Στις 22 Δεκεμβρίου 2015 ήρθε προς ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής το νομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για την επέκταση της ισχύος των ρυθμίσεων του συμφώνου συμβίωσης και στα ομόφυλα ζευγάρια, όπως ήδη ισχύει για τα ετερόφυλα ζευγάρια σύμφωνα με τον Ν. 3719/2008 της κυβέρνησης Καραμανλή. Η πράγματι τολμηρή επιλογή του Υπουργού κ. Παρασκευόπουλου και εν γένει της κυβέρνησης ΣΥ.ΡΙΖ.Α.-ΑΝ.ΕΛ. είχε ως αφορμή την καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας, μετά από προσφυγή που άσκησε κατ’ αυτής ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Ε.Δ.Δ.Α.) ο Πρόεδρος της «Φιλελεύθερης Συμμαχίας» Γρηγόρης Βαλλιανάτος, τον Νοέμβριο του 2013. Συγκεκριμένα, το Ε.Δ.Δ.Α. κατεδίκασε την χώρα μας για παραβίαση των άρθρων 8 και 14 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής Ε.Σ.Δ.Α.), που προβλέπουν αντιστοίχως την προστασία της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής και την απαγόρευση των διακρίσεων. Το νομοσχέδιο αυτό, υπερψηφισθέν από 194 βουλευτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α., του ΠΑ.ΣΟ.Κ., του Ποταμιού, της Ένωσης Κεντρώων, λιγότερο των μισών περίπου βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας (19 βουλευτές ψήφισαν υπέρ και 29 κατά) και 3 εκ των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, ισχύει πλέον ως τυπικός νόμος του Κράτους και αποτελεί μια ιστορική απόφαση, που – ως επί το πλείστον – επικροτείται από την ελληνική κοινωνία. Υλοποίησε επίσης ως έναν βαθμό τις απαιτήσεις της λεγόμενης «L.G.B.T κοινότητας» (Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφιφυλόφιλοι, Τρανσέξουαλ), που δραστηριοποιούνται ακτιβιστικά κατά την τελευταία δεκαετία και διεκδικούν την αναγνώριση δικαιωμάτων και την πραγμάτωση της συνταγματικής αρχής της ισότητας ως προς τις αξιώσεις τους.
Στο παρόν άρθρο εξετάζεται τόσο το περιεχόμενο και οι ειδικότερες ρυθμίσεις του νομοσχεδίου, όσο και οι αντιρρήσεις, τα επιχειρήματα και οι ενστάσεις που προέβαλε η αντίπαλη πλευρά. Το σύμφωνο συμβίωσης αποτελεί καινοτομία του αστικού δικαίου, συνιστώντας την νομική επένδυση και αναγνώριση της συνειδητής επιλογής ζευγαριών να μην περιβάλουν την σχέση τους με τον θρησκευτικό ή πολιτικό τύπο του γάμου, αλλά με μια απλούστερη πολιτειακής φύσης μορφή. Όπως προαναφέρθηκε, το σύμφωνο συμβίωσης ισχύει ήδη από το 2008 στις σχέσεις των ετερόφυλων ζευγαριών και, μετά την καταδίκη της Ελλάδας από το Ε.Δ.Δ.Α. και την ανάληψη της διεθνούς υποχρεώσής της να συμμορφωθεί, επεκτάθηκε και στα ομόφυλα. Η απόφαση αυτή πηγάζει από την αδήριτη κοινωνική αναγκαιότητα προστασίας ενός factum, της πραγματικής δηλαδή κατάστασης της συμβίωσης ομόφυλων ατόμων. Οι σχέσεις αυτές υφίστανται δίπλα μας, είναι μια πραγματικότητα που δεν μπορούμε να αρνηθούμε. Αποτελεί λοιπόν ηθική υποχρέωση του Έλληνα νομοθέτη όχι μόνο να μην τις αγνοήσει, αλλά να τις προστατεύσει με μείζονες θεσμικές εγγυήσεις, ως ένδειξη πραγμάτωσης της συνταγματικά απαιτουμένης ισονομίας, πρόθεσης καταπολέμησης των αδικαιολόγητων διακρίσεων και της απαξίωσης των ατομικών δικαιωμάτων λόγω σεξουαλικών επιλογών.
Προβληματικό φαίνεται κατ’ αρχάς το γεγονός ότι η επέκταση του συμφώνου στα ομόφυλα ζευγάρια είναι ένα κοινωνικό ζήτημα κορυφαίας σπουδαιότητας, το οποίο όμως ήρθε προς ψήφιση σε ένα νομοσχέδιο που, πέραν αυτού, περιελάμβανε και πλήθος άσχετων κατά περιεχόμενο διατάξεων. Για την ακρίβεια, μόνο το ¼ των ρυθμίσεων (τα πρώτα 14 άρθρα) αφορούν στο ζήτημα που εξετάζεται εδώ. Εξ ου και η βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας κα. Παπακώστα το χαρακτήρισε ως «νομοσχέδιο-φρουτιέρα», υποστηρίζοντας ότι δεν αποδίδεται η πρέπουσα σημασία και αξία σε μια τόσο σοβαρή πρωτοβουλία αφορώσα στην ενίσχυση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Κοινή πρόθεση των βουλευτών που υπερψήφισαν το νομοσχέδιο ήταν η νομική κατοχύρωση και εξασφάλιση των αστικών αξιώσεων (κληρονομικών, συνταξιοδοτικών, ασφαλιστικών και περιουσιακών) και εν γένει δικαιωμάτων των προσώπων της ομόφυλης σχέσης, όπως ήδη ισχύει και εφαρμόζεται σε αρκετά ευρωπαϊκά κράτη. Με αυτό τον στόχο συμφωνούσαν και βουλευτές της αντιπολίτευσης (και συμπολίτευσης, εκ μέρους του μικρότερου κυβερνητικού εταίρου !), όμως, για άλλους λόγους, επέλεξαν να καταψηφίσουν τις προτεινόμενες διατάξεις και να μην στηρίξουν την συλλογική κατά τα άλλα προσπάθεια.
Συγκεκριμένα, αξιοπρόσεχτες είναι οι νομικές διευκρινίσεις εκ μέρους του βουλευτού κ. Κόκκαλη (εισηγητού των Ανεξαρτήτων Ελλήνων) αλλά και οι συστάσεις από τον πρώην Υπουργό Δικαιοσύνης της κυβέρνησης Σαμαρά και έγκριτο νομικό, κ. Χ. Αθανασίου. Αυτές αφορούσαν κατά βάση την υπόνοια ότι το νομοσχέδιο αφήνει ανοιχτό το ζήτημα νομιμοποίησης των ομόφυλων ζευγαριών προς υιοθεσία. Μετά από αιτήματα για διευκρίνιση που υπέβαλαν βουλευτές κομμάτων όλου του πολιτικού φάσματος, ο κ. Παρασκευόπουλος δήλωσε – κατά την συνεδρίαση της Ολομελείας της Βουλής – ότι δεν προβλέπεται ρητώς σε κανένα σημείο του νόμου οιαδήποτε τέτοια ρύθμιση.
Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, η αλήθεια βρίσκεται κάπου στην μέση: στηρίζεται μεν στην διαπίστωση ότι η πλειοψηφία της ελληνικής κοινωνίας, το Ευρωπαϊκό Σύμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, πιθανώς δικαιολογημένα, (εναπόκειται στην εγκυρότητα των αποτελεσμάτων επιστημονικών ερευνών) διαφωνούν με το ενδεχόμενο υιοθεσίας εκ μέρους ομόφυλων ζευγαριών, έχει όμως και πολιτικές προεκτάσεις, ενδεχομένως εγγίζουσες τα όρια της επικοινωνιακής και μικροπολιτικής «σπέκουλας». Στον Αστικό Κώδικα ορίζεται ότι είναι δυνατή η υιοθεσία μεταξύ των «συζύγων», στην δε Αιτιολογική Έκθεση του ψηφισθέντος νόμου (που επιτάσσει την αναλογική εφαρμογή των διατάξεων του συμφώνου συμβίωσης μεταξύ των ετερόφυλων ζευγαριών) ότι τα μέρη αυτής της μορφής ένωσης «αποκτούν παρόμοιο καθεστώς με αυτό του γάμου». Εν ολίγοις θεωρούνται «σύζυγοι»! Το ζήτημα επομένως που προκύπτει είναι το εάν οι συμβαλλόμενοι στο σύμφωνο συμβίωσης φέρουν ή όχι την νομική ιδιότητα του «συζύγου», ερώτημα που καταλήγει σε σημαντικές έννομες συνέπειες και που σκοπίμως η κυβερνητική παράταξη παρασιώπησε. Αν μεν αναγνωρισθούν ως τέτοιοι οι συμβιούντες, τότε σε θεωρητικό επίπεδο τα ομόφυλα ζευγάρια θα δύνανται να προχωρήσουν σε υιοθεσία, πράγμα που όντως αποτελεί πάγιο αίτημα της L.G.B.T. κοινότητας. Ωστόσο, από τον Αστικό Κώδικα και την Ε.Σ.Δ.Α. συνάγεται ότι ο γάμος είναι υποστατός μόνο μεταξύ ατόμων διαφορετικού φύλου, επομένως η υιοθεσία θα κρινόταν – σε μεταγενέστερο δικαστικό στάδιο – παράνομη. Ταυτόχρονα, οι υπερψηφίσαντες βουλευτές δεν θα ήθελαν σε καμία περίπτωση να προδώσουν το ιδεολογικά αριστερό (και λεγόμενο «προοδευτικό») πρόσημο των ψηφοφόρων τους – πόσω μάλλον τους ομοφυλόφιλους υποστηρικτές που συσπειρώνονται στα κόμματα αυτά – γι’ αυτό και απέφυγαν την expressis verbis απαγόρευση μιας τέτοιας δυνατότητας! Ενώ δηλαδή και αυτοί οι ίδιοι δεν θα επιθυμούσαν την υπ’ αυτών νομική ευχέρεια υιοθεσίας, στηρίζονται στο ότι τα όνειρα αυτών των ανθρώπων θα διαψευσθούν στην αίθουσα ενός πολιτικού δικαστηρίου, μεταθέτοντας φαινομενικά το βάρος των ευθυνών της νομοθετικής εξουσίας στους δικαστικούς λειτουργούς!
Ένα επιπρόσθετο επιχείρημα – στέρεης νομικοπολιτικής θεμελίωσης, αλλά επιδεχόμενο αντιλόγου – αφορά στην δυνατότητα του Ε.Δ.Δ.Α. να υποδεικνύει ή και να επιβάλει στις εκάστοτε εθνικές Αρχές να συμμορφωθούν στο δεδικασμένο του. Πρόκειται για το ζήτημα της ιεραρχικής ταξινόμησης των πηγών του ελληνικού δικαίου, και μάλιστα για το εάν το κείμενο του Συντάγματος υπέρκειται αξιολογικά του ενωσιακού δικαίου ή υποτάσσεται στις επιταγές του. Με λίγα λόγια, κατά πόσο δεσμεύεται το ελληνικό Κράτος να συμμορφώνεται προς τη νομολογία του Ε.Δ.Δ.Α.; Με μια συντηρητική, γραμματολογική και ιστορική ερμηνεία του άρθρου 21 του Συντάγματος προκύπτει ότι ο Έλληνας νομοθέτης δεν θέλησε να κατοχυρωθεί συνταγματικά η ρύθμιση της σχέσης μεταξύ ομόφυλων προσώπων. Συγκεκριμένα, αυτή η διάταξη προβλέπει ότι η οικογένεια συνιστά «θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους». Το πρώτο πρόβλημα που προκύπτει είναι εννοιολογικής φύσης, σχετιζόμενο με το αν μπορούμε να θεωρήσουμε (μέσω κάποιας σύγχρονης κοινωνιολογικής και πάντως αρκετά διευρυμένης ερμηνείας – υπάρχουν αντιρρήσεις τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό θεσμικό επίπεδο) ότι ένα τέτοιο ζευγάρι εμπίπτει στο ουσιαστικό περιεχόμενο της εμπειρικής έννοιας της «οικογενείας». Αν –υποτιθέσθω – ότι αυτός ο σκόπελος ήταν προσπελάσιμος, πώς θα πραγματωνόταν η βούληση του συντακτικού νομοθέτη, όταν το Έθνος προάγεται δια της διαιώνισης αυτού, και η τελευταία πραγματώνεται μόνο μέσω της τεκνοποίησης;
Μέσα στον ορυμαγδό αντιπαραθέσεων, δεν άργησαν να κάνουν την εμφάνισή τους οι ακραία συντηρητικές και ρατσιστικές κραυγές μεμονωμένων ιερωμένων που απαγόρευαν σε πολιτικούς που υπεστήριξαν το σύμφωνο συμβίωσης να διαβούν το κατώφλι της Εκκλησίας. Σε μια μορφή αντίδρασης, τα μέσα ενημέρωσης κατακλύσθηκαν από τις κατά γενική ομολογία προκλητικές εικόνες νεαρών ομοφυλόφιλων μεταμφιεσμένων σε παπάδες να φιλιούνται παθιασμένα μπροστά στα σκαλιά της Μητρόπολης Αθηνών. Σίγουρα καμία από τις δύο συμπεριφορές δεν προάγει τον διάλογο, την εμπιστοσύνη και το πνεύμα αλληλεγγύης, παρά εξάπτει τα πνεύματα και πυροδοτεί νέες συγκρούσεις και εκατέρωθεν φανατισμό. Όπως και να έχει, είναι αρκετά νωρίς για να κριθεί συστηματικά και σε βάθος η αξία και η σημασία του συμφώνου συμβίωσης, όπως αυτό επεκτάθηκε στα ομόφυλα ζευγάρια. Βέβαιον είναι ότι ο σκοπός του αποτελεί ένα κατ’ αρχήν θετικό βήμα προόδου προς την φιλελευθεροποίηση και δημοκρατική ενίσχυση του νομικού μας πολιτισμού. Ωστόσο, οφείλουμε να μην παραβλέπουμε ότι το βήμα αυτό φαίνεται σχετικά ασταθές, βιαστικό και πρόχειρο. Τα πράγματα έχουν την σημασία που τους δίνουμε: αν τα ανθρώπινα δικαιώματα έρχονται προς ψήφιση «σε συσκευασία δώρου» μαζί με άλλες άσχετες νομικές διατάξεις, τότε είναι έκδηλη η υποβάθμιση της σημασίας και η αδιαφορία για την ουσιώδη προστασία τους.