Πώς είναι άραγε η ζωή ενός αλλοδαπού στην Ελλάδα; Καθημερινά συναντάμε αρκετούς αλλοδαπούς στη ζωή μας, τους έχουμε πελάτες, συναδέλφους, γείτονες, φίλους… Πώς είναι όμως η καθημερινότητα τους και ποια η ιστορία τους; Αφήνοντας μια θεωρητική ανάλυση θα δώσουμε τον λόγο στον Μιχαήλ, έναν Γεωργιανό μετανάστη ο οποίος μας εξιστορεί την ζωή του.
«Γεννήθηκα στο Κουτάισι το 1980 στην τότε Σοβιετική Γεωργία, ωραία παιδικά χρόνια, ανέμελα, και οι δυο γονείς μου ήταν γιατροί άρα είχαμε μια οικονομική άνεση μέχρι που κατέρρευσε η Ένωση και ακόμη και ένα πιάτο φαγητό ήταν είδος πολυτελείας. Τότε ο πατέρας μου πήρε την απόφαση να φύγουμε για την Ελλάδα διότι είχε έναν συμφοιτητή, που έμενε σε ένα χωριό λίγο έξω από την Θεσσαλονίκη, με τον οποίο είχε πολύ καλές σχέσεις και ο ίδιος του είπε πως θα τον βοηθήσει να βρει ένα σπίτι και μια δουλειά. Και έτσι και έγινε, μετά από δυο μερόνυχτα σε ένα λεωφορείο φτάσαμε στον Λαγκαδά, καλοκαίρι του 1992. Ο πρώτος χρόνος ήταν συνώνυμος με μακαρόνια και πατάτες… καθημερινά.
Πλέον ήμουν δώδεκα χρονών και τα γράμματα δεν τα έπαιρνα πόσο μάλλον τα ελληνικά, μια άγνωστη σε μένα γλώσσα, και σε επίπεδο γυμνασίου κιόλας. Έτσι, ξεκίνησα να δουλεύω με έναν μάστορα μεγάλο σε ηλικία ο οποίος ήθελε έναν πιτσιρικά να τον βοηθάει με τα μερεμέτια. Ο κυρ Θανάσης ήξερε από ξενιτιά, οι γονείς του κατάγονταν από την Μικρά Ασία και έτσι μας συμπονούσε και έκανε τα πάντα για να μας βοηθήσει. Όχι μόνο μου έδινε μεροκάματο και μου έμαθε να χειρίζομαι εργαλεία αλλά ερχόταν να με βγάλει και από το τμήμα, κρυφά από τους γονείς μου, όταν πιανόμασταν στα χέρια, εγώ με την παρέα μου – όλοι Γεωργιανοί, Ρώσοι και Αρμένιοι – με κάτι Έλληνες που μας κορόιδευαν για την προφορά μας και μας έλεγαν πως δεν ανήκουμε εδώ. Οι ίδιοι ήταν αυτοί που με φώναζαν γκρουζίν, δηλαδή Γεωργιανό στα ρωσικά. Ήταν κλειστή κοινωνία και κάποιοι μας θεωρούσαν εγκληματίες, βρωμιάρηδες και πολλά άλλα, ευτυχώς όμως ήταν λίγοι αυτοί και τους κάλυπταν με τις καλοκάγαθες πράξεις τους οι αληθινοί Έλληνες.
Τα χρόνια όμως πέρασαν και οι δουλειές στον Λαγκαδά λιγόστεψαν και πήραμε τον δρόμο λοιπόν για την Θεσσαλονίκη. Ο πατέρας μου δούλευε σε ένα βενζινάδικο και η μάνα μου καθάριζε σκάλες… κάποτε υπήρξαν γιατροί. Εγώ έπιασα δουλειά σε ένα συνεργείο αυτοκινήτων. Η καθημερινότητα μου ήταν δουλειά, άραγμα με φίλους και τρέξιμο για την άδεια διαμονής. Αχ αυτή η άδεια, ας έφαγε την ψυχή και τα λεφτά γιατί με κάθε ανανέωση άδειας διαμονής πλήρωνες και ένα σημαντικό παράβολο (100€, 300€, 500€). Κάθε χρόνο και άλλη υπηρεσία ήταν αρμόδια και αν κάποια χρονιά ήταν η ίδια, είχε αλλάξει κτίριο, όροφο, περιοχή. Από τον Δήμο, στην Περιφέρεια, σε κάποιο προσωρινό κτίριο και πάει λέγοντας. Ουρές από τις έξι τα χαράματα με έναν πάκο χαρτιά και αν τυχόν ξεχνούσες μια φωτοτυπία ήθελες να ανοίξει η γη να σε καταπιεί. Και όταν τελικά τα κατέθετες έπαιρνες μια βεβαίωση μέχρι να βγει το αυτοκόλλητο της άδεις διαμονής – που επικολλείται στο διαβατήριο σου – και μάντεψε… ήταν ληγμένο γιατί έκανε πάνω από δυο χρόνια να βγει και με την βεβαίωση δεν μπορούσες να πας πουθενά εκτός Ελλάδας, οπότε πάλι από την αρχή όλη η διαδικασία. Ευτυχώς βέβαια τα τελευταία χρόνια η γραφειοκρατία έχει μειωθεί σημαντικά και τα πράγματα κυλάνε πιο ομαλά, εκτός του θέματος της ιθαγένειας.
Κατέθεσα αίτηση για την απόκτηση της το 2011 – ενώ το παράβολο ήταν 700€ – και σε λίγο καιρό θα περάσω από την Επιτροπή Ιθαγένειας για να κρίνουν αν την αξίζω πραγματικά, σκέψου πέντε (5!!) χρόνια μετά την αίτηση και εικοσιτέσσερα (24!!) χρόνια μετά την άφιξη μου στην Ελλάδα. Στα τριάντα έξι μου, έχω το δικό μου συνεργείο αυτοκινήτων και είμαι παντρεμένος με την Αθηνά και έχουμε ένα κοριτσάκι. Ίσως βέβαια στους γονείς μου να μην πολυάρεσε που παντρεύτηκα Ελληνίδα (εδώ ο Μιχαήλ γελάει) και «απομακρύνθηκα» από τις ρίζες μου. Δεν ξέρω πως θα ήταν η ζωή μου αν μεγάλωνα στην Γεωργία αλλά το μόνο σίγουρο είναι πως στην Ελλάδα βρήκα μια δεύτερη πατρίδα και δύσκολα θα έφευγα είτε πίσω στην Γεωργία, είτε κάπου αλλού…»