Τα βρετανικά ΜΜΕ αναφερόμενα στο φλέγον ζήτημα της επιστροφής των Ελγινείων Μαρμάρων διχάζουν την διεθνή κοινή γνώμη.
Πολλοί, μιά από αυτούς είναι και η Έλεν Σμίθ της The Guardian, υποκλίνονται στην ιστορία που αντιπροσωπεύουν τα Μάρμαρα του Παρθενώνα και στο μεγαλείο της Ακρόπολης παίρνοντας σαφή θέση υπέρ της Ελλάδας σ’ένα θέμα που οι προσπάθειες για την επίλυσή του ξεκίνησαν ήδη από την εποχή του Βασιλιά Όθωνα, το 1834.
Δυστυχώς, αυτό το «ιστορικό λάθος», όπως το χαρακτηρίζει η ίδια η Σμίθ, δεν φαίνεται να θέλει να το διορθώσει το Ηνωμένο Βασίλειο αφού εδώ και 15 μήνες δεν έχει δώσει καμία απάντηση στην UNESCO, τον οργανισμό των Ηνωμένων Εθνών για την παγκόσμια πολιτιστική κληρονομιά , όσον αφορά την διαπραγμάτευση αυτού του ζητήματος.
Η πρόσφατη επίσκεψη της Αμάλ Αλαμουντίν- Κλούνει στην Αθήνα που, πολύ έξυπνα, προσέλαβε η ελληνική κυβέρνηση για την παροχή νομικών συμβουλών, πυροδότησε την ήδη επιθετική συμπεριφορά του Ηνωμένου Βασιλείου.
Ο δημοσιογράφος Τζέρεμι Πάξμαν χαρακτηρίζει, σ’ένα σχεδόν υβριστικό άρθρο για την The Telegraph, την ελληνική προσπάθεια ως «ένα πολιτικό επιχείρημα όπου ο φτωχός(;) μεσογειακός πολιτισμός απαιτεί την αποκατάσταση από την ιμπεριαλιστική δύναμη». Ταυτόχρονα, υποστηρίζει πως ο λόγος που η Ελλάδα ανήκει στην ΕΕ ειναι αυτή η πολιτιστική κληρονομιά. Ο Πάξμαν συνεχίζει γράφοντας, ότι το μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο φτιάχτηκε με χρήματα που δεν υπάρχουν κατά τον ίδιο, «είναι μοναδικό γιατί έχει σκοπό να επιδείξει όχι τι έχει, αλλά τι δεν έχει στην κατοχή του».
Σε αυτό το σημείο θα πρέπει μάλλον να συμφωνήσω με τον εν λόγω κύριο καθώς ο σκοπός του μουσείου, που για δεκαετίες οι Βρετανοί υποστήριζαν πως έπρεπε να φτιαχτεί, είναι ακριβώς αυτός! Ναι, το μουσείο της Ακρόπολης δεν έχει τα Ελγίνεια, δεν έχει την Αφροδίτη της Μήλου ή την Νίκη της Σαμοθράκης και δεν τα έχει γιατί εκτίθενται σε άλλα – παγκοσμίου φήμης – μουσεία.
Παρά, λοιπόν, την προκλητική συμπεριφορά του Βρετανικού Μουσείου και την μόνιμη άρνησή του να συνεργαστεί με τις προσπάθειες που γίνονται για την επιστροφή των Γλυπτών, εάν η ελληνική πλευρά πετύχει το στόχο της, θα ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου για την διεκδίκηση έργων τέχνης όχι μόνο ελληνικών αλλά και άλλων πολιτισμών. Παράλληλα, αυτό θα δρούσε ενθαρρυντικά και θα έδινε νέα πνόη στην Ελλάδα της κρίσης.
Όποιο όμως και να είναι το αποτέλεσμα, προσωπικά, είμαι ευγνώμων που τα ελληνικά αγάλματα εκτίθενται, έστω, στο Βρετανικό Μουσείο γιατί με αυτόν τον τρόπο 4.6 εκατομμύρια άνθρωποι κάθε χρόνο μπορούν και θαυμάζουν τον ανεξάντλητο πλούτο αυτού του “φτωχού” μεσογειακού πολιτισμού, παρά το γεγονός ότι κατά καιρούς δεν τους συμπεριφέρθηκαν όπως τους άξιζε.