Αφιερωμένο στον αγαπημένο μου παππού, Χρήστο Γιοβάνη, που «έφυγε» την μέρα που ολοκλήρωσα τη συγγραφή μου
Άλλο είναι το «δίκαιο», άλλο το «Δίκαιο». Η εκ πρώτης όψεως μηδαμινή διαφορά του κεφαλαίου γράμματος «Δ» έρχεται ως «σφήνα» να διακρίνει σε βάθος και με ιδιαίτερη σημασία τις δύο λέξεις, γεννώντας ενδιαφέρουσες συζητήσεις και έντονες διαμάχες για την ουσιαστική διαφοροποίηση των δύο εννοιών – και μάλιστα από την εποχή του Σωκράτη. Σε αυτό το σημείο θα αρκεσθώ να αναφέρω εν συντομία ότι το ζήτημα ανάγεται στην εκ διαμέτρου αντίθετη τοποθέτηση του θετού από το φυσικό δίκαιο.
Πρόκειται για ένα αντικείμενο που εμφανίζει διττή υπόσταση, για μια μετωπική σύγκρουση του γραπτού κι αγράφου στοιχείου, του τυπικού και του ουσιαστικού, του συμβατικού και του γενικώς και ανεξαρτήτως της εκάστοτε κι εκασταχού ανθρώπινης βούλησης ισχύοντος.
«Ὁ ἄνθρωπος φύσει πολιτικὸν ζῷον» κατά τον Αριστοτέλη, που έχτισε μια θεωρία που έμελλε να συνταράξει ολοκληρωτικά τις διάφορες κοινωνικές θεωρήσεις περί του θεμέλιου λίθου σύστασης αυτού του πολύ-ατομικού σχήματος. Το σχήμα της «κοινωνίας», τούτη η μορφή συμβίωσης, αποτελεί το τέλος, δηλαδή τον σκοπό και προορισμό της ανθρώπινης ύπαρξης. Η βούληση και απόφαση αυτή για την (αναγκαία ή μη, πολλή συζήτηση έγινε και επ’ αυτού) σύμπραξη των ανθρώπων έπρεπε να αποκτήσει στέρεο και ασφαλές έδαφος εφαρμογής: εδώ ακριβώς συνίσταται ο λόγος ύπαρξης του δικαίου. Το δίκαιο εμφανίζεται λοιπόν ως μέσον, ως ένα – κατά βάση γραπτό – συμβόλαιο που θα λειτουργούσε ως ρυθμιστής, πυξίδα και παράλληλα χάρτης της ανθρώπινης δραστηριότητας. Συνιστά μία γενικώς ισχύουσα οριοθέτηση των κατ’ αρχήν ελεύθερων κινήσεων των μελών της κοινωνίας, ένα «αναγκαίο καλό» που θα συνεισέφερε στην ισόρροπη ab ovo και a priori επιλαμβανόμενη εποπτεία της δράσης των ανθρώπων, με την μορφή ενός συρματοπλέγματος.
Το συρματόπλεγμα αυτό, που προϋπάρχει κάθε νέας ανθρώπινης ύπαρξης, αποτελεί έναν όρο για την συμμετοχή στο όλον και μία προϋπόθεση – εν είδει μιας σιωπηράς συμφωνίας – για όσους αποφασίζουν να μεταλάβουν των προνομίων της συνύπαρξης. Μπορούμε λοιπόν να κινηθούμε εντός των συνόρων που τίθενται από το συρματόπλεγμα. Αν προσπαθήσει κάποιος να εξέλθει των ορίων αυτών, το πιθανότερο είναι να αγκυλωθεί και να εγκλωβιστεί στα σύρματα: εκεί επιβάλλεται η κύρωση, η ποινή.
Το αίμα που θα κυλήσει από τις πληγές που θα του προκαλέσουν τα αιχμηρά σίδερα είναι η υλοποίηση της τιμωρίας που επιβάλλεται στον παραβάτη, ώστε να συνειδητοποιήσει την σημασία της κίνησής του και να μην την επαναλάβει. Εδώ όμως δεν θα επιμείνω, παρά μόνο στην πρώτη ύλη και την ratio της τοποθέτησης του ορίου αυτού.
Μιλώντας περί δικαίου, ο κοινός νους αυτομάτως παραπέμπεται στους νόμους. Τι είναι όμως οι νόμοι; Είναι, με απλά λόγια, η υλοποίηση της βούλησης του νομοθετικού σώματος, κατά βάση επομένως της Βουλής των Ελλήνων – μιλώντας σε εθνικό επίπεδο. Η ισχύς ενός νόμου παύει αν αυτός καταργηθεί ή και αντικατασταθεί από νεώτερο, μεταγενέστερο δηλαδή αυτού. Η νέα πράξη διαθέτει ίδια τυπική ισχύ με την προηγούμενη, αποτελούσα μια αναμόρφωση της προηγηθείσης απόφασης της Βουλής – αυτό είναι πολύ πιθανόν να οφείλεται στην μεταβολή ή την αλλοίωση του ανθρωπίνου περιεχομένου της έπειτα από εκλογές, ή και απλά σε μεταβολή των συνθηκών και περιστάσεων ενώπιον της ίδιας συνθέσεως, που απλά «μετέβαλε νουν».
Η ζωή επομένως των Ελλήνων πολιτών καθορίζεται τελικώς από νόμους, από απτές αποφάσεις ενός θεσμικού αντιπροσωπευτικού forum, που συνιστούν το λεγόμενο «θετό δίκαιο». Είναι η χειροπιαστή μορφή τιθέμενων κανόνων («δίκαιο») που σε μια ιδεατή Πολιτεία οφείλουν να υλοποιούν και να εξυπηρετούν κατ’ επέκταση την έννοια του «Δικαίου». Το πρόβλημα είναι ότι κατά καιρούς πολλοί αγανακτισμένοι και δύσπιστοι πολίτες προβαίνουν σε επικρίσεις του ισχύοντος συστήματος, υπερτονίζοντας τις αδυναμίες του και υποστηρίζοντας ένθερμα την θέση ότι οι κανόνες δικαίου που εφαρμόζονται στο κοινωνικό σύνολο συχνά δεν αποτελούν πράγματι έκφανση της Δικαιοσύνης και αντίκεινται στο «περί Δικαίου αίσθημα». Όλοι γνωρίζουν το παράδειγμα της Αντιγόνης, που χάριν της προσήλωσης στην έννοια της «Δικαιοσύνης» και της ατομικής της συνείδησής δεν δίστασε να θυσιασθεί για να πολεμήσει αυτό που ψυχικά, ιδεολογικά και πραγματικά δεν ηδύνατο να ανεχθεί: την τυραννία του βασιλιά Κρέοντα, τον άδικο γραπτό του νόμο που θα ανέτρεπε κάθε έννοια δικαίου. Παρέβη έναν γραπτό, έναν ανθρώπινο νόμο, προκειμένου να υλοποιήσει έναν ανώτερο και υπέρτερο: αυτόν που δεν καθοριζόταν από κανέναν Κρέοντα, αλλά που η λογική ενός δικαίου ανθρώπου θα επέβαλε.
Αυτοί οι αντιδραστικοί πολίτες -άλλοτε μια μικρή και άλλοτε πλειοψηφική ομάδα- ως δυνάμει αντισυμβαλλόμενοι ενός άγραφου «κοινωνικού συμβολαίου» συμμετοχής στο κοινωνικό σχήμα αλλά και ακόλουθοι-εφαρμοστές του ιεραρχικώς άνωθεν τιθέμενου δικαίου, έρχονται να αμφισβητήσουν την πρωταρχική συνισταμένη, τον πρωτεύοντα παράγοντα, την πηγή των νόμων: το «Δίκαιο». Αυτό, κατά την άποψή μου, συνιστά η περί δικαίου αντίληψη ενός κοινωνικά συνειδητού, λογικού, έμφρονος, ευαίσθητου και έμπειρου ανθρώπου, πράττοντος προς όφελος και με σκοπό ευεργέτησης του όλου, κατά τις αρχές που επιβάλλει ο κοινωνικός ανθρωπισμός. Δυνητική και προτεινόμενη είναι η αναφορά στον επιπρόσθετο χαρακτηρισμό της «εθνικής» συνείδησης, που θα συμπληρώνει όπου χρειάζεται τα ισχύοντα νομοθετήματα στο εθνικό επίπεδο, που αναγκαία αφορούν στο γεωγραφικό πλαίσιο της χώρας και στους πολίτες της. Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει ότι θα παραβλάπτεται το συλλογικό συμφέρον για την τυφλή εξυπηρέτηση απάνθρωπων και ξένων προς το ανθρώπινο είδος στόχων, που θα δημιουργούν μια διάκριση ανθρώπων και «υπανθρώπων». Αντιθέτως, διευκρινίζω ότι θα πρέπει σε κάθε περίπτωση η απόφαση που λαμβάνεται να εξυπηρετεί χωρικά και ουσιαστικά το πλαίσιο για το οποίο αυτή θεσπίζεται: έκαστο έθνος-κράτος για το δικό του περιεχόμενο και πιο στοχευμένα για την περίπτωσή του, μια ad hoc ρύθμιση! Όλοι αυτοί οι επιθετικοί προσδιορισμοί που περιγράφουν το περιεχόμενο της έννοιας του «Δικαίου» παίζουν έναν σπουδαίο ρόλο για τα ακόλουθα στάδια, συνιστώντας την θεμελιακή βάση στην οποία εδράζεται τόσο η εξουσία του αντιπροσωπευτικού σώματος, όσο και ο λόγος για τον οποίον θα δεχθεί το κάθε μέλος της κοινωνίας να υπακούσει και να συμμορφωθεί στους κανόνες που -κατ’ ουσίαν- ρυθμίζουν την ζωή του και περιορίζουν την δράση του. Αναλυτικότερα, ζητείται η γνώμη ενός «κοινωνικά συνειδητού» ανθρώπου, ενός όντος που γεννιέται, ζει και ολοκληρώνει τον βίο του στο συλλογικό πλαίσιο, όχι απομονωμένος και αποκλεισμένος από τους άλλους: αυτός οφείλει να έχει συναίσθηση της θέσης του, να προνοεί και να λαμβάνει υπ’ όψιν του σε κάθε κίνησή του τους συνανθρώπους του. Ακολούθως, η συνισταμένη της λογικής, της φρόνησης και της αντικειμενικώς ορθής συμπεριφοράς είναι ένας καθοριστικός παράγοντας που ενδεικνύει την πορεία που ο ίδιος πρέπει να ακολουθήσει. Η θέση, ως στόχου, της πρόθεσης πραγμάτωσης του κοινού συμφέροντος σχηματοποιεί εν τέλει δραστικά την έννοια της «Δικαιοσύνης». Πόσο δίκαιη θα ήταν άραγε η εξυπηρέτηση ατομικών σκοπών και η αδιαφορία για το κοινό καλό;
Ακριβώς αυτή την θέση καταλαμβάνει δυνάμει το Σύνταγμα μιας χώρας. Το Σύνταγμα είναι ο θεμελιώδης, γενικός, καθολικός, υπέρτερος κανόνας της εννόμου τάξης. Λειτουργεί πρακτικά ως απόπειρα υλικής απόδοσης – σε αδρές όμως γραμμές! – του πλαισίου και των άκρων ορίων της άυλης έννοιας του «Δικαίου». Το Σύνταγμα μορφοποιεί μια (ημι-)μόνιμη κατάσταση, έναν ιδεολογικό-πολιτικό χώρο στον οποίο υπόκειται κάθε ειδικότερος κανόνας δικαίου, κάθε νόμος. Εξ αυτού διασφαλίζεται το κράτος Δικαίου και το κοινωνικό κράτος, αυτό επιβάλλει τον σεβασμό της ανθρώπινης αξίας και αξιοπρέπειας, το ίδιο θεμελιώνει την ισχύ της δημοκρατικής αρχής. Επίσης, διαθέτει αφ’ εαυτού ασφαλιστικές δικλείδες (δια γενικής όμως πρόβλεψης) σε περίπτωση παραβίασής του, αφήνοντας πολλές φορές στην βούληση του κοινού νομοθέτη (της Βουλής) την εξειδίκευση και συγκεκριμενοποίηση εννοιών και καταστάσεων. Ως απτή λοιπόν μορφή του «Δικαίου» υφίσταται το κείμενο του Συντάγματος. Ως αντεπιχείρημα της άποψης ότι κι αυτό είναι θετό δίκαιο- θα απαντούσα ότι η εμπειρία έχει καταδείξει πως διαθέτει εμφανώς μια βιώσιμη δυναμική στην χρονική διάσταση, καθώς και μια συντριπτικά καθολική αποδοχή και αναγνώριση από τον λαό και την λαϊκή εν γένει βούληση. Εν πάση περιπτώσει, αν κάποιος νόμος δεν εμφανίζεται σύμφωνος με τις γενικές αυτές συνταγματικές αρχές και δεν αρμόζει σε ένα τέτοιο πλαίσιο, μπορεί να κριθεί, σε δικαστικό επίπεδο εξέτασης, αντισυνταγματικός και να παύσει η ισχύς του. Όλα τα ως άνω όμως δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσουν το Δίκαιο στην άγραφη μορφή του – απλά το Σύνταγμα συνιστά μια – με πρόθεση διαχρονικότητας- τυποποίησή του.
Ρύθμιση φυσικά θα υπάρξει για κάθε ζήτημα, θα πρέπει όμως – κατά την άποψή μου – να είναι όχι μόνο «δίκαιη», αλλά πρωτίστως και πρωταρχικώς «Δίκαιη».