Πριν από λίγες μέρες, το «Ποτάμι» ανέλαβε την πρωτοβουλία διεξαγωγής μιας δημόσιας συζήτησης στο Ζάππειο, όπου – παρουσία βουλευτών διάφορων πολιτικών παρατάξεων – εσυζητήθη ενδελεχώς μία ενδεχόμενη μεταβολή του τωρινού εκλογικού νόμου.
Συνοπτικά, το ισχύον εκλογικό σύστημα προβλέπει τα εξής: σύμφωνα με το συνταγματικό κείμενο (άρθρο 51), ο αριθμός των βουλευτών πρέπει να κυμαίνεται μεταξύ 200-300, οριζόμενος με νόμο. Ο εκλογικός νόμος που βάσει αυτού έχει εκδοθεί ορίζει την εκλογή του μεγίστου δυνατού αριθμού, αν και κατ’ αντικειμενική κρίση πρόκειται για έναν εντυπωσιακά υπερβολικό αριθμό που χρειάζεται να απομειωθεί – δεδομένων των κρίσιμων οικονομικών συνθηκών και της αδυναμίας λειτουργίας της δημοκρατίας και των πολιτικών θεσμών. Το όριο εισόδου ενός πολιτικού κόμματος στην Βουλή ορίζεται στο 3%. Αυτό σημαίνει ότι, προκειμένου ένα κόμμα να εκλέξει βουλευτές και να χαίρει κοινοβουλευτικής εκπροσωπήσεως, οφείλει να συγκεντρώσει το 3% των ψήφων των Ελλήνων πολιτών. Κατ’ αυτόν τον τρόπο λοιπόν, εκλέγονται 238 βουλευτές στις διάφορες εκλογικές περιφέρειες, 12 βουλευτές Επικρατείας (με «λίστα», δηλαδή προδιαμορφωμένο εξ εκάστου πολιτικού κόμματος κατάλογο) και 50 βουλευτές παρέχονται – εν όψει «δώρου-πριμ-ενίσχυσης» – στο πρώτο κόμμα, κατά το «σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής».
Οι προτάσεις που κατέθεσε σε δημόσια διαβούλευση το «Ποτάμι» έχουν πηγή εμπνεύσεως το γερμανικό εκλογικό πρότυπο, προσαρμοσμένο όμως στα ελληνικά δεδομένα και τις ιδιάζουσες περιστάσεις. Κατ’ αρχάς, προβλέπει την ελάττωση του αριθμού των βουλευτών από 300 σε 255, μειώνοντας παράλληλα τα ετήσια έξοδα του εθνικού προϋπολογισμού κατά 8 εκατομμύρια ευρώ. Το μέτρο αυτό κρίνεται ως αναγκαία επιταγή μιας εποχής όπου οι δημόσιες δαπάνες έχουν περισταλεί, τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα βρίσκονται ένα βήμα πριν την καταφανή παραβίασή τους και οι πολιτικοί θεσμοί εμφανώς υπολειτουργούν: οι βουλευτές, ως αντιπρόσωποι του Έθνους (κατά expressis verbis συνταγματική επιταγή), οφείλουν να επιτελούν το καθήκον τους για εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος κατά το βέλτιστο δυνατόν, απόλυτα προσηλωμένοι και αφοσιωμένοι στις υποχρεώσεις που επιβάλλει το θεσμικό τους αξίωμα. Πρέπει επομένως να τους παρέχεται ο ανάλογος χρόνος και «πολιτικός χώρος» θεσμικής έκφρασης της γνώμης τους κατά την διάρκεια των συνεδριάσεων των Επιτροπών και της Ολομελείας της Βουλής. Δεν είναι άλλωστε λίγες οι έρευνες για τους πλέον λιγομίλητους και ανενεργούς βουλευτές του ελληνικού νομοθετικού σώματος – και το απογοητευτικό του πράγματος είναι ότι πλείονες ανταγωνίζονται για την πρώτη θέση. Επιπροσθέτως, ο αριθμός των Ελλήνων βουλευτών προς το ποσοστό εκείνο του εκλογικού σώματος που εκπροσωπούν είναι εμφανώς δυσανάλογος προς το αντίστοιχο κλάσμα άλλων ευρωπαϊκών κρατών.
Η πρόταση του «Ποταμιού» παρέχει επίσης την δυνατότητα διπλής ψήφου: μιας σε μονοεδρική περιοχή και μιας σε ευρύτερη περιφέρεια. Η μεν πρώτη δίδεται από τον εκλογέα – δια σταυρού προτίμησης σε ενιαίο ψηφοδέλτιο – σε πολιτική προσωπικότητα, ανεξαρτήτως κομματικής προέλευσης, προσφέροντάς του την δυνατότητα να επιλέξει κάποιον πολιτικό βάσει των ικανοτήτων του, εν είδει μεμονωμένης και στοχευμένης προώθησης. Σε δεύτερο στάδιο, ο πολίτης καλείται να επιλέξει, μεταξύ των διάφορων προτεινόμενων συνδυασμών, εκείνον τον πολιτικό φορέα που θα επιθυμούσε να αναλάβει τα ηνία της διακυβέρνησης της χώρας: θα ρίξει επομένως στην κάλπη εκείνο το ψηφοδέλτιο του κόμματος που θα ήθελε να κερδίσει τις εκλογές, χωρίς όμως να υπάρχει η δυνατότητα επιλογής με «σταυρό προτίμησης». Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο μηχανισμός της «σταυροδοσίας» συνδυάζεται με αυτόν της «λίστας», με σκοπό την παροχή ευχερείας στον Πρωθυπουργό να σχηματίσει Κυβέρνηση που θα έχει προ-επιλέξει θεωρητικά τους βουλευτές οι οποίοι θα την στηρίξουν (αφού θα έχει επιλέξει ο ίδιος την σειρά εκλογής τους), ενώ παράλληλα ο ψηφοφόρος – απαλλαγμένος από τα διλήμματα επιλογής μεταξύ των δεκάδων πολιτικών κομμάτων – θα έχει και την ελευθερία να προωθήσει μεμονωμένα εκείνο το πολιτικό πρόσωπο του οποίου ο λόγος πιστεύει ότι αξίζει να ακούγεται στο Κοινοβούλιο.
Επιπλέον, το όριο του 3% διατηρείται για την είσοδο των πολιτικών κομμάτων στην Βουλή. Το κατάτι αυστηρότερο γερμανικό σύστημα θέτει τον πήχυ στο 5%. Ορθότερη κατά την γνώμη μου θα ήταν η επιλογή του μέσου, του 4%, έτσι ώστε ούτε να αποκλείεται ένα ουδόλως ασήμαντο τμήμα του πληθυσμού από την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, ούτε όμως και να κατακερματίζονται οι πολιτικές δυνάμεις σε μεταγενέστερο στάδιο, δυσχεραίνοντας τον σχηματισμό σταθερών και βιώσιμων Κυβερνήσεων.
Καταργείται επίσης το εξωφρενικό bonus των 50 εδρών (όπως προτάθη το 2008 από τον σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κ. Προκόπη Παυλόπουλο – ο δε παλαιότερος του ΠΑ.ΣΟ.Κ. προέβλεπε 40), του οποίου η αδικία κατεφάνη ιδίως στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση του 2012, όταν κερδίζοντας την πρώτη θέση η Νέα Δημοκρατία – κατά ποσοστό περίπου 3% επιπλέον του ΣΥ.ΡΙΖ.Α.- έλαβε και 58 έδρες παραπάνω! Αντ’ αυτού του παράλογου μέτρου, το «Ποτάμι» προτείνει ορθώς την παροχή 1 έδρας ανά δύο εκλογικές μονάδες προς το κόμμα που κατορθώνει να έρθει πρώτο, ιδέα σαφώς αναλογικότερη και δικαιότερη της ισχυούσης. Φυσικό «μαθηματικό» επακόλουθο της ρύθμισης αυτής είναι η επίσημη καθιέρωση της ανάγκης συνεργασίας τουλάχιστον δύο πολιτικών δυνάμεων, προκειμένου να σχηματισθεί Κυβέρνηση που θα χαίρει της δεδηλωμένης εμπιστοσύνης των βουλευτών. Το αίτημα για διάλογο και συναίνεση θα λάβει έτσι νομική επένδυση και κατοχύρωση, απομονώνοντας τις ακρότητες, τα μεγάλα «ΟΧΙ» και τις έντονες κόκκινες γραμμές κι ανοίγοντας τον δρόμο για να αναδεικνύονται «Εθνικές Κυβερνήσεις όλων των Ελλήνων», κι όχι «κομματικές Κυβερνήσεις». Ο αλληλοέλεγχος, η αλληλεξάρτηση και η ανάγκη για συστράτευση και συνεφαρμογή (δι’ αμοιβαίων υποχωρήσεων) πολιτικών προγραμμάτων των κομμάτων θα είναι έτσι δεδομένα στοιχεία του εκλογικού συστήματος, περιορίζοντας αισθητά την πιθανότητα εμφάνισης ανομιών και παρεκβάσεων που θα συνεπήγετο η διακυβέρνηση υπ’ ενός και μόνου, ανέλεγκτου σε συμπολιτευτικό επίπεδο, πολιτικού κόμματος.
Τέλος, παρέχεται η δυνατότητα ψήφου στους Έλληνες ομογενείς. Κατ’ αυτό τον τρόπο, οι Έλληνες του εξωτερικού θα εκλέγουν 5 βουλευτές, χαίροντες έτσι εκπροσώπησης στο νομοθετικό σώμα της χώρας καταγωγής τους. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η φωνή τους πρέπει να ακούγεται στο ελληνικό Κοινοβούλιο, μηδενίζοντας την απόσταση που τους χωρίζει από την μητέρα-Πατρίδα, ιδίως σε μια εποχή που ο εξαναγκασμός για μετανάστευση και ξενιτεμό μαστίζει την ελληνική κοινωνία. Ο Ελληνισμός της Ομογενείας είναι πράγματι η άσβεστη φλόγα της ελληνικής Πολιτείας στο εξωτερικό που θα πρέπει να ενδυναμωθεί, καθώς θεωρείται κρίσιμη για τα μείζονα εθνικά ζητήματα και την εκάστοτε διατήρηση διεθνικών σχέσεων.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι η κατατεθείσα «πρόταση-πρωτοβουλία» του «Ποταμιού» είναι αρκετή για να πυροδοτήσει έντονες συζητήσεις για σοβαρές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες βεβαίως έχει ανάγκη ο τόπος μας. Η προώθηση της δημοκρατίας, της αξιοκρατίας και της δικαιοσύνης είναι οπωσδήποτε ένα θεμιτό κίνητρο ώστε ένας νέος νόμος να τεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μεταξύ των πολιτικών κομμάτων· διαπραγματεύσεις που όμως οφείλουν να εξυπηρετούν το εθνικό συμφέρον, και όχι μικροπολιτικές σκοπιμότητες. Μια ριζική μεταβολή – ιδίως αν επιτευχθεί δι’ ομοφωνίας των πολιτικών δυνάμεων – θα προσδώσει μείζονες θεσμικές εγγυήσεις στην ομαλή λειτουργία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας, αποκαλύπτοντας και αποφεύγοντας πλέον τα ποικίλα μελανά σημεία της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. Τον λόγο έχει τώρα η Κυβέρνηση.