Στον απόηχο της νίκης του Κυριάκου Μητσοτάκη στις εσωκομματικές εκλογές της ΝΔ και στον νέο «αέρα» που αποπνέει ο ίδιος στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ο έχων στα χέρια του την «καυτή πατάτα» του ασφαλιστικού, υπουργός Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης & Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Γιώργος Κατρούγκαλος μίλησε στην ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ για το σχέδιο της μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού, κάνοντας «μασάζ»(sic) κατά το δημοσιογραφικό κλισέ. Μια μεταρρύθμιση που για πολλούς λόγους πρέπει να γίνει, αλλά αυτό που μας καίει είναι, προφανώς, το «πώς;» και, αφού καταλήξουν στο πώς, το «γιατί έτσι;». Εξηγούμαι κατωτέρω.
Θα είχε πολύ ενδιαφέρον, κατ’αρχάς, να ήταν κανείς στο μυαλό του Τάσου Γιαννίτση- ειρήσθω εν παρόδω δεν έχει ακουσθεί κάποια τοποθέτησή του για το ασφαλιστικό Κατρούγκαλου- και αυτό γιατί είναι ο άνθρωπος που πια μνημονεύεται περισσότερο από τον καθένα όταν ακούγεται η κρίσιμη λέξη: «Ασφαλιστικό». Η μεταρρύθμιση που πρότεινε ως υπουργός Εργασίας το 2001, η μόνη μάλλον τέτοιας καθολικότητας όπως η σημερινή, δεν υιοθετήθηκε ενόψει των έντονων αντιδράσεων και φυσικά του πολιτικού κόστους για την τότε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ. Μιλάμε για την αναμένουσα το «Αθήνα 2004» Ελλάδα, όπου όλα ήταν ρόδινα και κανείς δεν φανταζόταν τι μας περιμένει. Ο ίδιος ο Γιαννίτσης, αλλά και άλλοι πολλοί, επιμένουν στο ότι τότε χάθηκε μια τεράστια ευκαιρία για ένα βιώσιμο και σταθερό ασφαλιστικό που την πληρώνουμε ακόμα. Ανεξάρτητα του αν ήταν σωστή ή όχι εκείνη η μεταρρύθμιση, ας κρατήσουμε αυτήν, την κρατούσα και μάλλον ορθή τολμώ να πω, αίσθηση.
Και ας έρθουμε στο τώρα, όπου αυτό που όλοι περιμέναν, η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού, έλαχε στη κυβέρνηση του Αλέξη Τσίπρα και στον Γιώργο Κατρούγκαλο. Ως προς το αν έπρεπε να γίνουν θεμελιώδεις αλλαγές στο ασφαλιστικό, αυτό δεν τίθεται υπό αμφισβήτηση. Ταμεία Κοινωνικής Ασφάλισης στο χείλος της καταστροφής, και, το βασικότερο, υποχρέωση της χώρας μας από το «πρόγραμμα»(για άλλους: «Μνημόνιο 3») ώστε να κλείσει -ποιος άλλος;- η αξιολόγηση. Το σχέδιο, λοιπόν, του Υπουργού Εργασίας προκάλεσε ήδη σωρεία αντιδράσεων, αλλά υπάρχει και ένα ενδιαφέρον background που το ακολουθεί: επικοινωνιακά «τρικς» ως προς το αν οι μειώσεις που θα γίνουν είναι μειώσεις, πρωτοφανής δήλωση ότι πράγματι για πρώτη φορά ένα σχέδιο μνημονιακής υφής είναι καθ’όλα εγχώριο, αλλά και μια ακόμα παγίδευση και αυτοπαγίδευση όλων των δυνάμεων, συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης.
Εν ολίγοις, το νέο αυτό ασφαλιστικό φαίνεται να οδηγεί, όπως και οι άλλες «μεταρρυθμίσεις» των προηγούμενων κυβερνήσεων από το 2010 και μετά, σε μείωση συντάξεων. Στην πράξη και στην ουσία. Τον συνταξιούχο, αλλά ούτε και εμένα στο κάτω κάτω, δεν τον νοιάζουν οι αλγόριθμοι και οι τύποι υπολογισμού. Το «πακέτο» έχει και μείωση επικουρικών, και σταδιακή κατάργηση ΕΚΑΣ, ενώ και οι κύριες, έστω και στο κοντινό μέλλον, θα μειωθούν. Το ταμείο είναι μείον, όπως όλα αυτά τα χρόνια, άρα και το εισόδημα πολλών συμπολιτών μας θα ξαναπληγεί. Οι «ένθεν κακείθεν» διακηρύξεις περί του αντιθέτου (βλ. Όλγα Γεροβασίλη), ως προς τις μειώσεις συντάξεων πάντα, είναι ο ορισμός του «άλλα λόγια να αγαπιόμαστε». Αντίστοιχες επιβαρύνσεις αναμένονται και για τις συντάξεις των αγροτών, μιας κοινωνικής και επαγγελματικής ομάδας που ναι μεν κάποτε εκμεταλλεύτηκε με κακό τρόπο και δεν αξιοποίησε τις πολιτικές αβρότητας του παρελθόντος, αλλά τώρα είναι ένας κλάδος στον οποίο θα άξιζε να επενδύσει η χώρα μας.
Στα ψιλά πέρασε όμως, ενώ έχει μεγάλο ενδιαφέρον, το ότι οι εργοδότες, μέσω των οργανώσεων τους (πχ. ΣΕΒ), συμφώνησαν στην αύξηση των εργοδοτικών εισφορών, όπως δήλωσαν φεύγοντας από τη συνάντηση με τον Αλέξη Τσίπρα. Περίεργον γαρ, μου γεννήθηκε ένα ερώτημα, σκεπτόμενος κιόλας το ότι ΣΕΒ και λοιπά είναι «ταξικά και ιδεολογικά αντίπαλοι» (το πρακτικά είναι άλλη ιστορία): «Μήπως είδαν κάτι αξιόλογο σε αυτό το σχέδιο; Ή υπάρχει κάτι άλλο;». Το «ναι» μπορεί φυσικά να είναι απάντηση και στα δύο ερωτήματα!
Αναρωτήθηκε όμως κανείς ποιος θα πληρώσει αυτές τις εισφορές; Οι επιχειρήσεις που κλείνουν ή που δεν μπορούν να ορθοποδήσουν και την «κάνουν με ελαφρά πηδηματάκια» για Βουλγαρία και Κύπρο; Και για λογαριασμό ποιου θα τις καταβάλλουν, με την ανεργία να παραμένει στο ζενίθ και την αδήλωτη εργασία να αυξάνεται συνεχώς; Σίγουρα φταίει το μοντέλο στο οποίο στηρίχθηκε τόσα χρόνια η οικονομία μας, αλλά όχι μόνο. Η κυβέρνηση ακολουθεί μια «φορομπηχτική» πολιτική, αλλά και η αντιπολίτευση σε αυτό κυρίως επικεντρώνει τον ψόγο και τις κατάρες της. Προτάσεις σοβαρές για την τωρινή κατάσταση απαιτούνται και όχι παραπομπές στις καλένδες που η εντελώς φιλελεύθερη οικονομία (ανάθεμα και αν γίνει ποτέ αυτό στην Ελλάδα) θα επικρατεί. Επίσης, η αλλοπρόσαλλη οικονομική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ σίγουρα ανέβασε τον λογαριασμό και στο θέμα του ασφαλιστικού. Ουδεμία συζήτηση για αυτό. Αλλά το να ακούς από νεοδημοκρατικά χείλη το «Δεν ψηφίζουμε μείωση συντάξεων» συνιστά τραγική ειρωνεία και αναδεικνύει την ένδεια του όλου πολιτικού προσωπικού. Για λόγους πολιτικής και ηθικής ορθότητας, δεν θα έβλαπταν εκφράσεις όπως: «Δεν ψηφίζουμε ΆΛΛΗ μείωση συντάξεων» ή «Δεν ΞΑΝΑ-ψηφίζουμε μείωση συντάξεων».
Σε μια χώρα, λοιπόν, της απόλυτης αβεβαιότητας, τι άραγε θέλουμε σε ένα ασφαλιστικό σύστημα; Ό,τι και σε ένα φορολογικό και σε οτιδήποτε έχει να κάνει με την άσκηση δημόσιας εξουσίας που ρυθμίζει και επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων: Σταθερότητα, νοούμενη ως πολιτική και οικονομική ομαλότητα, αλλά και ως κοινωνική κανονικότητα. Πέρα από ατέλειες και λάθη (ήσσονος φυσικά σημασίας και όχι που να μας δυσκολεύουν κι άλλο τη ζωή), αν αυτό το πετύχει ένα ασφαλιστικό σύστημα, τότε πρέπει να θεωρήσουμε πως κάτι πέτυχε. Τώρα είναι μια ευκαιρία, έστω και αν ο κόμπος ξεπέρασε το χτένι. Και όλοι πρέπει να σταθούν, ή και να σταθούμε αν προτιμάτε, στο ύψος των περιστάσεων. Αμφιβάλλω αλλά ας ελπίσουμε. Και δεν θέλω να πιστεύω, και αυτό μάλλον δεν το θέλουν ούτε οι πιο ορκισμένοι αντί-Συριζαίοι, ότι ο Κατρούγκαλος μπορεί να γίνει Γιαννίτσης, ούτε από την καλή ούτε από την ανάποδη. Ούτε θέλω να τον αναπολώ σε μερικά χρόνια, όπως τώρα πολύ κάνουν για τον Γιαννίτση, ούτε να επαίρομαι που βρέθηκα, εγώ και όλοι οι συμπολίτες μου, στο διάβα του!