Αποτελεί γεγονός πως διανύουμε καιρούς ριζικών μεταβάσεων και αστάθειας στο διεθνές πεδίο. Εκλογή Donald Trump στις ΗΠΑ, Brexit στο Ηνωμένο Βασίλειο, κυβέρνηση μειοψηφίας στην Ισπανία, άνοδος ακροδεξιών ρευμάτων στην Ε.Ε. κ.ο.κ. . Η Ελλάδα εν καιρώ πολιτικοοικονομικών και κοινωνικών κρίσεων, βάλεται απο τη μάστιγα του λαϊκισμού, της ιδεοληψίας και των τακτικισμών μιας κυβέρνησης, η οποία όχι μόνο δεν ανέτρεψε τις δομές του υπάρχοντος καθεστώτος, αλλά το ενίσχυσε ριζώνοντας σε αυτό τα δικά της στοιχεία και τους δικούς της μηχανισμούς. Ο ελληνισμός ωστόσο δε διαβιώνει μόνο στη χώρα μας. Τί πραγματικά συμβαίνει με το άλλοτε “μακρινό” νησί της Αφροδίτης;
Το ανατολικότερο στοιχείο ελληνισμού στη Μεσόγειο, η Κύπρος, βρίσκεται υπό παράνομη Τουρκική κατοχή από το 1974. Η κατοχή αυτή όπως καθιερώθηκε ύστερα από την επέμβαση και αντίκειται και συγκρούεται με διατάξεις αναγκαστικού διεθνούς δικαίου (jus-cogens), αλλά και με το ευρύτερο πλαίσιο σεβασμού της κρατικής κυριαρχίας και μη επέμβασης που διαπνέει επίσης και το Ευρωπαϊκό δίκαιο.
Σχεδόν μισό αιώνα αργότερα, η ενδοκρατική τάξη δεν επανήλθε στη φάση του status-quo ante. Το νησί είναι ουσιαστικά διχοτομημένο, Τουρκικές στρατιωτικές δυνάμεις βρίσκονται στα κατεχόμενα πεδία, ενώ το σύστημα των εγγυήσεων παραμένει ως καθιερώθηκε. Η γείτονα χώρα κινούμενη σε πλαίσιο νεο-οθωμανικού αναθεωρητισμού, επιδιώκει να καταστήσει τη νήσο ως σφαίρα επιρροής της. Εξ’ου και η δημιουργία του ψευδοκράτους στην κατεχόμενη έκταση της Κύπρου, το οποίο κατά τα άλλα έχει καταδικασθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας, ενώ παγκοσμίως αναγνωρίζεται μόνο από το βαθύ κράτος του “σουλτάνου” Recep Tayyip Erdoğan (Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν).
Έκδηλα διαπιστώνει κανείς την προαναφερθείσα πρακτική από μία σειρά επεισοδίων και θεωρητικών διατυπώσεων. Αφενός τις συνεχείς αμφισβητήσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και της Ελλάδας με τις διαρκείς και προκλητικές παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων και αφετέρου το θεωρητικό δόγμα Davutoğlu (Νταβούτογλου) που διαπερνά την εξωτερική πολιτική της χώρας όπως αυτό αποτυπώνεται και στο σύγγραμμα του. Το δόγμα αυτό λοιπόν, αναδεικνύει την πρωτεύουσα στρατηγική σημασία της Κύπρου, της Θράκης, του Αιγαίου πελάγους και των νησιών του για την Τουρκία. Η αναθεωρητική αυτή πολιτική διεξάγεται σταδιακά. Όσον αφορά το Αιγαίο, ακολουθεί ρυθμό “Ιμιοποίησης”, δηλαδή δημιουργίας γκρίζων ζωνών και αμφισβήτησης των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων επ’ αυτού. Όσον αφορά τη Θράκη, διακρίνεται με την προσπάθεια δημιουργίας ενός διεθνούς κανονιστικού πλαισίου βάσει του οποίου η Τουρκία θα παρεμβαίνει για να “προστατεύει” τις μουσουλμανικές – “Τουρκικές” μειονότητες, ως ηγέτης μιας ευρύτερης ισλαμικής συσπείρωσης. Εν σχέσει με την Κύπρο, η διαδικασία αυτή εκτυλίσσεται με σταθμούς το 1974, το 2004 (σχέδιο Ανάν) καθώς και με τις τρέχουσες διαπραγματεύσεις της κυβέρνησης Αναστασιάδη με φόντο τις διασκέψεις του Ιανουαρίου του νέο έτους.
Πριν όμως μεταβούμε στο κομμάτι των διαπραγματεύσεων των ημερών μας, εύλογο είναι να αναρωτηθούμε και να προβληματιστούμε για τη στάση της Τουρκίας και του “ψευδοκράτους” εν γένει. Παρατηρούμε επιστολές στον Ο.Η.Ε. από τους Τούρκους αξιωματούχους εν σχέσει με την ύπαρξη δύο κρατών και συγκεκριμένα με την εξής διατύπωση: “από την κατάρρευση της Κυπριακής Δημοκρατίας μετά την επίθεση εναντίον των Τουρκοκυπρίων τον Δεκέμβριο του 1963 δεν υπήρξε κοινή κεντρική διοίκηση στο νησί, η οποία να μπορεί να εκπροσωπήσει στο σύνολό της την Κύπρο, είτε νομικά είτε ουσιαστικά. Κάθε πλευρά από τότε κυβερνά τον εαυτό της, ενώ η ελληνοκυπριακή πλευρά ισχυρίζεται ότι είναι η κυβέρνηση της Κύπρου”. Με άλλα λόγια αμφισβητούν ευθέως και ποικιλοτρόπως την Κυπριακή Δημοκρατία ως κυρίαρχο κράτος με διεθνή νομική υπόσταση. Ο συγκεκριμένος στόχος λοιπόν, υποβόσκει σε κάθε κίνηση της Τουρκικής πλευράς τόσο στην ευρύτερη πολιτική της όσο και στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων το 2004 και σήμερα. Αδιαμφισβήτητα, το συλλογικό ένστικτο επιβίωσης των Ελληνοκυπρίων απέρριψε καθοριστικά το σχέδιο Ανάν δίνοντας μια απάντηση με πολλά μηνύματα και πολλούς αποδέκτες.
Σήμερα λοιπόν, δεν παρατηρούμε κάτι διαφορετικό. Οι Ελληνοκύπριοι και οι Τουρκοκύπριοι προσέρχονται στις διαπραγματεύσεις με τους δεύτερους να προβάλλουν ανεδαφικές και προκλητικές απαιτήσεις, ενώ ταυτοχρόνως η στρατηγική κατάργησης της Κυπριακής Δημοκρατίας διαπνέει και διαπερνά όλη τη διαδικασία. Οι παράλογες απαιτήσεις κυμαίνονται στο πλαίσιο της πολιτικής εξίσωσης του 82% ελλήνων της νήσου με το 18% των Τούρκων της νήσου, της εκ περιτροπής προεδρίας της Κύπρου, της παραμονής κατοχικών στρατευμάτων στο νησί με τον μανδύα των “αποτελεσματικών εγγυήσεων”, της αγεφύρωτης αδιαλλαξίας στο εδαφικό, της ισότιμης κυβερνητικής υπόστασης των διαφαινόμενων κοινοτήτων κ.ο.κ. . Ο Mustafa Akıncı (Μουσταφά Ακιντζί), φυσικά ως εντολοδόχος του Προέδρου Erdoğan, διέπραξε ελιγμό μέσω του σχεδίου της ομοσπονδιακής διοίκησης, καθώς έτσι αλλάζει εν όλω το καθεστώς διοίκησης, με τους Τουρκοκύπριους να δύνανται να ασκούν βέτο.
Στον αντίποδα, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης διαπράττει, απροκάλυπτα, υποχωρήσεις σε ζητήματα κομβικής σημασίας και διακρίνεται από μία επιθετική διάθεση για την άμεση επίλυση του ζητήματος χωρίς να σκέπτεται τι θα σημαίνει η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας ή αν θα διατηρηθούν τα εθνικά συμφέροντα των ελλήνων της νήσου. Παραδόξως, η ελληνική κυβέρνηση στο ζήτημα αυτό δεν ακολουθεί τον κατήφορο που ακολουθεί στα υπόλοιπα. Ο ΥΠΕΞ κ. Κοτζιάς έθεσε με ρητό τρόπο το αυτονόητο: Λύση δεν νοείται χωρίς την αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και την κατάργηση των εγγυήσεων. Στην ίδια κατεύθυνση, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κ. Παυλόπουλος τονίζει διαρρήδην πως η συμφωνία θα πρέπει να σέβεται τόσο το Ευρωπαϊκό κεκτημένο, αλλά και το σύνολο του διεθνούς δικαίου, απορρίπτοντας και αποκλείοντας οποιαδήποτε περιθώριο για τη κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το ερώτημα που εμπίπτει στο σημείο αυτό είναι το ακόλουθο: Κατά πόσο αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση της Κύπρου τις διαστάσεις των συνεπειών της κατάλυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας για την ίδια και τον ελληνισμό εν γένει;
Ο παραδειγματικός Θουκυδίδης μας διδάσκει πως ο έχων την ισχύ επιβάλλει αυτό που του επιτρέπει η δύναμη του, ενώ ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται ή… εξαφανίζεται. Το διεθνές σύστημα εκτός από άναρχο και ανταγωνιστικό τιμωρεί τα λάθη των κρατών, δή των αδύναμων. Οπότε εκτός από τη μάκρο-εικόνα των πραγμάτων, οφείλουμε να λαμβάνουμε υπόψιν και τη μίκρο-εικόνα. Εν προκειμένω αυτό εδράζεται στην λήψη ορθολογικών αποφάσεων από τον Κύπριο ηγέτη που θα στηριχτούν σε ορισμένες προϋποθέσεις ώστε η λύση να είναι βιώσιμη, να εξυπηρετεί τα εθνικά συμφέροντα των Ελλήνων της Κύπρου, ενώ ταυτόχρονα να συνάδει με το σύνολο του διεθνούς και ευρωπαϊκού δικαίου.
Η ελπίδα σύμφωνα με τον Θουκυδίδη, είναι από τη φύση της σπάταλη. Στηριζόμαστε λοιπόν στο συλλογικό ένστικτο επιβίωσης των Ελληνοκυπρίων που εμπειρικά θα λειτουργήσει όπως και με το αθέμιτο σχέδιο Ανάν. Όσο για τους νεο-έλληνες, οφείλουμε επιτέλους να αντιληφθούμε τη στρατηγική σύνδεση Ελλάδας (Θράκη – Αιγαίο) και Κύπρου και να προβληματιστούμε ευρύτερα για τον ελληνισμό και τη συνοχή του.
1 σχόλιο
Υπέροχο άρθρο, μπράβο φίλε μου !