Για τις χώρες των Δυτικών Βαλκανίων η ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και εν γένει στους ευρωατλαντικούς θεσμούς ήταν υψίστης σημασίας, με τις προσπάθειες των ελίτ τους να επικεντρώνονται προς αυτή την κατεύθυνση εδώ και πολλά χρόνια. Τα οφέλη, πολλαπλά: οικονομικά, πολιτικά κλπ. Όμως, για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται να γίνουν σημαντικές μεταρρυθμίσεις σε επίπεδο οικονομίας και κράτους δικαίου, με σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα. Τα πράγματα ωστόσο δεν προχωράνε με το ρυθμό που κανείς θα περίμενε, καθώς μετά το 2025 αναμένεται να ενταχθούν οι πρώτες χώρες, με τη Σερβία και το Μαυροβούνιο να έχουν τις περισσότερες πιθανότητες. Ας αναλύσουμε ωστόσο τη θέση της Ένωσης και το τι προσφέρει η εν λόγω ένταξη.
Για την Ευρωπαϊκή Ένωση θα ήταν σημαντικό να ενταχθούν αυτές οι χώρες, καθώς σύμφωνα και με κοινοτικούς αξιωματούχους θα συμβάλλουν καθοριστικά στην αντιμετώπιση ζητημάτων όπως το ριζοσπαστικό Ισλάμ, η εσωτερική ασφάλεια, η μείωση επιρροής του Ρωσικού παράγοντα και το μεταναστευτικό. Ενδεικτικές είναι και οι δηλώσεις του επιτρόπου για την πολιτική γειτονίας Γιοχάνες Χαν, ο οποίος άφησε ανοιχτό το παράθυρο για εισδοχή των χωρών αυτών τα επόμενα χρόνια. Η Ε.Ε., μέσω του πλουραλισμού που τη διακατέχει, οφείλει να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις από κοινού με τα κράτη αυτά, ώστε να ενταχθούν ομαλά και να συνεισφέρουν με τον τρόπο τους στην επίλυση των θεμάτων που την διακατέχουν. Δίνεται η ευκαιρία να αυξήσει το εμπόριο στο εσωτερικό της μέσα από την προσθήκη νέων χωρών στην ενιαία αγορά και να ισχυροποιήσει τη θέση της βάζοντας στους κόλπους της καινούρια μέλη. Παράλληλα, τα ίδια τα κράτη αποκομίζουν σημαντικά κέρδη σε πολλούς τομείς όπως η οικονομία, το εμπόριο, ζητήματα υψηλής πολιτικής και οφέλη από πολιτικές και προγράμματα της Ε.Ε., όπως η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), η περιφερειακή πολιτική και τα προγράμματα Erasmus+. Η ένταξή τους θα ανοίξει τον δρόμο για περισσότερη σταθερότητα στην περιοχή, η οποία και είναι απαραίτητη ενώ θα συμβάλλει στην σύσφιξη των διμερών σχέσεων κρατών με διαφορές που υπάρχουν εδώ και χρόνια. Αρκεί φυσικά και οι ίδιες οι χώρες να το δείξουν με τις πράξεις και τη βούλησή τους, τηρώντας απαρέγκλιτα τα κριτήρια της Κοπεγχάγης και αναπτύσσοντας καλή πίστη.
Από την άλλη πλευρά ωστόσο, βλέπουμε πως και η Κίνα, στο πλαίσιο της ολοένα και ενισχυμένης θέσης της στη διεθνή σκηνή, επιθυμεί να αξιοποιήσει το παράθυρο ευκαιρίας που δημιουργείται στην περιοχή, αυξάνοντας τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις της με χώρες των Βαλκανίων και της κεντρικής Ευρώπης. Αξιοσημείωτη είναι και η σύνοδος (China-CEEC Business Forum), που έγινε την περασμένη Δευτέρα στην Ουγγαρία μεταξύ 16 χωρών και της Κίνας, με αντικείμενο την εμβάθυνση των διμερών τους σχέσεων και τη σύναψη συμφωνιών για επενδύσεις από πλευράς Κινέζων. Αξίζει να αναφέρουμε τη χρηματοδότηση της σιδηροδρομικής γραμμής Βελιγραδίου – Βουδαπέστης από την Τράπεζα Εισαγωγών – Εξαγωγών της Κίνας, σε συνδυασμό και με ουγγρικά κεφάλαια. Είναι η συνέχεια της αυξανόμενης επιρροής των Κινέζων στην περιοχή μας, καθώς ήδη η εταιρεία COSCO κατέχει το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών του Οργανισμού Λιμένος Πειραιά (ΟΛΠ) και με αυτό τον τρόπο επιθυμούν να ενισχύσουν τις εμπορικές τους διόδους προς την γηραιά ήπειρο. Ουγγαρία και Βουλγαρία έσπευσαν να υποστηρίξουν το εγχείρημα αυτό, αναφερόμενες στα θετικά που προσφέρει σ’ εκείνες η συνεργασία με την Ένωση και την Κίνα. Παράλληλα, να επισημάνουμε πως η Κίνα προσφέρει εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους για την ανάληψη επενδυτικών πρωτοβουλιών, κάτι που εκμεταλλεύονται χώρες σαν τη Σερβία όπως αναφέραμε προηγουμένως.
Μην ξεχνάμε πως στην σύνοδο συμμετείχαν και πολλά κράτη – μέλη της ΕΕ, όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία και η Σλοβακία, τα οποία έχουν σημαντικές διαφορές με την Ένωση σε βασικά ζητήματα όπως αυτό της διαχείρισης των μεταναστευτικών ροών και ενδεχομένως να αρχίζουν να ρίχνουν “κλεφτές ματιές” προς την Κίνα, θέλοντας να εισπράξουν πιο πολλά οφέλη για τις ίδιες. Όπως αναμενόταν, οι Βρυξέλλες δεν είδαν με καλό μάτι το γεγονός πως η υπερδύναμη από την Άπω Ανατολή αυξάνει τα ερείσματά της στην περιοχή, ενώ στο παρελθόν έχουν εκφράσει τις ενστάσεις τους για το μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ Κίνας, Ουγγαρίας και Σερβίας με αντικείμενο έργα στην σιδηροδρομική γραμμή ανάμεσα στην Βουδαπέστη και το Βελιγράδι, καθώς παραβίαζε τους κοινοτικούς κανόνες για τις δημόσιες συμβάσεις. Η περεταίρω ανάπτυξη των εμπορικών συναλλαγών στον νότο της Ευρώπης θα δημιουργούσε προβλήματα στον βορρά, καθώς τα λιμάνια στο Ρότερνταμ και στο Αμβούργο θα μπορούσαν να χάσουν μεγάλο όγκο συναλλαγών, κάτι που μεγαλώνει το σκεπτικισμό χωρών του βορρά για αυτή την κινεζική διείσδυση.
Οφείλουμε να παρατηρήσουμε πως παρά τις δεδομένες ανησυχίες που γεννώνται στην Ε.Ε. για τη διεύρυνση επιρροής της Κίνας στα δυτικά Βαλκάνια, περιοχή στην οποία υπάρχει ανταγωνισμός και με την Ρωσία που προσπαθεί να ενισχύσει και εκείνη με τη σειρά της την θέση της, η Ένωση οφείλει να μην κλείσει την πόρτα της ένταξης σ’ αυτές τις χώρες και να αναλάβει πρωτοβουλίες προσέγγισης και με την Κίνα, καθώς οι 2 πλευρές έχουν κοινά θέματα να αντιμετωπίσουν και χρειάζονται η μία την άλλη, ειδικά σε καιρούς έντονης αλληλεξάρτησης όπως οι τρέχοντες και την στιγμή που οι Η.Π.Α. αρχίζουν να αναθεωρούν πολλές από τις πολιτικές στους στον πλανήτη. Όσο για τις χώρες, σημαντικό είναι να ζυγίσουν τα οφέλη που προσφέρονται σταθμίζοντάς τα θετικά και αρνητικά, καταλήγοντας σε μια εθνικά συμφέρουσα επιλογή. Παρά ταύτα, δεν πρέπει να κλείσουν καμία πόρτα, αναπτύσσοντας πολυ-διαυλική εξωτερική πολιτική μεγιστοποιώντας τα οφέλη τους. Αναμένουμε τις μελλοντικές εξελίξεις με ενδιαφέρον.