Το όραμα του Ντε Γκωλ για μια Ένωση – διαμορφωτή του διεθνούς σκηνικού και των εξελίξεων μπορεί να πήρε σάρκα και οστά, όπως και αυτό του. Παρόλα αυτά, δεν υλοποιήθηκε σωστά και αυτή την στιγμή βρισκόμαστε εν μέσω της μεγαλύτερης κρίσης στην ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου τα θεσμικά όργανα καλούνται να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο. Είναι τα θεσμικά όργανα, όμως, ικανά για να βγάλουν την Ένωση από το αδιέξοδο που συνεχώς μεγαλώνει;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση τις περισσότερες φορές δεν αντιδρούσε στα διεθνή ζητήματα με μία κοινή εξωτερική πολιτική παρά την ύπαρξη του μηχανισμού της ΚΕΠΠΑ, αλλά κάθε κράτος – μέλος, ανάλογα με τις δυνατότητες που είχε, αντιμετώπιζε ξεχωριστά τα διεθνή προβλήματα, με παρεπόμενο να διακρίνονται τα “αδύναμα” κράτη. Ένα άλλο “φάουλ” της Ένωσης είναι ότι δεν έδωσε βάση στην κοινή νομισματική πολιτική, και το πλήρωσε με την αναπάντεχη οικονομική κρίση να στραγγαλίζει τα κράτη – μέλη της.
Όμως, σε ένα κόσμο που η παγκόσμια σκακιέρα μεταβάλλεται και τα διεθνή ζητήματα πολλαπλασιάζονται η Ένωση ταλανίζεται και από ασύμμετρες απειλές. Το μεταναστευτικό και τα τρομοκρατικά χτυπήματα είναι τα φλέγοντα θέματα της ευρωπαϊκής ατζέντας και πλέον έχουμε περάσει από την οικονομική κρίση σε ανθρωπιστική δίχως τέλος. Η Ελλάδα αποτελεί πόλο έλξης μεταναστών και μαζί με την Ιταλία, μέσω της νήσου Λαμπεντούζα, καθίστανται ως οι κύριες πύλες εισόδου προσφύγων στην Ευρώπη. Η γενικότερη οικονομική κρίση της “Γηραιάς Ηπείρου” δεν εμπόδισε την διέλευση των μεταναστών για την αναζήτηση καλύτερης ποιότητας ζωής, αλλά αντιθέτως μετά τις πολιτικές αλλαγές της “Αραβικής Άνοιξης” το φαινόμενο έγινε εντονότερο. Οι περισσότεροι πρόσφυγες δεν καταφέρνουν καν να φτάσουν ζωντανοί ή και όταν το κατορθώνουν πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης από το κράτος υποδοχής. Με την οικονομική κρίση να γιγαντώνεται, τα κράτη υποδοχής δυσχεραίνουν τις συνθήκες διαβίωσης των μεταναστών, καθώς δεν μπορούν να απορροφηθούν από το κοινωνικό σύνολο και η κατάσταση γίνεται όλο και πιο δύσκολη για όλο το κράτος και η πολυπόθητη ανάπτυξη φαντάζει απρόσιτη. Η Ελλάδα, το τελευταίο διάστημα, ήταν η χώρα που δέχθηκε εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες με χιλιάδες νεκρούς στις ακτές της και αποτέλεσε μείζον θέμα για την επανεξέταση της ασφάλειας των θαλάσσιων και χερσαίων συνόρων της.
Η μετανάστευση σε συνδυασμό με την έλλειψη ελέγχου των συνόρων επέτρεψε την διείσδυση τρομοκρατών στο εσωτερικό της Ένωσης και αυτό ήταν ένα από τα μεγαλύτερα πλήγματα που υπέστη. Η τρομοκρατία δεν είναι κάτι νέο, αλλά ήταν εσωτερικό φαινόμενο, τώρα όμως μιλάμε για έναν οικουμενικό πόλεμο που δεν γνωρίζει σύνορα, γεγονός που κάνει την ιδέα της νίκης απόλυτα εξωπραγματική. Όλοι κατηγορούμε το Ισλάμ και τις φανατικές διαστάσεις που έχει πάρει, όμως μας είναι δύσκολο να κατανοήσουμε ότι ήταν αποτέλεσμα της συμπεριφοράς της “πολιτισμένης” Δύσης. Το δημιούργημα του George W. Bush, όταν εξαπέλυσε αυτόν τον ανώφελο πόλεμο τον Οκτώβριο του 2001 στο Αφγανιστάν και τον Μάρτιο του 2003 στο Ιράκ.
Τώρα, η Ευρώπη καλείται να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της υποτίμησης των συνόρων της και έναν πολλαπλασιασμό των πρωταγωνιστών στο πεδίο της βίας. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις στο Παρίσι, όπως και εκείνη της ομαδικής σφαγής στο περιοδικό Charlie Hebdo, τον περασμένο Ιανουάριο, στοχεύουν να πλήξουν την καρδιά των αρχών και των αξιών που αντιπροσωπεύει η Ευρώπη. Είναι μία κρίσιμη στιγμή για την Ένωση, τις κυβερνήσεις και τους θεσμούς της, να δράσουν με αλληλεγγύη στην καταπολέμηση της τρομοκρατίας, στην διατήρηση της πολυπολιτισμικότητας και του δημοκρατικού πολιτικού διαλόγου. Το προσφυγικό – μεταναστευτικό ζήτημα και οι τρομοκρατικές επιθέσεις οφείλουν να λειτουργήσουν ως ζητήματα που απαιτούν την εμβάθυνση της ενοποίησης της Ευρώπης και όχι τον ασφυκτικό περιορισμό της. Είναι καιρός για την Ένωση να ανασυνταχθεί, να περάσει στην προάσπιση των αρχών ελευθερίας, στην υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, με σταθερή βούληση για περαιτέρω ενοποίηση, διαχέοντας ένα σταθερό μήνυμα κατά του τυφλού φανατισμού και της έξαρσης του εθνικισμού.