Το ευρωπαϊκό δίκαιο αποτελεί έναν από τους νεώτερους και ταχύτατα εξελισσόμενους κλάδους δικαίου, με εντυπωσιακό εκτόπισμα στην σύγχρονη έννομη τάξη. Μερικότερη έννοια αυτού αποτελεί το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή Ενωσιακό Δίκαιο, που νοείται ως το σύστημα αρχών και κανόνων που διατυπώθηκαν σταδιακά -αρχικά στο πλαίσιο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ως κοινοτικό δίκαιο) και μετέπειτα (μετά την Συνθήκη του Maastricht, που ετέθη σε εφαρμογή το 1993) στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ως ενωσιακό δίκαιο, όπως πλέον έχει καθιερωθεί να αποκαλείται). Διέπει την οργάνωση και λειτουργία των οργάνων της Ένωσης, καθορίζει την συμπεριφορά των υποκειμένων δικαίου αυτής και τον τρόπο επίλυσης διαφορών που προκύπτουν ανάμεσά τους. Οι πηγές του ποικίλουν, διακρινόμενες -σε πρώτο χρόνο- σε άγραφες και γραπτές. Το κείμενο που ακολουθεί βασίζεται στην σχετική επισκόπηση του καθηγητού της Νομικής Σχολής Αθηνών κ. Βασίλειου Χριστιανού.
Οι άγραφες πηγές του ενωσιακού δικαίου έχουν κατά βάση δύο δεξαμενές προέλευσης: τις γενικές αρχές του δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Οι γενικές αρχές δικαίου αποτελούν θεμελιώδεις -νομικού περιεχομένου- κανόνες που ισχύουν αόριστα σε σύμπασα την ενωσιακή έννομη τάξη, διέποντες την δράση των οργάνων και επιβάλλοντες ειδικότερους νομικούς κανόνες που τις εξειδικεύουν. Προκύπτουν κυρίως από την νομολογία, δηλαδή την κρίση και την ερμηνεία του Δικαστηρίου επί υποθέσεων που άγονται κατά καιρούς ενώπιόν του, όπως η «αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας». Πρέπει να καταστεί σαφές ότι τόσο η παραγωγή-δημιουργία όσο και ο βαθμός εξελισσιμότητας αυτών αποτελούν έργο κατά κύριο λόγο του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μπορεί επίσης να πρόκειται και για αρχές του Δημοσίου Διεθνούς Δικαίου ή μεικτές αρχές αμφότερων των κλάδων, που θα ηδύναντο όμως να βρουν πρόσφορο έδαφος εφαρμογής και στο ενωσιακό πλαίσιο. Περαιτέρω, υπάρχουν γενικές αρχές που είναι κοινές στα δίκαια των Κρατών-Μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η «ισότητα ενώπιον του νόμου», που ορίζεται ρητώς στο άρθρο 4 του ελληνικού Συντάγματος.
Άγραφη πηγή του ενωσιακού δικαίου αποτελούν και τα Θεμελιώδη Δικαιώματα, που θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να παρέχουν εχέγγυα τουλάχιστον ισότιμης και ισοδύναμης νομικής προστασίας με αυτήν που παρέχει το εσωτερικό δίκαιο (κατ’ ουσίαν οι συνταγματικές διατάξεις) ενός εκάστου των Κρατών-Μελών. Αυτό σημαίνει ότι η προστασία που παρέχει σχετικά το ενωσιακό θεσμικό πλαίσιο δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να είναι ελάττων με αυτή που χαίρουν οι ιδιώτες σε εθνικό επίπεδο. Σε ενωσιακό επίπεδο, αρμόδιο για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που κατά το άρθρο 6 παρ.1 της Συνθήκης της Ε.Ε. ερμηνεύει και εφαρμόζει τις συνθήκες στο πλαίσιο των κοινών συνταγματικών παραδόσεων των Κρατών-Μελών (εμπεριεχομένου και του νομικού πλαισίου προστασίας της Ε.Σ.Δ.Α.) και των σχετικών με τα ανθρώπινα δικαιώματα Διεθνών Συνθηκών, μεριμνώντας έτσι για την εξασφάλιση της υψηλότερης δυνατής εγγύησης αυτών.
Πέραν των προαναφερθέντων άγραφων πηγών, υπάρχουν και οι γραπτές, που με την σειρά τους διακρίνονται σε αυτές που συνιστούν το πρωτογενές και το παράγωγο δίκαιο. Το πρωτογενές δίκαιο αποτελείται από τις βασικές συνθήκες (Συνθήκη της Ε.Ε. και Συνθήκη για την Λειτουργία της Ε.Ε. – Σ.Ε.Ε. & Σ.Λ.Ε.Ε. αντίστοιχα) όπως τροποποιήθηκαν από την Συνθήκη της Λισσαβώνας, τα Πρωτόκολλα που προσαρτώνται σε αυτές, τις τροποποιήσεις αυτών και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων. Μια ειδική νομική βάση εκ της οποίας «πηγάζει» το ενωσιακό δίκαιο είναι οι Διεθνείς Συμφωνίες που συνάπτει η Ε.Ε. με τρίτα Κράτη ή Διεθνείς Οργανισμούς, βάσει των αρμοδιοτήτων της. Μετά την έναρξη ισχύος τους αποτελούν τμήμα του Ενωσιακού Δικαίου και το Δικαστήριο είναι αρμόδιο για την εφαρμογή τους.
Ιδιαίτερη σημασία για το έργο των νομικών επιστημόνων και των άλλων οραματιστών της δυναμικής εξέλιξης και δικαιικής παντοκρατορίας του ενωσιακού δικαίου έχουν οι πράξεις των οργάνων της Ε.Ε., που συνιστούν το παράγωγο δίκαιο αυτής. Εδώ θα γίνει λόγος για τις Αποφάσεις, τις Συστάσεις, τις Γνώμες, τους Κανονισμούς και τις Οδηγίες.
Οι Αποφάσεις είναι δεσμευτικές για τους αποδέκτες της (Κράτη-Μέλη ή ιδιώτες), που οφείλουν να συμμορφωθούν στο περιεχόμενό τους. Αντιθέτως, οι Συστάσεις (έργο κυρίως της Επιτροπής η έκδοση αυτών) και οι Γνώμες δεν αποτελούν δεσμευτικές πράξεις. Εξαιρετικής νομικής αξίας και επιστημονικού ενδιαφέροντος ζήτημα είναι η εξέταση των Κανονισμών και των Οδηγιών, που καθορίζουν τον τρόπο δράσης και τις επιμέρους πολιτικές των εκάστοτε εθνικών Κυβερνήσεων και επηρεάζουν άμεσα την ζωή των Ευρωπαίων πολιτών.
Οι Κανονισμοί έχουν γενική ισχύ, δηλαδή αφορούν σε γενική και αφηρημένη κατηγορία προσώπων. Εκδίδονται από το Συμβούλιο της Ευρώπης αυτοτελώς ή σε συνεργασία με το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, την Επιτροπή και (κατόπιν εξουσιοδότησης) από την Ευρωπαϊκή Κεντρικής Τράπεζα. Πρόκειται για δεσμευτική νομοθετική πράξη που δεν μπορεί να εφαρμοσθεί μερικώς ή επιλεκτικώς, αλλά στο σύνολο της ουσίας της. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του Κανονισμού είναι ότι έχει «άμεση ισχύ», δηλαδή δεν απαιτεί την παρέμβαση των κρατικών εξουσιών (νομοθετικής, εκτελεστικής ή κανονιστικής) προκειμένου να ισχύσει στο Κράτος. Αυτό σημαίνει ότι γεννά δικαιώματα και υποχρεώσεις για τους ιδιώτες και το Κράτος από το χρονικό σημείο της έναρξης ισχύος του. Μάλιστα, σύμφωνα με σχετική απόφαση της «Επιτροπής κατά Ιταλίας» (1972), η αναπαραγωγή του Κανονισμού μέσω εθνικών πράξεων συνιστά παραβίαση του ενωσιακού δικαίου! Διακρίνεται σε βασικό Κανονισμό και σε Κανονισμό εφαρμογής, που σε κάθε περίπτωση πρέπει να είναι σύμφωνος με τον βασικό.
Τέλος, οι Οδηγίες δεσμεύουν μόνο τα Κράτη στα οποία απευθύνονται. Καθορίζουν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, ωστόσο αφήνουν σε αυτά την ευχέρεια να επιλέξουν τα μέσα επίτευξής του. Ουσιαστικά, η μερική αυτή ελευθερία κίνησης που παρέχεται στα Κράτη την καθιστά μια «ατελή» πράξη, αφού αυτά -λαμβάνοντας υπ’ όψιν αυτό που πρέπει να επιτύχουν- πρέπει να εκδώσουν εθνικές νομοθετικές, εκτελεστικές ή κανονιστικές πράξεις, για να μεταφέρουν ουσιαστικά την Οδηγία στο εσωτερικό τους δίκαιο. Αν λοιπόν τα Κράτη αποστούν από την υποχρέωση μεταφοράς της Οδηγίας ή την μεταφέρουν πλημμελώς, θα έχουν προβεί σε παράβαση.
Εν κατακλείδι, το Ενωσιακό Δίκαιο βρίσκεται ακόμα υπό διαμόρφωση. Αυτό είναι βέβαια κάτι φυσιολογικό, μιας και είναι αρκετά επίκαιρο και «άγουρο», η εξέλιξή του όμως είναι ταχύτατη και η δυναμική του ολοένα και εντεινόμενη. Εναπόκειται στο εγγύς μέλλον να κριθεί αν διαχέεται στην σύγχρονη έννομη τάξη με το χαρακτηριστικό της βιωσιμότητας, δηλαδή της ανθεκτικότητας στον χρόνο, όσο και στην πολιτική βούληση Κυβερνήσεων και πολιτών για την πράγματι, την κατ’ ουσίαν εφαρμογή του.