Στις 25/03/1957 με τη συνθήκη της Ρώμης ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα καθώς και η Ευρωπαϊκή κοινότητα Ατομικής Ενέργειας [Euratom] (σε ισχύ το 1958). Είχε προηγηθεί η συνθήκη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα του 1951 (σε ισχύ το 1952), την οποία υπέγραψαν 6 κράτη: Δ. Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία και Λουξεμβούργο. Αυτά ήταν τα πρώτα βήματα για να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση, από τις αποκαλούμενες από το 1967 κι έπειτα Ευρωπαϊκές Κοινότητες (Ε.Κ.), σε μια ένωση 28 κρατών – μελών, το 2015. Κατά τη διάρκεια αυτών των περίπου 6 δεκαετιών άλλαξαν πάρα πολλά στην αρχιτεκτονική της Ε.Ε., δημιουργήθηκαν οι κατάλληλοι θεσμοί και εκχωρήθηκαν οι απαιτούμενες αρμοδιότητες από το εθνικό επίπεδο στο υπερεθνικό. Νέα κράτη εισήλθαν, η διαδικασία λήψης αποφάσεων άλλαζε συνεχώς και η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση άρχισε να λαμβάνει σάρκα και οστά. Χώρες από κάθε γωνιά της Ευρώπης συμμετείχαν και συμμετέχουν πλέον στο κοινό οικοδόμημα, επιτυγχάνοντας το στόχο τους να γίνουν πιο δημοκρατικές και να εξασφαλίσουν καλύτερες συνθήκες διαβίωσης για τους πολίτες τους. Με τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 η Ε.Ε. άρχισε να τίθεται υπό αμφισβήτηση και τα ευρωφοβικά αισθήματα άρχισαν να ενισχύονται ραγδαία. Όσο παρατηρείται αδυναμία στην επίλυση των βασικών προβλημάτων εντός της κοινότητας, τόσο θα αυξάνεται και η δυσπιστία των υπηκόων των κρατών – μελών απέναντι στη λεγόμενη “γραφειοκρατία” των Βρυξελλών. Θα φανεί εν καιρώ κατά πόσο η Κοινότητα είναι έτοιμη να ανταποκριθεί στις ολοένα και αυξανόμενες προκλήσεις που συνεχώς ξεπροβάλλουν σε όλα τα επίπεδα.
Η πρώτη διεύρυνση έγινε το 1973, με την είσοδο 3 νέων χωρών: της Δανίας, του ΗΒ και της Ιρλανδίας. Η Βρετανία εισήλθε στην ΕΟΚ μετά από 3 αποτυχημένες προσπάθειες, λόγω της συνεχούς άρνησης του Charles De Gaulle ως προέδρου της Γαλλίας. Θεωρούσε ότι θα εξυπηρετούνταν στο έπακρο τα συμφέροντα των ΗΠΑ εντός της Κοινότητας, στο πλαίσιο και της αρνητικής αντίληψης που είχε για το ΝΑΤΟ και την ενεργή συμμετοχή του στην ευρωπαϊκή άμυνα. Αξίζει να σημειωθεί ότι και η Νορβηγία ήταν χώρα υποψήφια προς ένταξη και παρά την επιτυχή ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων, δεν κατόρθωσε να μπει στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες εξαιτίας της αρνητικής γνώμης των πολιτών στο δημοψήφισμα που διεξήχθη. Το 1981 εισέρχεται και η χώρα μας στις Ε.Κ., μετά την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας στις 28/5/1979 στο Ζάππειο. Επρόκειτο για τη μετάβαση της χώρας στην πολιτική και κοινωνική σταθερότητα μετά την περίοδο της επταετούς δικτατορίας (1967 – 1974),σε συνδυασμό με την άνοδο στην εξουσία της ΝΔ υπό τον Κ. Καραμανλή. Κάτι παρόμοιο συνέβη και το 1986, όπου πλέον είχαμε την ΕΟΚ των 12. Στις Κοινότητες προσχώρησαν η Ισπανία και η Πορτογαλία, μετά από μια μακρά περίοδο συντηρητικών δεξιών δικτατοριών. Με την πτώση των Φράνκο και Σαλαζάρ αντίστοιχα, εδόθη η δυνατότητα σε αυτές τις χώρες να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις προκειμένου να πληρώσουν τους όρους ένταξης και να ολοκληρώσουν τις διαδικασίες μετάβασης στο δημοκρατικό πολίτευμα και να περάσουν σε μία νέα εποχή, πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας.
Το 1995 και αφού είχε λάβει χώρα η υπογραφή της συνθήκης του Μάαστριχτ στις 7/2/1992 είχαμε πλέον την Ευρωπαϊκή Ένωση, με νέα δομή και καινούριες πολιτικές, έτοιμη να οδηγηθεί στη μετάβαση προς την ΟΝΕ το 1999 – τα θεμέλια της οποίας είχαν τεθεί από την Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 (Ε.Ε.Π.) – και ενδεχομένως σε μία πολιτική ένωση μακροπρόθεσμα. Τρία νέα κράτη μπήκαν στο κοινό ενωσιακό οικοδόμημα to 1995 και πρόκειται για την Αυστρία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Έχουμε να κάνουμε δηλαδή με χώρες προηγμένες τεχνολογικά και οικονομικά, με πολύ λειτουργικό κοινωνικό κράτος και όλα τα εχέγγυα για ανάπτυξη, πρόοδο και ευημερία για τους πολίτες τους. Διαπιστώνουμε ότι και σήμερα συμβάλλουν τα μέγιστα στη διατήρηση της σταθερότητας εντός του ενωσιακού πλαισίου και επηρεάζουν τα μέγιστα στη λήψη αποφάσεων λόγω του ισχυρού τους ρόλου μέσα στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Το 2004, με την καθιέρωση πια και του κοινού νομίσματος, σημειώνεται η μεγαλύτερη εκ των διευρύνσεων στην Ε.Ε., με 10 νέα κράτη να εισέρχονται, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα να αυξηθεί ο αριθμός των συμμετεχουσών χωρών από 15 σε 25. Πρόκειται για τις εξής: Τσεχία, Σλοβακία, Λιθουανία, Λετονία, Κύπρος, Μάλτα, Πολωνία, Εσθονία, Σλοβενία και Ουγγαρία. Οι περισσότερες εξ’ αυτών ήταν επί πολλά χρόνια υπό την επιρροή της ΕΣΣΔ και συνεπώς δεν είχαν προχωρήσει στον εκσυγχρονισμό των κρατικών δομών τους, με τεράστια διαφθορά στη δημόσια διοίκηση και μηδενική οικονομική ανάπτυξη. Με τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την ανεξαρτητοποίηση των εν λόγω κρατών, μπόρεσαν αυτές οι χώρες να βελτιώσουν ταχύτατα τον κρατικό μηχανισμό τους, υιοθέτησαν τους κανόνες της οικονομίας της αγοράς και έλαβαν καθεστώς χώρας υποψήφιας προς ένταξη. Μετά από τις σχετικές διαπραγματεύσεις και αφού πληρούνταν τα κριτήρια της Κοπεγχάγης, κατά τη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας του Συμβουλίου της Ε.Ε. το πρώτο εξάμηνο του 2003, μπήκαν οι βάσεις για να ολοκληρωθεί η πορεία ένταξης αυτών των χωρών. Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στην Κύπρο, η οποία με τη βοήθεια της χώρας μας κατόρθωσε να μπει στην Ε.Ε. την ίδια περίοδο, γεγονός που συνιστά μία πολύ σημαντική επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Το 2007 έχουμε την ένταξη της Βουλγαρίας και της Ρουμανίας, δύο χωρών με παρεμφερή προβλήματα με όλες σχεδόν τις χώρες που μπήκαν το 2004 και ήταν υπό σοβιετική κηδεμονία. Σ’ αυτές τις χώρες δίνεται η ευκαιρία να εκσυγχρονιστούν, να πατάξουν την κρατική διαφθορά και να εξαλείψουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις κοινωνικές ανισότητες στο εσωτερικό τους. Παράλληλα, τους παρέχεται γεωπολιτική σταθερότητα, με δεδομένη τη ρωσική παρουσία στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Μαύρης Θάλασσας, συμπεριλαμβανομένων και των γεγονότων που συνέβησαν και συμβαίνουν στην Ουκρανία. Επίσης, για τους ίδιους λόγους εντάχθηκε στην Ε.Ε. και η Κροατία το 2013, ούσα η 28η χώρα που συμμετέχει στο ενωσιακό οικοδόμημα. Ο εκδημοκρατισμός, η παροχή ίσων ευκαιριών για όλους τους πολίτες και η οικονομική ανάπτυξη συνθέτουν εν ολίγοις το παζλ των αιτιών για τα οποία χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης, αλλά και των Βαλκανίων επιθυμούν να μετέχουν στην Ε.Ε. και βεβαίως είναι στο χέρι των εθνικών κυβερνήσεων να αξιοποιήσουν στο έπακρο τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που προκύπτουν από τη συμμετοχή.
Μετά την Ε.Ε. των 28 και παρά την ένταξη όλο και περισσοτέρων κρατών στο κοινό ενωσιακό πλαίσιο, έχει αναπτυχθεί τόσο η πολιτική για τα δυτικά Βαλκάνια και η Ανατολική συνεργασία που στοχεύει στην ενίσχυση των σχέσεων με αυτές τις χώρες, στα πεδία του εμπορίου και της χαμηλής πολιτικής εν γένει, με σχετικές συμφωνίες όπως αυτές με τη Μολδαβία, την Ουκρανία και τη Γεωργία για την παροχή βίζας για τις ελεύθερες μετακινήσεις από και προς την Ε.Ε. Για να εισέλθουν αυτές οι χώρες στην Ένωση, πρέπει βεβαίως να λυθούν όλα τα διαρθρωτικά προβλήματα, για να προχωρήσει περεταίρω η ενοποιητική διαδικασία και να ενταχθούν σε βάθος χρόνου. Ανάλογα παραδείγματα χωρών είναι η Σερβία, η Αλβανία και το Μαυροβούνιο, χώρες με τις οποίες έχουν προχωρήσει αρκετά οι ενταξιακές διαπραγματεύσεις τα τελευταία χρόνια. Συνοψίζοντας, ο χρόνος και πάλι θα κρίνει κατά πόσο είναι ικανή να προχωρήσει η ευρωπαϊκή ενοποίηση, που συνεπάγεται και εισδοχή νέων χωρών, με έμφαση στην ιδέα της πολιτικής ένωσης, η οποία βεβαίως προϋποθέτει συναινέσεις και αμοιβαίες υποχωρήσεις μεταξύ των κρατών για να υπάρξει κοινή αντιμετώπιση των προβλημάτων που ανακύπτουν, παρέχοντας όλα τα εφόδια στους κατοίκους τους για ευημερία και πολυεπίπεδη πρόοδο.