Ο καθηγητής Μιλτιάδης Σαρηγιαννίδης* μας μιλάει για το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι, το ISIS και την στάση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μας αναλύει την κατάσταση στη Συρία, τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές και το ρόλο της Τουρκίας, της Ρωσίας και της Ελλάδας και σχολιάζει την επικαιρότητα.
Αναλυτικότερα:
Μετά τα γεγονότα της 13ης Νοεμβρίου στο Παρίσι, μια μέρα που αποτυπώθηκε ως η «11η Σεπτεμβρίου της Ευρώπης», η απειλή του Ισλαμικού Κράτους μας χτυπάει την πόρτα. Τελικά τι είναι το ISIS; Που οφείλεται η σε τόσο μεγάλο βαθμό εξέλιξη του;
Παρά τον αυτονόητο συσχετισμό ανάμεσα στην 11η Σεπτεμβρίου και στην 13η Νοεμβρίου, πρέπει να διευκρινίσουμε ότι το ISIS δεν είναι Αλ-Κάιντα, καθώς πρόκειται για μια σοβαρότερη πρόκληση. Η Αλ-Κάιντα λειτούργησε ως ένα τρομοκρατικό δίκτυο που υποστηρίχθηκε από την κυβέρνηση των Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν. Αντίθετα, το ISIS είναι ουσιαστικά μια εγκληματική οργάνωση με επιχειρησιακή ικανότητα να ελέγχει τμήματα πληθυσμού και της επικράτειας δύο κρατών (Ιράκ και Συρία), και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές που βρίσκονται σε αυτές τις περιοχές. Πρόκειται λοιπόν για έναν μη κρατικό δρώντα που διαθέτει κάποια ποιοτικά στοιχεία τα οποία προσιδιάζουν σε κρατική οντότητα και λειτουργεί σε μεγαλύτερη κλίμακα και διαθέτει αυξημένες επιχειρησιακές δυνατότητες. Αυτή είναι η βασική διαφορά του με την Αλ-Κάιντα, που αναδεικνύει το μέγεθος και τη σοβαρότητα της απειλής που θέτει το ISIS. Συνεπώς, υπό αυτήν την έννοια ένας παραλληλισμός της 13ης Νοεμβρίου της Ευρώπης με την 11η Σεπτεμβρίου των ΗΠΑ δεν είναι απόλυτα ορθός. Φυσικά, η αναλογία των δύο επιθέσεων είναι ακριβής με μέτρο τον αντίκτυπό τους, καθώς αμφότερες έπληξαν τη δημόσια τάξη και την εσωτερική ασφάλεια στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, και εισήγαγαν νέες ασύμμετρες απειλές για τη διεθνή ειρήνη και ασφάλεια.
Ποια αξιολογείτε πως θα πρέπει να είναι η στάση της ΕΕ απέναντι στο ISIS;
Το ενδιαφέρον με την ΕΕ είναι ότι η Γαλλία, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ που προσέφυγαν στο αρ.5 της ιδρυτικής συνθήκης του ΝΑΤΟ για την αμοιβαία αμυντική συνδρομή σε περίπτωση επίθεσης, επικαλέστηκε το αρ.42.7 της Συνθήκης για την ΕΕ σχετικά με την αμοιβαία αμυντική συνδρομή σε περίπτωση που ένα Κράτος Μέλος της ΕΕ δεχθεί ένοπλη επίθεση στο έδαφός του. Μάλιστα, αξίζει να σημειωθεί πως το συγκεκριμένο άρθρο αποτελεί επιτυχία της ελληνικής διπλωματίας, διότι ήταν η ελληνική αποστολή που επέμεινε για να περιληφθεί αυτή η διάταξη στο κείμενο της Συνθήκης. Όμως δεδομένου ότι πρώτη φορά γίνεται επίκλησή της από κάποιο Κράτος Μέλος, δεν μπορούμε να είμαστε απόλυτοι για το περιεχόμενο της και την ακριβή οριοθέτησή της. Με άλλα λόγια, το αρ.42.7 μπορεί να συνεπάγεται ένα φάσμα αρκετών επιλογών ανάμεσα στη συμμετοχή σε κοινές στρατιωτικές επιχειρήσεις και την παροχή διευκολύνσεων. Ωστόσο, εκτός από τα επιχειρησιακά ζητήματα σε επίπεδο στρατιωτικών επιλογών, θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε θεσμικά εντός της ΕΕ και το ζήτημα της συνεργασίας των μυστικών υπηρεσιών. Μέχρι τώρα αυτή υπήρξε στοιχειώδης σε επίπεδο ΕΕ και γι’ αυτόν τον λόγο δίχως σημαντικά αποτελέσματα. Θα πρέπει λοιπόν η συνεργασία των μυστικών υπηρεσιών να γίνει αποτελεσματικότερη και ταχύτερη σε ό,τι αφορά την ενημέρωση των αρμόδιων διωκτικών αρχών στα Κράτη Μέλη, και παράλληλα να δημιουργηθεί ένα “minimum” εγγυήσεων για κάθε άτομο που διαμένει στην ΕΕ, διαφυλάττοντας και προασπίζοντας έτσι τις ατομικές ελευθερίες και τα δικαιώματα απέναντι σε ενδεχόμενες προσβολές τους που θα προέκυπταν από την εντατικοποίηση της συνεργασίας ανάμεσα στις μυστικές υπηρεσίες.
Περαιτέρω, το τρομοκρατικό χτύπημα της 13ης Νοεμβρίου θέτει το εξής ερώτημα: είναι ικανή η ΕΕ να παρέχει ασφάλεια στο άτομο ή θα πρέπει να επιστρέψουμε σε περισσότερο κράτος, ώστε να ενισχύσουμε το επίπεδο ασφάλειας που θα πρέπει να απολαύει το άτομο στην καθημερινότητα του; Μπροστά σε αυτό το ερώτημα η Ευρώπη πρέπει να κάνει μια στρατηγική επιλογή. Ή θα ενισχύσει τις δομές της, ώστε να αποκαταστήσει το αίσθημα ασφάλειας για όλους ή αναγκαστικά θα εισέλθουμε σε μια φάση εσωστρέφειας και τα Κράτη Μέλη θα αναζητήσουν μόνα τους τρόπους με τους οποίους το καθένα ξεχωριστά θα επιτύχει το καλύτερο δυνατό επίπεδο ασφάλειας στη δική του επικράτεια. Αυτή η λογική φαίνεται να επικρατεί με την ολλανδική πρόταση για δημιουργία ενός στενότερου πυρήνα Schengen, με την πολιτική ρητορεία που προωθεί την μισαλλοδοξία και βάλλει κατά του διαφορετικού δαιμονοποιώντας το, με τις ενέργειες των ξενοφοβικών κυβερνήσεων ορισμένων Κρατών Μελών της Ανατολικής Ευρώπης, με τη δημιουργία φρακτών ασφαλείας εντός της ΕΕ και με την επιχειρούμενη σύνδεση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών με το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι.
Πως βλέπετε γενικότερα τις διεθνείς εξελίξεις στη Συρία και ποια η στάση της διεθνούς κοινότητας απέναντι σ’ αυτές;
Η στάση της διεθνούς κοινότητας εκφράστηκε ήδη την Παρασκευή 20 Νοεμβρίου με την ομόφωνη υιοθέτηση της Απόφασης 2249 του Συμβουλίου Ασφαλείας, με την οποία νομιμοποιείται η δράση των Κρατών Μελών του ΟΗΕ που μπορούν να λάβουν “όλα τα αναγκαία μέτρα” προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που θέτει το ISIS στο έδαφος της Συρίας και του Ιράκ. Συνεπώς, φαίνεται ότι δημιουργείται μια ευρύτερη συμμαχία που θα συμβάλλει στη διεξαγωγή κοινών στρατιωτικών επιχειρήσεων, χωρίς ωστόσο αυτό να αποκλείει ότι κάποια κράτη θα συνεχίσουν να λειτουργούν ξεχωριστά και με βάση τα δικά τους συμφέροντα στην περιοχή. Θεωρητικά, αυτή η απόφαση θα ανοίξει το δρόμο για κοινές επιχειρήσεις Ρώσων, Ευρωπαίων, και Αμερικάνων στη Συρία και το Ιράκ. Όμως το βασικό ερώτημα που εξακολουθεί να υφίσταται, είναι ποιος θα αναλάβει τη δέσμευση χερσαίων στρατιωτικών δυνάμεων στην περιοχή. Διότι μόνο οι από αέρα βομβαρδισμοί ή η εκτόξευση πυραύλων κρουζ από την Ανατολική Μεσόγειο και την Κασπία Θάλασσα δεν αρκούν για να εξαλειφθεί ο στρατιωτικός έλεγχος του ISIS στην περιοχή και να καμφθούν οι επιχειρησιακές του δυνατότητες, ούτε θα τον εμποδίσουν από το να αντλεί πετρέλαιο, να το διυλίζει και να το εξάγει στη μαύρη αγορά αποκτώντας έτσι πρόσβαση σε μαύρο χρήμα για να διασφαλίζει τη βιωσιμότητά του. Ωστόσο, ποια κράτη είναι πρόθυμα και ικανά να δεσμεύσουν στρατιωτικές χερσαίες δυνάμεις και να διεξάγουν στρατιωτικές επιχειρήσεις μεγάλης κλίμακας στο έδαφος της Συρίας και του Ιράκ, την στιγμή μάλιστα που οι μνήμες είναι πρόσφατες όσον αφορά την εμπλοκή των Αμερικανών στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ; Το ερώτημα αυτό απαντάται εύκολα και δύσκολα. Εύκολα γιατί γνωρίζουμε ότι οι μόνοι που διαθέτουν αυτή τη στιγμή αξιόμαχο στρατό που μπορεί να δεσμευθεί σε χερσαίες επιχειρήσεις είναι οι Κούρδοι. Δύσκολα, γιατί προφανώς οι Κούρδοι θα ζητήσουν κάποιο αντάλλαγμα προκειμένου να εμπλακούν σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις. Αυτό το αντάλλαγμα μπορεί να είναι αρκετά ακριβό, ώστε να αλλάξει ακόμα και τις ισορροπίες στην περιοχή.
Μετά τη νίκη του Ερντογάν στις πρόσφατες εκλογές που διεξήχθησαν πως κρίνετε την κατάσταση στην Τουρκία; Ποιος ο ρόλος της αναφορικά με το ISIS;
Αρχικά να ξεκαθαρίσουμε, ότι η Τουρκία παραμένει σε κρίσιμη πολιτική καμπή παρά το γεγονός ότι ο Ερντογάν κατάφερε να θριαμβεύσει ακόμα μια φόρα σε εκλογές. Η κρίσιμη πολιτική συγκυρία εξηγείται από το γεγονός ότι ο εκλογικός του θρίαμβος στηρίχθηκε στην υφαρπαγή της ατζέντας του ακροδεξιού κόμματος των Γκρίζων Λύκων και συνεπώς από ένα απίθανο συνταίριασμα του μετριοπαθούς πολιτικού Ισλάμ με τον ακραίο εθνικισμό. Σε αυτό το πλαίσιο ανάλυσης, οι φήμες γύρω από την ενίσχυση του ISIS από την Τουρκία με σκοπό φυσικά την καταστροφή των πυρήνων αντίστασης των Κούρδων στα σύνορά της αποκτούν κρίσιμες προεκτάσεις και δημιουργούν πρόσφορο έδαφος για υποθέσεις εργασίας που ξεπερνούν τις σημερινές χαρτογραφικές αποτυπώσεις. Επιπλέον, ας επισημανθεί ότι οι Κούρδοι του Ιράκ και οι Κούρδοι της Συρίας δεν ενεργούν ομοιόμορφα. Ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει ένα modus vivendi με τους Κούρδους του Ιράκ όχι όμως και με τους Κούρδους της Συρίας. Μεταξύ δε αυτών των δύο, δεν υπάρχει συνεργασία, παρά μάλλον αντιπαλότητα. Αυτό σημαίνει ότι ενδεχόμενη εμπλοκή των Κούρδων της Συρίας σ’ έναν πόλεμο κατά του ISIS θα έπρεπε να πριμοδοτηθεί με κάποιο αντάλλαγμα, όπως συνέβη το 2003 με τους Κούρδους στο Ιράκ. Το αντάλλαγμα θα μπορούσε να είναι επαναχάραξη συνόρων, είτε εσωτερικών είτε εξωτερικών, που μεταφράζεται είτε ως δημιουργία μιας Συρίας στο πρότυπο ενός ομοσπονδιακού κράτους όπου οι Κούρδοι θα διαθέτουν αυτονομία, είτε στο πιο ακραίο σενάριο, ένα καινούργιο κουρδικό κράτος. Το παραπάνω σενάριο, τόσο στην ήπια όσο και στην πιο ακραία εκδοχή του, θα δημιουργούσε ένα σημαντικό ρήγμα στην τουρκική εξωτερική πολιτική και μια διπλωματική ήττα για τον Ερντογάν που δύσκολα θα μπορούσε να τη διαχειριστεί πολιτικά στο εσωτερικό της Τουρκίας παρά τον χαρισματικό χαρακτήρα του. Σε ένα τέτοιο υποθετικό σενάριο, η επιβίωση του Ερντογάν στην εξουσία και η αποφυγή μιας πολιτικής αποσταθεροποίησης της Τουρκίας θα εξαρτιόταν από τα ανταλλάγματα που οι ΗΠΑ και οι Ευρωπαίοι θα ήταν διατεθειμένοι να παραχωρήσουν αντισταθμιστικά στην Τουρκία. Τέτοιες υποθέσεις εργασίας λειτουργούν ως σπιράλ και θα πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι, ώστε να αποκλειστεί κάθε σύνδεση με διμερή ελληνοτουρκικά ζητήματα ή το Κυπριακό και να μην βρεθούμε μπροστά σε απρόοπτα και τετελεσμένα γεγονότα.
Οι επίμονες προτάσεις για κοινές ελληνοτουρκικές περιπολίες στο Αιγαίο για τον έλεγχο των μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών, που διευρύνουν την ατζέντα των ζητημάτων ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία, ήδη αποτελούν μια πηγή ανησυχίας. Αναμφίβολα, οι κοινές περιπολίες είναι κάτι θετικό, που θα μπορούσε να συμβάλει στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης μεταξύ των δύο κρατών. Όμως θα μπορούσαν να διεξάγονται στα τουρκικά χωρικά ύδατα, όπου η Ελλάδα δεν εγείρει διεκδικήσεις και όχι στα ελληνικά, για τα οποία η Τουρκία βλέπει γκρίζες ζώνες και θέτει ζητήματα κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Επειδή λοιπόν το θέμα είναι ποιος μπορεί να πιέσει και διαθέτει περισσότερη και αποτελεσματική ισχύ, ώστε να προκριθεί η δική του λύση, ενδέχεται να βρεθούμε στο ενδιάμεσο διπλωματικών πιέσεων που θα διασταυρώνονται με αφορμή μια συμφωνία τύπου Dayton στη Συρία. Θα πρέπει λοιπόν να προνοήσουμε και να συμβάλλουμε ενεργά, ώστε να υπάρξουν λύσεις προτού τα φαινόμενα που αντιμετωπίζουμε κλιμακωθούν περισσότερο.
Τέλος, εκτός από την Τουρκία, είναι και η Σαουδική Αραβία και άλλα κράτη/εμιράτα του Περσικού Κόλπου που έχουν συμβάλλει άμεσα ή έμμεσα στην ενίσχυση του ISIS και γι’ αυτό θα πρέπει να εξετάσουμε και τις διπλωματικές επιλογές με τις οποίες η διεθνής κοινότητα θα αντιμετωπίσει και αυτές τις προκλήσεις.
Ο ρώσος πρόεδρος Πούτιν δήλωσε πρόσφατα ότι επιθυμεί πολιτική επίλυση του συριακού προβλήματος. Ποιος ο ρόλος της Ρωσίας; Υπάρχει περιθώριο συνεργασίας με τη Δύση;
Στην περίπτωση της Ρωσίας υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί η αεροναυτική βάση στη Συρία της εξασφαλίζει πρόσβαση στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Συνεπώς, η διατήρηση αυτής της βάσης είναι πάρα πολύ σημαντική για τη Ρωσία και εξηγεί ως ένα βαθμό και τη συμμετοχή της στη συριακή κρίση τους τελευταίους δύο μήνες με τη διεξαγωγή στρατιωτικών επιχειρήσεων σε βάρος στόχων τόσο του ISIS, όσο και των αντικυβερνητικών δυνάμεων που μάχονται κατά του Άσσαντ. Η ανάμιξη της Ρωσίας αποσκοπεί στη διατήρηση της αεροναυτικής βάσης της στην Ταρτούς και στη διατήρηση της ισορροπίας στην περιοχή μέσω της εξασφάλισης της δικής της επιρροής στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας που κατοικούνται από πληθυσμούς Κούρδων και Τουρκμένων. Για τη Ρωσία είναι ιδιαίτερα σημαντικό να μην ενισχυθεί η επιρροή του ISIS και άρα έμμεσα της Σαουδικής Αραβίας και της Τουρκίας σε αυτή την περιοχή, ώστε τα σύνορα της Συρίας να παραμείνουν αδιατάρακτα. Η Ρωσία δεν θα ήθελε ένα αυτόνομο κουρδικό κράτος, και φυσικά επιδιώκει μια λύση που προκρίνει την εδαφική ακεραιότητα της Συρίας και τη διατήρηση των εσωτερικών πολιτικών ισορροπιών. Γι’ αυτό και επιμένει στη διατήρηση του status quo επιχειρώντας κατά του ISIS και των αντικυβερνητικών δυνάμεων. Από την άλλη πλευρά, η εύθραυστη συμμαχία των αντικυβερνητικών στηρίζεται από ευρωπαϊκά κράτη και τις ΗΠΑ. Ας μην ξεχνάμε ότι η Γαλλία ήταν η πρώτη χώρα που ήρε την αναγνώριση της κυβέρνησης Άσσαντ και αναγνώρισε ως νόμιμη κυβέρνηση της Συρίας τον συνασπισμό των αντικυβερνητικών δυνάμεων. Έτσι λοιπόν, ο Πούτιν εμφανίζεται ως εκπρόσωπος της σταθερότητας και της διεθνούς νομιμότητας, ισχυριζόμενος ότι συμμετέχει στις στρατιωτικές επιχειρήσεις κατά του ISIS κατόπιν πρόσκλησης της συριακής κυβέρνησης. Βέβαια, πλέον η Απόφαση 2249 του Συμβουλίου Ασφαλείας ίσως λειτουργήσει ως πλατφόρμα συνεργασίας για Ρωσία, Ευρώπη, και ΗΠΑ παρά τη διαφορετική στοχοθεσία τους, με άξονα τουλάχιστον την εξάλειψη του ISIS και την αποκατάσταση της ισορροπίας ισχύος στην περιοχή.
Η Ευρώπη και ιδιαίτερα η Ελλάδα αντιμετωπίζουν ένα πρωτοφανές προσφυγικό κύμα από τη Συρία. Προσφάτως μάλιστα ο κ. Τσίπρας ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη όπου και συναντήθηκε με τον Νταβούτογλου σε μια προσπάθεια ανεύρεσης λύσεων για το προσφυγικό. Ωστόσο δεν υπήρξε καμία συμφωνία σχετικά με το θέμα. Ποια πιστεύετε ότι θα πρέπει να είναι η πολιτική τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας όσον αφορά τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές;
Το αποτέλεσμα του ποδοσφαιρικού φιλικού αγώνα που παρακολούθησαν οι δύο πρωθυπουργοί μάλλον αντικατοπτρίζει και το αποτέλεσμα των συνομιλιών Τσίπρα-Νταβούτογλου. Η αλήθεια είναι πως εδώ και αρκετά χρόνια δεν υπάρχει αποτελεσματική συνεργασία Ελλάδας-Τουρκίας αναφορικά με τη διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών. Η Τουρκία αποτελεί μια χώρα «transit» για πάρα πολλούς πρόσφυγες και μετανάστες. Έτσι έχει αναπτυχθεί μια μορφή μαύρης επιχειρηματικότητας στα παράλια της Μικράς Ασίας και στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας που σχετίζεται με τη διακίνηση και την εμπορία ανθρώπων και λειτουργεί με την ανοχή των τουρκικών αρχών. Οι διακινητές αποκομίζουν μεγάλα ποσά, ειδικά αν σκεφτούμε ότι οι περισσότεροι πρόσφυγες ανήκουν στη μεσαία τάξη, πρόκειται δηλαδή για ανθρώπους που έχουν την οικονομική δυνατότητα να κάνουν αυτό το επικίνδυνο ταξίδι. Επιπλέον, αυτή η μαύρη αγορά που λειτουργεί εδώ και αρκετά χρόνια στην τουρκική επικράτεια, αποφέρει σημαντικά κέρδη και σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών και συνεπώς διαμορφώνει μια κουλτούρα που εντάσσεται στην καθημερινότητα και σταδιακά μετατρέπεται σε κανονικότητα. Υπό αυτό το πρίσμα τα περιθώρια αποτελεσματικής συνεργασίας είναι δυστυχώς περιορισμένα. Ωστόσο, θα μπορούσε να υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στο λιμενικό της Τουρκίας και της Ελλάδας με κοινές περιπολίες σε τουρκικά χωρικά ύδατα ή με μικτές περιπολίες αστυνομικών από ευρωπαϊκά κράτη και την Τουρκία στα παράλια και στην τουρκοσυριακή μεθόριο προκειμένου να γίνει πιο αποτελεσματική η διαχείριση της κατάστασης. Θα μπορούσαν ακόμα να δημιουργηθούν με τη συνδρομή της ΕΕ κέντρα υποδοχής στην Τουρκία αντί της Ελλάδας και οι αιτούντες πολιτικά άσυλο να καταγράφονται εκεί από τις αρμόδιες προξενικές αρχές των ευρωπαϊκών κρατών προορισμού και με απευθείας πτήσεις να μεταφέρονται στις χώρες που τους παρέχουν άσυλο, γλιτώνοντας έτσι το επικίνδυνο ταξίδι και την εκμετάλλευση από τα κυκλώματα των διακινητών.
Όμως, η λογική του κλεισίματος των συνόρων και του «σπρωξίματος» των μεταναστευτικών ροών από τον ευρωπαϊκό βορά προς το νότο θα οδηγήσει τις χώρες πρώτης υποδοχής, και ειδικά την Ελλάδα, σε αδιέξοδα, αφού οι πρόσφυγες και οι μετανάστες θα συνωστίζονται στα νησιωτικά και τα βόρεια σύνορά μας, με την ελπίδα ότι θα καταφέρουν να φθάσουν στη Γερμανία και τις άλλες χώρες προορισμού. Σε αυτή την περίπτωση, ακόμα κι αν η Ελλάδα εφαρμόσει μια άτυπη πολιτική επαναπροωθήσεων, η οποία προφανώς δεν θα έχει καθόλου ανθρωπιστικό χαρακτήρα, δεν θα επιλύσει τα προβλήματα, καθώς τα νησιά του Αιγαίου θα εξακολουθήσουν να κατακλύζονται με απεγνωσμένους πληθυσμούς μεταναστών και προσφύγων. Επιπλέον, η Ελλάδα δεν μπορεί να κλείσει τα σύνορα της με την Τουρκία. Ακόμα κι αν δεχθούμε ότι είναι εφικτό να κλείσουμε τα χερσαία σύνορά μας στον Έβρο, είναι εντελώς ανέφικτο να κλείσουμε τα θαλάσσια σύνορα μας. Κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν την αναχαίτιση και ίσως την καταβύθιση των βαρκών και των πλοιαρίων που μεταφέρουν πρόσφυγες και μετανάστες. Προφανώς, δεν πρέπει να συμβεί κάτι τέτοιο, και φυσικά ουδέποτε τέθηκε ως επιλογή. Όμως η πραγματικότητα είναι αδυσώπητη, και η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης ήδη καλείται να αντιμετωπίσει ένα αμιγώς ευρωπαϊκό πρόβλημα από τη στιγμή που ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν αποφασίσει να μην δεχθούν άλλους πρόσφυγες ή να εφαρμόσουν ένα σύστημα ποσοστώσεων. Και με αφορμή την ανικανότητα ευρωπαϊκών κυβερνήσεων να αντιμετωπίσουν τις προσφυγικές ροές, κάποιος θα πρέπει να θυμίσει σε μεγαλόστομους ηγέτες Κρατών Μελών της ΕΕ την κριτική που ασκούσαν πριν λίγο καιρό στην Ελλάδα σε ευρωπαϊκούς και διεθνείς οργανισμούς με αφορμή τη διαχείριση των μεταναστευτικών και προσφυγικών ροών, κινητοποιώντας το περίσσεμα του υποτιθέμενου ανθρωπισμού τους.
Ένα γενικότερο σχόλιο σας πάνω στην επικαιρότητα.
Είναι πολύ μεγάλο λάθος η σύνδεση των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών με το τρομοκρατικό χτύπημα στο Παρίσι. Οι άνθρωποι που εκτέλεσαν αυτό το χτύπημα δεν ανήκουν στην κατηγορία του πρόσφυγα που εξαναγκάζεται να εγκαταλείψει την πατρίδα του. Πρόκειται για γάλλους και βέλγους πολίτες, μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς που μεγάλωσαν σε ευρωπαϊκές χώρες, πιθανότατα ταξίδεψαν στη Συρία και πολέμησαν με τον ISIS, πέρασαν με επιτυχία το «σχολείο των τρομοκρατών», και επέστρεψαν στη Γαλλία προκειμένου να εκτελέσουν όσα έμαθαν. Γι’ αυτό τον λόγο, τα ευρωπαϊκά κράτη που έχουν παράδοση στην υποδοχή μεταναστών, πρέπει να εφαρμόσουν αποτελεσματικές πολιτικές ενσωμάτωσης των πληθυσμών με διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά στις κοινωνίες τους. Ο αποκλεισμός του διαφορετικού από μια καθημερινότητα που προσφέρει την ευδαιμονία ή έστω ένα ικανοποιητικό βιοτικό επίπεδο, εκθεμελιώνει τους πυλώνες στους οποίους έχουν οικοδομηθεί οι πολυπολιτισμικές κοινωνίες στην Ευρώπη. Πριν μια δεκαετία, οι ταραχές στα προάστια του Παρισιού ανέδειξαν με βίαιο τρόπο μια κρίση με αναφορές σε κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα που βίωναν οι μετανάστες δεύτερης και τρίτης γενιάς. Οι νέοι άνθρωποι εξεγέρθηκαν γιατί ήταν δυσαρεστημένοι με τον τρόπο ζωής τους. Η αποτυχία των κρατικών πολιτικών να αντιμετωπίσουν τέτοια προβλήματα υποθάλπουν την ενδεχόμενη ριζοσπαστικοποίηση μελών αυτών των κοινοτήτων που ζουν στο περιθώριο, και μπορεί να οδηγήσει με την απαραίτητη ιδεολογική και θεολογική χειραγώγηση στη δημιουργία ανατρεπτικών πυρήνων, οι οποίοι αφού αποφοιτήσουν από το «σχολείο του τρομοκράτη» στη Συρία, επιστρέφουν στην καρδιά της Ευρώπης για να ανατιναχθούν ως ανθρώπινες βόμβες. Αυτό που συνέβη στις 13 Νοεμβρίου είναι πρωτόγνωρο και δεν έχει να κάνει με τις μεταναστευτικές ροές, δεν έχει να κάνει με τους ανθρώπους που εγκαταλείπουν τη Συρία και το Ιράκ για τους ίδιους ακριβώς λόγους για τους οποίους φοβάται πλέον ο μέσος Ευρωπαίος. Δεν μπορούμε να συνδέσουμε τους ανθρώπους που αντιμετωπίζουν τo πλέον αποτρόπαιο πρόσωπο της τρομοκρατίας στο σπίτι και στη γειτονιά τους στη Συρία ή στο Ιράκ, με τους ανθρώπους που έχουν μεγαλώσει στην Ευρώπη, και όντας ευρωπαίοι πολίτες προσχωρούν στις γραμμές του ISIS, και πλέον εισάγουν τη βαρβαρότητα και τον τρόμο στις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αν ενδώσουμε σε αυτόν τον παραλογισμό, τότε υιοθετούμε τη μισαλλοδοξία και την ξενοφοβία στην καθημερινότητά μας και σταδιακά θα παραχωρούμε την ατζέντα της ασφάλειάς μας σε ακραίους πολιτικούς οργανισμούς που εκπροσωπούν τον ολοκληρωτισμό και τελικά υπηρετούν την υφαρπαγή των ελευθεριών και των δικαιωμάτων μας.
Είναι λοιπόν σημαντικό να συνειδητοποιήσουμε ότι εκτός από τον φόβο και τα θύματα, οι ανθρώπινες βόμβες του ISIS πλήττουν τη δημόσια τάξη και την κοινωνική ειρήνη, προσβάλλουν τις ιδέες και τις αξίες των δημοκρατικών κοινωνιών της Ευρώπης και επιδιώκουν την επιβολή ενός άλλου τρόπου ζωής που βρίσκεται στον αντίποδα της Δημοκρατίας και του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Η απάντηση στη βαρβαρότητα του ISIS που επιχειρεί να μας επιστρέψει στην εποχή του Κάρολου Μαρτέλ ξεκινά με ένα θεμελιώδες και επιτακτικό ερώτημα: ασφάλεια με περισσότερη Ευρώπη ή περισσότερο έθνος-κράτος; Και ταυτόχρονα οποιαδήποτε απάντηση, προϋποθέτει τόσο την εξάλειψη του ISIS όσο και μιαν αποτελεσματική και βιώσιμη επίλυση της πολιτικής κατάστασης στη Συρία.
* Ο Μιλτιάδης Χ. Σαρηγιαννίδης είναι πτυχιούχος του Τμήματος Νομικής της Σχολής Νομικών & Οικονομικών Επιστημών ΑΠΘ (1994). Έχει παρακολουθήσει μεταπτυχιακά προγράμματα ειδίκευσης στην Ελλάδα και το εξωτερικό και του απονεμήθηκαν οι αντίστοιχοι τίτλοι με τον βαθμό «Άριστα»: (α) ΜΔΕ στις «Διεθνείς Σπουδές», Νομική Σχολή ΑΠΘ (1996), (β) MA in “International Conflict Analysis”, Department of Politics & International Relations, University of Kent at Canterbury (1998) και (γ) ΜΔΕ στη «Συστηματική Φιλοσοφία», Τμήμα Φιλοσοφίας & Παιδαγωγικής, Φιλοσοφική Σχολή ΑΠΘ (2014). Αναγορεύθηκε διδάκτορας Διεθνούς Δικαίου στο Τμήμα Νομικής του ΑΠΘ με βαθμό «Άριστα» (2003). Εξελέγη και διορίστηκε Λέκτορας (2006) και Επίκουρος Καθηγητής «Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου» (2012) στη Νομική Σχολή ΑΠΘ. Διδάσκει στο Προπτυχιακό και το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Σπουδών και στο ξενόγλωσσο Ευρωπαϊκό Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα Κινητικότητας LLP/Erasmus.