Μαίνεται τις τελευταίες εβδομάδες η αντιπαράθεση ως προς το θέμα των τηλεοπτικών αδειών και των όρων του διαγωνισμού αδειοδότησης αυτών. Τόσο σε δικαστικό, όσο και σε εξωδικαστικό επίπεδο, οι συζητήσεις γίνονται ολοένα και εντονότερες, ενώ ο διάλογος και η ανταλλαγή επιχειρημάτων ζωηρεύουν. Θίγονται δε μείζονα ζητήματα που άπτονται της ρύθμισης του τηλεοπτικού τοπίου από το οικείο νομικό πλαίσιο, ενώ δεν παραμένει φυσικά εκτός ενδιαφέροντος η πολιτική σύγκρουση και η επίκληση του «παλμού της κοινωνίας», όπως επιθυμεί κάθε πλευρά να τον παρουσιάσει, διεκδικώντας την μοναδικότητα και την αυθεντικότητα αντίληψής του.
Προτελευταίο επεισόδιο στο «serial» αυτό: η ανακοίνωση του κ. Σακελλαρίου, Προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας, ενός εκ των ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας, για την ματαίωση της προγραμματισθείσης για τις 13.09.2016 διασκέψεως, που αφορούσε το σχετικό ζήτημα, με την επίκληση του «διαμορφωθέντος από δημόσιες τοποθετήσεις κι εκδηλώσεις κλίματος που προκατελάμβανε το περιεχόμενο της δικαστικής αποφάσεως για το σχετικό ζήτημα». Τελευταίο επεισόδιο: η παραίτηση δύο μελών του Σ.τ.Ε. από την Ένωση Δικαστικών Λειτουργών (κ.κ. Χρήστος Ράμμος και Αικατερίνη Σακελλαροπούλου), με ευθείες βολές κατά του Προέδρου του Σ.τ.Ε.. Κάνουν μάλιστα λόγο για «πρωτοφανές μέγα ατόπημα» του κ. Σακελλαρίου, τον κατηγόρησαν για αρνησιδικία (δηλαδή για άρνηση απονομής δικαιοσύνης δια της εκδόσεως δικαστικής αποφάσεως – αντίθετα από ό,τι επιτάσσει το καθήκον του) και κατελόγισαν στην Ένωση ότι λειτούργησε ως «Γραφείο Τύπου» του ιδίου. Φυσικά η απάντηση εκ μέρους του Προέδρου δεν άργησε να έρθει, μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης αφήνοντας υπονοούμενα ότι τα παραιτηθέντα μέλη «προσφέρουν πολύ κακές υπηρεσίες στην δικαιοσύνη». Την Παρασκευή, ο ίδιος αποδοκιμάσθηκε εντόνως για την στάση του από πολίτες στην περιοχή του Κολωνακίου, που υπεννόησαν ότι είναι μεροληπτικός υπέρ των καναλαρχών και της λεγομένης «καθεστηκυίας τάξεως».
Ποια είναι όμως τα ουσιώδη και καίρια ζητήματα που τίθενται εν προκειμένω επί τάπητος; Μα τι άλλο από τα αφορώντα στην θεμελιακή διάκριση των εξουσιών! Βάση και θεσμική εγγύηση του πολιτεύματος της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας είναι η διάκριση της συνολικής εξουσιαστικής ισχύος σε μια παράλληλη τριαδική, ισοδύναμη και καθ’ ύλην διακριτή δομή: νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική. Η άσκηση καθενός τμήματος εξ αυτών έχει ανατεθεί σε διαφορετικό όργανο, έτσι ώστε να αποφεύγεται η άμεση παρέμβαση του εκάστοτε αρμοδίου στην εξουσία των υπολοίπων. Σε κάποιες περιπτώσεις φυσικά, ένα όργανο δύναται να ασκεί τμήμα και άλλης εξουσίας. Η τριαδική αυτή διάκριση διατυπώνεται στο άρθρο 26 του Συντάγματος, ως θεμελιώδους, υπέρτατου, γενικού και καθολικού νομικού πλαισίου που ορίζει τα πολιτειακά. Ατύπως υφίσταται μια τέταρτη εξουσία, έχουσα ιδιάζουσα, ανερχόμενη και αδύνατη να υπολογισθεί με αριθμούς δυναμική, η οποία διαχέεται στο όλο σύστημα και ορθώς, ή πολλές φορές κακώς, επηρεάζει και συν-διαμορφώνει την άσκηση της εξουσίας, εν παραλλήλω και εμμέσως όμως, από κοινού με τα επισήμως αρμόδια όργανα. Αυτή είναι η εξουσία που ασκούν τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Η ισχύς τους, όπως προανέφερα, δεν είναι εύκολα αισθητή. Διακρίνεται όμως το αποτέλεσμα αυτής. Η είδηση, έτσι όπως παρουσιάζεται μέσα από τον «παραμορφωτικό» φακό των μέσων ενημέρωσης, δημιουργεί «κλίμα»: πανικού, οργής, καθησυχαστικό… Το «χρώμα» και το ύφος που –συνάμα με την εικόνα- περιβάλλουν τα πραγματικά περιστατικά δύνανται να οδηγήσουν σε στρεβλωτικά της αλήθειας αποτελέσματα, καθώς η κοινή γνώμη σχηματοποιείται βάσει αυτών.
Δυστυχώς, το τελευταίο διάστημα, ηρχθέντος από την εκκίνηση της διαδικασίας αδειοδότησης των τηλεοπτικών συχνοτήτων, έχουμε γίνει μάρτυρες έντονων αυθαιρεσιών και πανταχόθεν εξόφθαλμων επιθέσεων στο κύρος της Δικαιοσύνης, που πλήττουν την Δημοκρατία. Δεν θα μπορούσα, και δεν θα επιθυμούσα, σε αυτή την χρονική στιγμή και συγκυρία να μιλήσω ανοιχτά και επί συγκεκριμένης βάσης για την άποψή μου επί των νομικών ζητημάτων που προκύπτουν, καθώς η υπόθεση βρίσκεται στα «χέρια» της Δικαιοσύνης. Αρχηγού παρόντος, πάσα αρχή παυσάτω! Αντ’ αυτής της ηθικής επιταγής που εδώ επικαλούμαι, και η οποία ιδίως βαρύνει τους νομικούς επιστήμονες, δεν είναι λίγοι εκείνοι που προέβησαν σε δηλώσεις και σε κατάθεση προσωπικών απόψεων –με ή χωρίς νομικό έρεισμα- ως προς το τι δει γενέσθαι. Μετά βεβαιότητος πάντως, θα μπορούσαμε να ξεκινήσουμε τη σκέψη μας από την συνειδητοποίηση του ρόλου της Δικαιοσύνης, και πιο συγκεκριμένα των δικαστών, ως συλλειτουργών αυτής.
Αντί της διαμόρφωσης «κλίματος», τόσο (φιλο-)κυβερνητικού όσο και αντιπολιτευτικής χροιάς, που αναντίρρητα υπήρχε και θα αντελαμβάνετο κάποιος αν πράγματι αφουγκραζόταν τον παλμό της κοινωνίας, οι πολιτικοί ηγέτες ώφειλαν να αναμείνουν την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας και να μην προκαταλαμβάνουν το περιεχόμενό της, γεννώντας «τάσεις». Βέβαιον είναι ότι δεν είναι απαραίτητοι βερμπαλισμοί «εσωτερικής κατανάλωσης» με βασικούς αποδέκτες τους απογοητευμένους ψηφοφόρους, όπως ειπώθηκαν εκ μέρους ακόμα και του ίδιου του Πρωθυπουργού, κ. Αλέξη Τσίπρα, αλλά και εξεχόντων στελεχών και εκπροσώπων του κυβερνητικού σχήματος. Από την άλλη πλευρά, οι νομικοί εκπρόσωποι των καναλαρχών και οι πολιτικοί της μείζονος κι ελάσσονος αντιπολίτευσης ξεκίνησαν ένα «γαϊτανάκι» επιθετικών δηλώσεων στα υποστηριζόμενα επιχειρήματα εκ μέρους της κυβερνητικής παράταξης, ζητώντας την τήρηση της νομιμότητας και κάνοντας λόγο για πρωτοφανείς εικόνες και αντισυνταγματικούς όρους διεξαγωγής του διαγωνισμού της αδειοδότησης. Εν προκειμένω, τάσεις υπήρξαν, όπως και έντονα φορτισμένο κλίμα, που σίγουρα δεν θα επέτρεπε την λήψη απόφασης με αμερόληπτη και αυθεντικά δίκαιη σκέψη εκ μέρους του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι δικαστές δεν καλούνται να κρίνουν με βάση και κριτήριο το εκάστοτε λαϊκό αίσθημα ή αίτημα, καθώς αυτό διαμορφώνεται από μια κατ’ ουσίαν άμορφη μάζα μη νομικών, διακρινόμενο από ανισορροπίες, ανακρίβειες, υπερβολές και ασάφειες. Πολλές φορές και από τα ίδια τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, όπως προελέχθη.
Τι δοκιμάσθηκε δηλαδή να αποφευχθεί δια της ματαίωσης της συνεδρίασης του Σ.τ.Ε.; Η λαϊκή αντίδραση και το ξέσπασμα της κοινωνίας. Η πολυεπίπεδη «έκρηξη» που αυτό θα προκαλούσε και η κυβερνητική αστάθεια, που θα επέτεινε περαιτέρω την δυσμενή οικονομική θέση της χώρας. Η επιλογή αυτή όμως πυροδότησε αναγκαία έναν κύκλο σκεπτικισμού για το κύρος και την αξιοπιστία της Δικαιοσύνης, που ήδη είχε ξεκινήσει με την υπόθεση του Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου κ. Ισιδώρου Ντογιάκου, δια της αναμείξεως του πρώην Πρωθυπουργού κ. Αντώνη Σαμαρά στις συλλήψεις των βουλευτών της Χρυσής Αυγής. Αλλά αυτή η κίνηση έμελλε να δυναμώσει τον σπόρο της αμφιβολίας του λαϊκού αισθήματος για την αντικειμενικότητα και την ουσιαστική ανεξαρτησία των δικαστικών λειτουργών ως προς την απονομή της Δικαιοσύνης.
Εν αναμονή επομένως της δικαστικής κρίσης, όλοι θα πρέπει να είναι λιγότερο προκλητικοί στις κινήσεις και τα λεγόμενά τους. Η υπόνοια χειραγώγησης των δικαστικών λειτουργών ή η αποδοχή της επίδρασης των εκάστοτε διαμορφωθεισών συνθηκών στην ουσιαστική κρίση τους (ειδικά σε βαθμό καθοδήγησης αυτής!) είναι ζητήματα επικίνδυνα για την ακεραιότητα της Δικαιοσύνης. Το υπηρεσιακό καθήκον των δικαστών οφείλει να παραμένει κρυστάλλινο από ξένα συμφέροντα και επιδιώξεις, με μοναδικό στόχο την απονομή της Δικαιοσύνης και την έμπνευση του αισθήματος δικαίου στους πολίτες που επαφίενται σε αυτήν. Συνιστούν άλλωστε μια ασφαλιστική δικλείδα για την τήρηση της δημόσιας τάξης και της ομαλής λειτουργίας του πολιτεύματος και πρέπει, γι’ αυτό, όλοι να αντιληφθούν τον ρόλο τους και να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.