναι ενίοτε ένας χωρικός όρος, που βρίσκεται σε διάζευξη προς έναν χρονικό. Ένας εκ των δύο πρέπει οπωσδήποτε να συντρέχει, προκειμένου να συνεχίσει ο νομικός έλεγχος για την απόδοση ευθυνών. Ο τελευταίος όμως δεν έχει ευθύνη στην έκταση που η ζημία προκλήθηκε από ενυπάρχον ελάττωμα των αποσκευών (προϋφιστάμενο ή προκύψαν εκ της φύσεώς τους, π.χ. λόγω κακής ποιότητας ή ατέλειας) και σε περίπτωση συντρέχοντος πταίσματος του ζημιωθέντος επιβάτη. Τυχόν επομένως συμπεριφορά του επιβάτη που συνέτεινε ή διόγκωσε την ζημία θα ληφθεί υπ’ όψιν και μπορεί να οδηγήσει στην απαλλαγή του αερομεταφορέως.
Όσον αφορά στις μη ελεγχθείσες αποσκευές, όπως και στα λεγόμενα «προσωπικά είδη» (όσα πράγματα δηλαδή ο επιβάτης διατηρεί υπό τη προσωπική του φύλαξη), ο μεταφορέας είναι υπεύθυνος εφόσον η ζημία προκλήθηκε από υπαιτιότητα του ιδίου, των προσώπων που ευρίσκοντο στην υπηρεσία του ή των πρακτόρων του. Η νομική του ευθύνη επομένως ως προς τα προαναφερθέντα αντικείμενα εξαρτάται από την υπαιτιότητά του, δηλαδή την ύπαρξη νομικώς ενδιαφέροντος στοιχείου της συμπεριφοράς του ιδίου, διακρινομένου σε δόλο ή αμέλεια.
Η ευθύνη του μεταφορέως υπολογίζεται σε Ειδικά Τραβηκτικά Δικαιώματα (ειδική μονάδα μέτρησης) ανά επιβάτη, που επιτείνεται αν -κατά τον χρόνο που οι ελεγχθείσες αποσκευές παρεδόθησαν προς μεταφορά- ο επιβάτης προέβη σε ειδική δήλωση συμφέροντος για παράδοση στον προορισμό, καταβάλλοντας επιπλέον ναύλο (επιπρόσθετο συμπληρωματικό ποσό). Σε αυτή την περίπτωση, ο μεταφορέας θα κληθεί καταρχήν να καταβάλει ποσό ίσο με το δηλωθέν από τον επιβάτη. Ωστόσο, αν αποδείξει ότι το ποσό που του ζητείται να καταβάλει είναι μεγαλύτερο από το πραγματικό συμφέρον του επιβάτη, μπορεί να κατορθώσει να το απομειώσει. Ο νόμος δηλαδή του παρέχει την δυνατότητα, με ratio να μην επιβαρυνθεί υπέρμετρα και βρεθεί σε ιδιαίτερα δυσμενή θέση, να καταβάλει το αντίτιμο της πραγματικής αξίας της αποσκευής, αν καταφέρει να αποδείξει την ασυμμετρία των δύο οικονομικών μεγεθών.
Σε περίπτωση καθυστέρησης κατά την μεταφορά, ο μεταφορέας απαλλάσσεται από την ευθύνη του εφόσον αποδείξει ότι ο ίδιος, οι τελούντες στην υπηρεσία του και οι πράκτορές του έλαβαν όλα τα μέτρα που λογικά θα χρειάζονταν για την αποφυγή της ζημίας (καθυστέρηση) ή ότι τους ήταν αδύνατο να λάβουν τέτοια μέτρα. Αυτή η υπό όρους ευθύνη εξαρτάται από την δυνατότητα απόδειξης της θετικής ενέργειας λήψης μέτρων που «λογικά» (κατά το κριτήριο της απαιτουμένης σύνεσης, όπως ορίζεται μέσω της αόριστης αυτής νομικής έννοιας) ή της αιτιολόγησης της παράλειψης λήψης μέτρων λόγω αδυναμίας σχετικής προνοίας. Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, απαραίτητη προϋπόθεση για την –εκ μέρους του επιβάτη- προβολή αξίωσης σε περίπτωση ζημίας στις αποσκευές του καθώς και σε περίπτωση καθυστέρησης στην μεταφορά τους, είναι η υποβολή γραπτής διαμαρτυρίας από αυτόν εντός συγκεκριμένων ημερών που παραλλάσσουν αναλόγως των περιστάσεων. Η παράλειψη υποβολής διαμαρτυρίας επιφέρει έκπτωση του επιβάτη από το δικαίωμα άσκησης αγωγής κατά του μεταφορέα. Αυτή η ρύθμιση είναι απολύτως λογική, αποβλέπουσα στην ασφάλεια των συναλλαγών και η αποφυγή διαιώνισης προβληματικών καταστάσεων, εξ ού ο νόμος αξιώνει να αναλάβει τάχιστα δράση ο επιβάτης, που άλλωστε αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση του συμφέροντός του. Εξαιρείται όμως η περίπτωση απάτης, ως δολίας εξαπατήσεως, με σκοπό την αποτροπή του παραλήπτη από την υποβολή εμπρόθεσμης διαμαρτυρίας.
Συμπερασματικώς, στο παρόν άρθρο εθίγησαν μερικά από τα ζητήματα που μπορούν να προκύψουν κατά την μεταφορά αποσκευών, καθώς σίγουρα όλοι μας κάποτε βρεθήκαμε να παραπονούμαστε για ατελείωτες ώρες σε γκισέ αεροπορικών εταιριών, χωρίς όμως να καταφέρουμε να βρούμε την άκρη του νήματος. Παράλληλα, εδόθησαν και ορισμένες κατευθυντήριες γραμμές νομικού περιεχομένου, προκειμένου να διαλευκάνουν το ομολογουμένως «θολό» νομικό πλαίσιο που έχει προκύψει από την διεθνοποίηση των μεταφορών, που πράγματι στοχεύει στην κατά το δυνατόν προστασία, νομική εξασφάλιση και περιορισμό της ευθύνης των μεταφορέων.