Τα τελευταία τέσσερα περίπου χρόνια, η μητέρα των μαχών στο παγκόσμιο θέατρο του πολέμου διεξάγεται στην Συρία μετά την έναρξη του Συριακού εμφυλίου και την ανάπτυξη του Ισλαμικού Κράτους. Τα δεδομένα που υπάρχουν πλέον ανάμεσα στα αντίθετα στρατόπεδα είναι μεν πολύπλευρα και πολύπλοκα αλλά σταθερά, το ίδιο συμβαίνει και με τα εδάφη που έχει στην κατοχή του κάθε στρατόπεδο. Όπως επίσης ίδιες παραμένουν οι θηριωδίες και η βία σε βάρος του άμαχου συριακού πληθυσμού που αναγκάζεται να ζει την φρίκη του πολέμου. Την ίδια ώρα όλες οι μεγάλες δυνάμεις και οι διεθνείς οργανισμοί μένουν απαθείς ή παθητικά ενεργοί, όλοι εκτός από την Ρωσική ομοσπονδία του Βλαντιμίρ Πούτιν η οποία εδώ και δύο περίπου μήνες έχει ανοιχτό μέτωπο ενάντια σε πολλαπλούς στόχους όπως παραστρατιωτικές οργανώσεις, τον ελεύθερο Συριακό στρατό και το Ισλαμικό Κράτος. Θα πρέπει όμως να αναρωτηθεί κανείς για ποιούς λόγους αποφάσισε η Ρωσία να κινητοποιηθεί την δεδομένη χρονική στιγμή και τί προσπαθεί να επιδιώξει με αυτή της την επέμβαση. Για να απαντηθούν οι εν λόγω ερωτήσεις, η Ρωσική επέμβαση θα πρέπει να αναλυθεί υπό δύο άξωνες. Τον διπλωματικό-οικονομικό παράγοντα από την μία πλευρά και τον στρατιωτικό παράγοντα από την άλλη.
Εάν ανατρέξουμε μερικά χρόνια πίσω στο 1989 θα δούμε την ανάπτυξη του κοιτάσματος φυσικού αερίου south Pars / south Dome από το Ιράν και το Κατάρ το οποίο βρίσκεται στον αραβο-περσικό κόλπο 3.000 μέτρα κάτω από την θάλασσα. Από την απαρχή εκμετάλλευσης του κοιτάσματος αυτού, το Κατάρ εμπορεύοταν το αέριο μέσω υγροποίησης και μεταφοράς με δεξαμενόπλοια κυρίως προς τις χώρες τις Ευρώπης. Ωστόσο η μείωση των τιμών του φυσικού αερίου, σε συνδυασμό με το υψυλό κόστος υγροποίησης και μεταφοράς δια θαλάσσης και τον ανταγωνισμό με το σαφώς φθηνότερο Ρωσικό φυσικό αέριο, οδήγησε το Κατάρ στην σκέψη και πρόταση το 2009 για την κατασκευή ενός αγωγού φυσικού αερίου μέσω της Σαουδικής Αραβίας, της Ιορδανίας, της Συρίας και της Τουρκίας με σκοπό την μεταφορά φυσικού αερίου βορειοδυτικά. Ο πρόεδρος όμως της Συρίας Bashar Al-Assad κάτω από τις πιέσεις της Ρωσίας και φυσικά ως ένας παραδοσιακός σύμμαχος του προέδρου Πούτιν στην Μέση Ανατολή αρνήθηκε να υπογράψει, έτσι η Ρωσία απέκρουσε το ενδεχόμενο να απειληθούν τα συμφέροντα της που αφορούν το φυσικό αέριο το οποίο εξάγεται στην Ευρώπη, καθώς το 80% του φυσικού αερίου που καταναλώνεται στην Ευρώπη προέρχεται από την Gazprom, εταιρία Ρωσικών συμφερόντων.
Το Ιράν από την δική του πλευρά, μη έχοντας τις κατάλληλες εμπορικές υποδομές για εξαγωγή φυσικού αερίου (κατέχει το 1/3 του κοιτάσματος south Pars / south Dome), και σε συνδυασμό με την κατάρρευση της πρότασης του Κατάρ κάνει την δική του πρόταση για την κατασκευή ενός αγωγού φυσικού αερίου μέσω του Ιράν, του Ιράκ και της Συρίας ο οποίος θα μεταφέρει Ιρανικό φυσικό αέριο προς την Ευρώπη. Η Ρωσία ήρθε να συμφωνήσει με την πρόταση αυτή του Ιράν πιστεύοντας πως θα μπορέσει να διαπραγματευτεί και να συμφωνήσει πιο εύκολα με το Ιράν, το οποίο δεν ανήκει στην σφαίρα επιρροής των Ηνωμένων Πολιτειών σε αντίθεση με το Κατάρ ή την Σαουδική Αραβία. Η ανακοίνωση της συμφωνίας έγινε το 2011 και οι υπογραφές των εγγράφων πραγματοποιήθηκαν τον Ιούλιο του 2012. Το έργο όμως αυτό ήρθε να ανατρέψει ο Συριακός εμφύλιος και η ανάδυση του Ισλαμικού κράτους. Από την αρχή του πολέμου, Κατάρ και Ιράν έχουν ακριβώς αντίθετα συμφέροντα, από την μια το Κατάρ επιδιώκει την κατάρευση του καθεστώτος Assad, χρηματίζοντας έτσι παραστρατιωτικές οργανώσεις αντίθετες στο καθεστώς και από την άλλη το Ιράν το οποίο είναι φιλικό πρός το καθεστώς και παρέχει πολεμικό εξοπλισμό και στρατιωτικές μονάδες. Με αυτά τα δεδομένα μπορούμε να δούμε πως η Ρωσική πολιτική θα ταχθεί υπέρ του καθεστώτος για συγκεκριμένους λόγους. Πρώτον, για να μπορέσει να κρατήσει κάθε τύπου συμφέροντα στην Μέση Ανατολή και κατ’ επέκταση στην Μεσόγειο, δεύτερον να μην επιτρέψει μετά απο μία ενδεχόμενη λήξη του πολέμου με νικητές τους αντιπάλους του Assad την κατασκευή ενός Καταριανού αγωγού ο οποίος θα πλήξει τα εμπορικά συμφέροντα φυσικού αερίου της στην Ευρώπη και στην συνέχεια την ήδη πληγμένη Ρωσική οικονομία, τρίτον την αύξηση του Ισλαμικού εξτρεμισμού ο οποίος έχει ραγδαία ανάπτυξη – διασπορά τα τελευταία δύο χρόνια και τέταρτον να αποτρέψει τις Ηνωμένες Πολιτείες να προσθέσουν την Συρία και το Ιράν στην σφαίρα επιρροής τους. Με αυτά τα δεδομένα και αυτό το σενάριο σε εξέλιξη περνάμε στο στρατιωτικό υπόβαθρο της Ρωσικής επέμβασης στην Συρία.
Τους τελευταίους δύο μήνες η Ρωσία δείχνει εμπράκτως την στήριξη της στον Bashar Al-Assad κινητοποιώντας μεγάλης κλίμακας στρατιωτική επέμβαση η οποία διαχωρίζεται θα λέγαμε σε τρία σκέλη: Την εναέρια υποστήριξη, τη ναυτική υποστήριξη και το χερσαίο δυναμικό. Η εναέρια Ρωσική υποστήριξη έχει ως στόχο να πλήξει θέσεις των παραστρατιωτικών ομάδων που πολεμούν στην Συρία και το Ισλαμικό κράτος. Για το εναέριο σκέλος, η Ρωσία χρησιμοποιεί συνολικά 37 μαχητικά αεροσκάφη και 15 μαχητικά ελικόπτερα. Οι βομδαρισμοί έχουν ξεκινήσει από τις 30 Σεπτεμβρίου όταν Ρωσικά μαχητικά χτύπησαν αποθήκες και οχυρωματικές θέσεις στην πόλη Homs, ενώ στις 1 Οκτωβρίου Ρωσικά μαχητικά βομβάρδισαν εκ νέου θέσεις του Ισλαμικού Κράτους στην πόλη Raqqa. Τις επόμενες ημέρες έγιναν επιθέσεις σε πολυάριθμους στόχους στις περιοχές Maarrat Al Numan, Raqqah και Hama. Μέσα στον Οκτώβρη τα Ρωσικά μαχητικά πραγματοποίησαν αεροπορικές επιθέσεις ώστε να πλήξουν το πολεμικό κυρίως υλικό του Ισλαμικού κράτους. Η ναυτική υποστήριξη έχει να αναδείξει εώς τώρα μόνο μια επιχείρηση η οποία έγινε στις 7 Οκτωβρίου από την Κασπία θάλασσα, κατά την οποία εκτοξεύθηκαν 26 βλήματα με κλίμακα 1.400 χλμ. Όσον αφορά το χερσαίο δυναμικό, η Ρωσία έστειλε στην Συρία ειδικούς στρατιωτικούς συμβούλους ώστε να εκπαιδεύσουν τον κυβερνητικό στρατό στα σύγχρονα οπλικά συστήματα κι εκτιμάται πως η χερσαία Ρωσική παρουσία στην Συρία ξεπερνά αυτή την στιγμή το προσωπικό των 4000 ανθρώπων. Οι στρατιωτικές ενέργειες όμως δεν σταματούν εδώ καθώς η Ρωσία προμηθεύει τον κυβερνητικό Συριακό στρατό με πλήθος πολεμικού εξοπλισμού κάθε κλίμακας, από όπλα και πυρομαχικά εώς άρματα μάχης και πυραυλικά συστήματα. Οι στρατηγικοί λόγοι που ώθησαν την Ρωσία να εμπλακεί τόσο ενεργά στην Συρία είναι πολύπλευροι. Αρχικά για να διατηρήσει την στρατιωτική της παρουσία στην Μέση Ανατολή μέσω των ναυτικών της βάσεων στην Tartus και στην Minat Al Bayda, ενώ επίσης φημολογείται η εγκατάσταση νέας βάσης στην πόλη Jableh. Στην συνέχεια επειδή στοχεύει να αποπροσανατολίσει το παγκόσμιο βλέμμα από την Ουκρανική κρίση, η οποία ναι μεν έχει παγιωθεί μετά την κήρυξη εκεχειρίας και την παύση πυρών στης πόλεις Luhansk και Donbass αλλά δεν δίνει την ουσιαστική λήξη του πολέμου με αποτέλεσμα να συνεχίζονται οι οικονομικές κυρώσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ενάντια στην Ρωσία. Ακόμη, η προσπαθεί να ανακόψει την επέκταση του Ισλαμικού εξτρεμισμού που μαστίζει διεθνώς και έτσι πλήττει και την ίδια την Ρωσία. Τέλος, με συντονισμένο πρόγραμμα φαίνεται να επιθυμεί την χρησιμοποίηση για μελέτη νέων οπλικών συστημάτων το Συριακό μέτωπο με νέα οπλικά συστήματα καθώς και μεθόδους πολέμου.
Όμως μέσα σε αυτή την καλά οργανωμένη και συντονισμένη προσπάθεια των Ρώσων προξενήθηκε ένα μεγάλο πρόβλημα μετά την εναέρια εισχώρηση Ρωσικών αεροσκαφών στον Τουρκικό εναέριο χώρο. Με την παραβίαση αυτή η Τουρκία έχει επικαλεσθεί καταπάτηση του εναέριου της χώρου με αποτέλεσμα να έχει ενεργοποιηθεί η κινητικότητα του NATO, κάτι το οποίο προκαλεί μεγάλη ανασφάλεια και απειλή άμεσα στην Μέση Ανατολή και έμμεσα παγκοσμίως και είναι κάτι το οποίο δεν αρέσει καθόλου στην Ρωσική πλευρά λόγω του ότι δεν την αφήνει να δρα ανενόχλητη στην Συρία γιατί έχει τον φόβο μιας ενδεχόμενης Τουρκικής-Νατοϊκής ενεργής στατιωτικής παρέμβασης στην Συρία, κάτι το οποίο θα πλήξει ανεπανόρθωτα τα Ρωσικά οικονομικά και στρατηγικά συμφέροντα.
Στο τέλος αυτής της ανάλυσης η ερώτηση που αναδύεται και μας προβληματίζει είναι η εξής: Είναι σωστή ή λανθασμένη η Ρωσική επέμβαση κι αν θα αποφέρει μια τελειωτική λύση ή θα κλιμακώσει την σύρραξη; Η ιστορία όπως πάντα πρόκειται να μας δείξει.