Με την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2007 στις ΗΠΑ, το ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα βρέθηκε μετά από 2 χρόνια εξαιρετικά εκτεθειμένο, με αποτέλεσμα πολλά πιστωτικά ιδρύματα να κινδυνεύουν με χρεοκοπία και πτώχευση, κάτι που ίσως σήμαινε και διάσωση με κρατικά λεφτά ή συμμετοχή των καταθετών σ’ αυτή. Περισσότερο εκτεθειμένες βρισκόντουσαν οι τράπεζες των χωρών του νότου στην ευρωζώνη, με το παράδειγμα της ισπανικής τράπεζας Bankia να δείχνει το μέγεθος του προβλήματος που έχει δημιουργηθεί πανευρωπαϊκά. Σήμερα, βλέπουμε τον κολοσσό της Deutsche Bank να απειλείται με πτώχευση, αλλά και το ιταλικό τραπεζικό σύστημα εν συνόλω να αντιμετωπίζει προβλήματα βιωσιμότητας, με την ανάγκη για τη δημιουργία ένος διχτυού προστασίας σε όλη την Ευρώπη για την αποφυγή κινδύνων όπως ο πιστωτικός ή ο ηθικός να είναι πιο φανερή από ποτέ. Οι μηχανισμοί έχουν δημιουργηθεί, ωστόσο η ολοκλήρωση της εν λόγω ενοποίησης πρέπει τάχιστα να υλοποιηθεί.
Η τραπεζική ένωση απαρτίζεται από 3 πυλώνες: το ενιαίο εγχειρίδιο κανόνων, τον ενιαίο εποπτικό μηχανισμό και τον ενιαίο μηχανισμό εξυγίανσης.
Ξεκινώντας με το single rulebook, πρόκειται για ένα κείμενο με κοινούς κανόνες και για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το οποίο ρυθμίζει ζητήματα που έχουν να κάνουν με την κεφαλαιακή επάρκειά τους και τη διαχείριση των αφερέγγυων τραπεζών, αλλά και την εγγύηση των καταθέσεων των πολιτών. Μέσω της εφαρμογής του διασφαλίζεται η χρηματοπιστωτική σταθερότητα και η πειθαρχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως στην ευρωζώνη, μέσα από ένα ενιαίο σύμπλεγμα κανονών για όλες τις τράπεζες, με γνώμονα την αποφυγή ανισορροπιών με μεγάλο κόστος.
Ο ενιαίος εποπτικός μηχανισμός (single supervisory mechanism) λειτουργεί υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και αφορά τη διενέργεια ελέγχων αναφορικά με την κατάσταση των τραπεζών, αποσκοπώντας στην ευρωστία του χρηματοπιστωτικού τομέα και στην πρόληψη πτωχεύσεων τραπεζικών ιδρυμάτων. Να σημειωθεί πως η ανωτέρω διαδικασία λαμβάνει χώρα με τη συνδρομή των εθνικών εποπτικών αρχών, οι οποίες είναι σε στενή επικοινωνία με τον υπερεθνικό φορέα στη Φρανκφούρτη. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εποπτεύει τις σημαντικότερες συστημικές τράπεζες των κρατών – μελών της ΟΝΕ, με κριτήρια το μέγεθος του ενεργητικού τους, το λόγο του ΑΕΠ τους προς το ΑΕΠ της κάθε χώρας και το αν ασκούν δραστηριότητες πέρα από το κράτος καταγωγής τους. Οι υπόλοιπες παραμένουν κάτω από τον έλεγχο των εθνικών εποπτικών αρχών.
Στην περίπτωση κατά την οποία ένα τραπεζικό ίδρυμα δεν είναι πλέον βιώσιμο, παρεμβαίνει ο ενιαίος μηχανισμός εξυγίανσης (single resolution mechanism), μέσω του ενιαίου ταμείου εξυγίανσης και την κεντρική της αρχή (single resolution board), με στόχο τη διάσωση μίας προβληματικής τράπεζας και την προστασία των καταθέσεων των πολιτών. Λειτουργεί μέσα από τις εισφορές του τραπεζικού τομέα, μειώνοντας το κόστος της διάσωσης για την πραγματική οικονομία, στην κατεύθυνση της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης.
Πέραν των υπαρχόντων μηχανισμών, υπάρχουν και άλλοι τρόποι μέσα από τους οποίους επιτυγχάνεται η τραπεζική σταθερότητα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά και στην ευρωζώνη. Μέσα από την οδηγία για την ανάκαμψη και την εξυγίανση των τραπεζών του 2014 (banking recovery and resolution directive) επιτυγχάνεται η συνέχιση των δραστηριοτήτων της τράπεζας, με αναφορά στις πιο ουσιώδεις της και ο περιορισμός ή η αποφυγή της δημιουργίας του συστημικού κινδύνου, μέσω της εξάπλωσής του στο χρηματοπιστωτικό τομέα συνολικά. Κατ’ αυτό τον τρόπο τη ζημιά επωμίζονται οι μέτοχοι και οι πιστωτές του ιδρύματος που βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση, διασφαλίζοντας έτσι ότι ο δημόσιος προϋπολογισμός, και κατ’ επέκταση οι πολίτες της χώρας καταγωγής, δε θα αναλάβει το κόστος της διάσωσης μίας προβληματικής τράπεζας. Αρχικά, γίνεται προετοιμασία για τη λήψη μέτρων που στοχεύουν στην ανάκαμψη και εξυγιάνση στην περίπτωση που κάτι τέτοιο καταστεί αναγκαίο και εν συνεχεία λαμβάνονται προληπτικά μέτρα, ώστε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο να περιέλθει ένα πιστωτικό ίδρυμα σε καθεστώς πτώχευσης. Το επόμενο στάδιο δεν είναι άλλο από τα μέτρα που έχουν ως στόχευση την εξυγίανση της προβληματικής τράπεζας, όταν η τελευταία είναι πλέον αφερέγγυα, με μέσα όπως η αναδιάρθρωση του παθητικού, ο διαχωρισμός των περιουσιακών στοιχείων και το μεταβατικό ίδρυμα (τράπεζα – γέφυρα). Παράλληλα, υπάρχει και ένα θεσπισμένο σύστημα εγγύησης καταθέσεων, πανευρωπαϊκού χαρακτήρα, μέσω του οποίου προστατεύονται όλες οι καταθέσεις έως 100.000 ευρώ, ενώ αξίζει να σημειωθεί πως είναι υπεύθυνο μαζί με τα εθνικά συστήματα εγγύησης καταθέσεων για την αποπληρωμή τους, όταν μια τράπεζα βρίσκεται σε καθεστώς αφερεγγυότητας ή εξυγίανσης. Σκοπός είναι η συμβολή στη διατήρηση των καταθέσεων όλων των πολιτών στην ΕΕ, ανεξαρτήτως της χώρας στην οποία βρίσκονται και του τραπεζικού φορέα στον οποίο έχουν δοθεί κάθε είδους ποσά, μικρά ή μεγάλα. Το 2009, κατόπιν πρότασης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συστάθηκαν 3 ανεξάρτητες αρχές για την επίβλεψη του χρηματοπιστωτικού τομέα, οι οποίες είναι η Ευρωπαϊκή Αρχή Τραπεζών, η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφαλίσεων και Επαγγελματικών Συντάξεων και η Ευρωπαϊκή Αρχή Κινητών Αξιών και Αγορών. Μαζί με τις προαναφερθείσες αρχές που ιδρύθηκαν το 2011, δημιουργήθηκε το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου, αντικαθιστώντας το προηγούμενο ρυθμιστικό πλαίσιο.
Ολοκληρώνοντας, είναι πολύ θετικό το γεγονός πως έχει δημιουργηθεί ο πολυπόθητος μηχανισμός διαχείρισης κρίσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με έμφαση στην ευρωζώνη, ωστόσο δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε πως καθυστέρησε πάρα πολύ, καθ’ ότι έπρεπε να συγκροτηθεί πριν την εξάπλωση της κρίσης στην Ευρώπη. Η άρση ορισμένων εμποδίων που θέτει η Γερμανία στην εφαρμογή της είναι καίριας σημασίας για τη σωστή υλοποίησή της, ώστε να αντιμετωπιστεί ουσιαστικά το πρόβλημα και να μπορέσει η οικονομία της ευρωζώνης να ανακάμψει και να αναπτυχθεί και πάλι με θετικούς ρυθμούς.
Στη Μελίνα