Μπορεί μεν οι ανθρώπινες αξίες να αποτελούν την θεσμική βάση της σύγχρονης δημοκρατίας και να προάγουν την πολυεπίπεδη ισότητα μεταξύ των ανθρώπων, ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι ήσαν ανέκαθεν καθιερωμένες ή ότι ίσχυαν αυτοδικαίως. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ιστορικές πηγές της εποχής εκείνης που περιγράφουν την ζωή, τα δικαιώματά τους και τις βιοτικές συνθήκες των δούλων στην Αρχαία Αθήνα, παρότι στην μεγάλη πλειοψηφία τους είναι ασύνδετες και αποσπασματικές.
Πώς προέκυπτε όμως η ιδιότητα του «δούλου»; Με δύο τρόπους: είτε με το βιολογικό γεγονός της γέννησης από γονείς δούλους, είτε από αιχμαλώτιση μετά από πολεμική σύρραξη (περίπτωση που αφορούσε κυρίως σε γυναικόπαιδα). Όσον αφορά στην πρώτη κατηγορία, όπου η ιδιότητα του δούλου εκτάτο κληρονομικώς (από τον πρόγονο στον απόγονο), η σύμπτωση της ένωσης δύο δούλων καθιστούσε ipso facto δούλο και τον απόγονό τους. Αναγκαία προϋπόθεση ήταν πάντως η ταυτόχρονη ύπαρξη της ιδιότητας του δούλου και στα δύο πρόσωπα της ένωσης, καθώς τα πράγματα ήταν διαφορετικά αν ο ένας σύζυγος ήταν ελεύθερος. Μια περαιτέρω διάκριση: αν αυτοί γεννούνταν εντός της οικίας ονομάζονταν «οικογενείς» ή «θρεπτοί», ενώ αν είχαν αγορασθεί ονομάζονταν «ωνητοί». Δούλοι καθίσταντο επίσης όσοι μέτοικοι δεν κατέβαλαν το μετοίκιό τους, οι καταδικασμένοι ξένοι που εμφανίζονταν ως γνήσιοι πολίτες και οι οφειλέτες του δανειστή που δεν κατόρθωναν να εξοφλήσουν τα χρέη τους προς αυτόν. Η τελευταία περίπτωση πάντως καταργήθηκε μετά τους ρηξικέλευθους νόμους του Σόλωνα.
Οι δούλοι διακρίνονταν σε δημόσιους και ιδιωτικούς, αναλόγως αν εργάζονταν σε κρατικές υπηρεσίες και δημόσια έργα ή αν απασχολούνταν σε ιδιωτικές δραστηριότητες των κυρίων τους. Φυσικά δεν διέθεταν πολιτικά δικαιώματα. Εθεωρούντο πράγματα (λατινικά “res”), δηλαδή δεν ανεγνωρίζοντο ως υποκείμενα δικαίου, αλλά περισσότερο ως εμπορεύματα: το γεγονός αυτό καθιστούσε δυνατή την πώληση (εξ ού και τα περίφημα «δουλοπάζαρα»), μεταβίβαση ή κληρονόμησή τους, εξομοιώνοντάς τους με περιουσιακό στοιχείο προς διάθεση! Βεβαίως αυτή η άποψη ουδόλως συμβαδίζει με τις σύγχρονες ουμανιστικές αξίες, δεν παύει όμως να αποτελεί μια κοινωνική πραγματικότητα του παρελθόντος.
Λίγοι θεωρούσαν την δουλεία ως κάτι ανήθικο ή εν γένει ασύμβατο προς την ανθρώπινη φύση, όπως ο ρήτορας Αλκιδάμας, που εξέφρασε ενστάσεις με την περιβόητη ρήση του «ἐλευθέρους ἀφἢκε πάντας ὁ θεός οὐδένα δοῦλον ἡ φύσις πεποίηκεν». Η γενικότερη εικόνα της κρατούσας αντίληψης περί φυσικότητας της δουλείας προκύπτει από διάφορες ιστορικές πηγές, που ευθέως ή εμμέσως επιτρέπουν στους ιστορικούς να συναγάγουν σχετικά συμπεράσματα. Για παράδειγμα, η αξία και το «νομικό βάρος» ενός δούλου ήταν σαφώς απομειωμένο εν συγκρίσει προς τους ελεύθερους πολίτες, αφού αποτελούσαν την κατώτερη τάξη στην κοινωνική πυραμίδα της Αρχαίας Αθήνας. Το βασικό δικαίωμα που τους ανεγνωρίζετο ήταν το δικαίωμα στην ζωή. Αλλά ακόμα και αυτή η ίδια η αξία της ζωής ενός δούλου ήταν πολύ μικρότερη από αυτήν ενός ελεύθερου ανθρώπου, κάτι που διαφαίνεται από τις εμφανώς ελαφρύτερες ποινές που επέσειε ο φόνος ενός εκάστου των προαναφερθέντων! Παρ’όλ’ αυτά, οι δούλοι εδικαιούντο να καταθέτουν ελεύθερα ως μάρτυρες στα δικαστήρια και μπορούσαν να καταφύγουν στους ναούς της πόλης προκειμένου να ζητήσουν άσυλο.
Περαιτέρω, όσον αφορά στις ανθρώπινες σχέσεις και την κοινωνική τους δραστηριοποίηση, οι μορφωμένοι δούλοι συχνά ανελάμβαναν την διαχείριση των εμπορικών επιχειρήσεων των κυρίων τους, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο «κάλυψη» στο πρόσωπο των τελευταίων, που συναλλάσσονταν δια μέσου δούλων. Η παιδεία που είχαν κατορθώσει να αποκτήσουν πολλοί δούλοι τους επέτρεπε να αναλαμβάνουν την μόρφωση των τέκνων των κυρίων τους. Επιπλέον, δίκαιη φαίνεται να είναι η αντιμετώπιση ως προς τα ανακύπτοντα περιστατικά αδικοπραξίας εκ μέρους τους: η διάκριση γινόταν με κριτήριο το αν αυτοί έπρατταν οικεία βουλήσει, δηλαδή αυτοβούλως, ή αν ενεργούσαν κατόπιν εντολής από τους κυρίους τους, εν είδει «προστηθέντων». Αντιστοίχως, η ποινή θα εστρέφετο προς το πρόσωπό τους στην πρώτη περίπτωση ή εναντίον του κυρίου τους στην δεύτερη.
Ένα τελευταίο ζήτημα που παρουσιάζει έντονο ενδιαφέρον είναι αυτό που αφορούσε στην απελευθέρωση των δούλων: αυτοί μπορούσαν να αποτινάξουν τα δεσμά της δουλείας μετά από σχετική δήλωση του κυρίου τους! Αυτό όμως δεν σήμαινε ότι ο δούλος ήταν πλήρως ελεύθερος: σε περίπτωση που αυτός αφιερώνετο σε μια θεότητα (το λεγόμενο «ανάθημα»), ήταν υποχρεωμένος να παραμένει εντός του ναού και να δραστηριοποιείται στην λατρεία της. Άλλοι τρόποι απελευθερώσεως ελάμβαναν χώρα με σχετικού περιεχομένου δήλωση του κυρίου του κατά την διάρκεια λαϊκής συνέλευσης (που μετέπειτα ο λαός επικύρωνε δια της ψήφου του), στο δικαστήριο, «επί βωμόν» ή ενόψει της διενέργειας αθλητικών αγώνων στην πόλη. Μπορούσε ακόμα και να γίνει μέσω της σύνταξης ενός απλού εγγράφου ενώπιον μαρτύρων, ως δήλωση απελευθέρωσης του δούλου. Τέλος, ένας ακόμα χαρακτηριστικός τρόπος απελευθέρωσης (που μεταγενέστερα έπρεπε να γνωστοποιηθεί δημοσίως στον λαό της πόλης) ήταν η πρόσκληση του δούλου να καθίσει στο ίδιο τραπέζι στο οποίο γευμάτιζε ο κύριός του.