Η αλληλεγγύη, αποτελεί δυστυχώς, μια έννοια που ο καθένας την κόβει και την ράβει στα μέτρα του και την χρησιμοποιεί αυθαίρετα και καταχρηστικά σε μια σωρεία θεμάτων. Η έννοια της αλληλεγγύης μέσα στην Ένωση όμως είναι συγκεκριμένη και αποτελεί ένα θεμελιώδες ιδανικό που είναι απαραίτητο για την διατήρηση, την συνέχιση αλλά και την ολοκλήρωση της. Η αλληλοβοήθεια, λοιπόν, και το αίσθημα ενότητας μεταξύ κρατών με κοινούς στόχους και συμφέροντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση γνωρίζει μια ισχυρή ηθική (και όχι μόνο) κατάπτωση. Στις μέρες της (ακόμα σε εξέλιξη) προσφυγικής κρίσης δε, η κατάσταση γίνεται ολοένα και πιο ανησυχητική. Ένα μείζον, κατά τη γνώμη μου, ζήτημα που αναδεικνύει δυστυχώς την έλλειψη αλληλεγγύης στην Ένωση είναι η αδυναμία συμφωνίας σε μια πιο συγκροτημένη πολιτική στο θέμα του ασύλου. Ένα θέμα στο οποίο όλοι συμφωνούν (και από πολύ πιο νωρίς μάλιστα) ότι χρήζει βελτίωσης για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, αλλά αποτυγχάνουν να συννενοηθούν.
Το «Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου» γεννήθηκε όταν θεσμοθετήθηκε η Σύμβαση του Δουβλίνου το 1990 και υιοθετήθηκε το 1997 με τον Κανονισμό του Δουβλίνου Ι, ΙΙ (2003) και ΙΙΙ (2013). Η λογική που την διέκρινε ήταν καθαρά γραφειοκρατική. Κατά βάση, το νομικό πλαίσιο έδινε απάντηση στο ποιά χώρα θα ήταν υπεύθυνη να αναλάβει την επεξεργασία του αιτήματος ασύλου ενός πρόσφυγα, και αυτή ήταν η πρώτη χώρα εισόδου. Με αυτόν τον τρόπο, ο αιτών αποτρεπόταν από το να υποβάλει πολλαπλές αιτήσεις στα κράτη μέλη αλλά και από την περιφορά του από κράτος σε κράτος για να εξετασθεί το αίτημα του. Ανεξαρτήτως από την επιτυχία ή την αποτυχία της αρχικής ιδέας, αυτή η ρύθμιση με την πάροδο των χρόνων δημιούργησε περισσότερα προβλήματα από αυτά που καλούταν να επιλύσει.
Ο χαρακτήρας του «Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου» φάνηκε περιορισμένος και κατώτερος των περιστάσεων δεδομένων των αναλογιών του προβλήματος της προσφυγικής κρίσης. Για να το θέσουμε απλά, όλες οι θεσμοθετήσεις που έγιναν στα πλαίσια του κοινού συστήματος δεν είχαν γνώμονα μεγέθη εισροών τέτοιου είδους και ειδικά όταν οι εισροές συγκεντρώνονται σε 2 – 3 χώρες. Μην ξεχνάμε πως το 2015 μόνο, η χώρα μας είχε τουλάχιστον 12.000 αιτήσεις ασύλου ενώ περισσότεροι από 800.000 άνθρωποι διαπέρασαν στη χώρα μας από τη θάλασσα. Και πέρα από την προφανή δυσανάλογη κατάσταση, η αναποτελεσματικότητα του συστήματος ουσιασιαστικά επικυρώνεται με τις αποφάσεις της πλειονότητας των ευρωπαϊκών κρατών να εφαρμόσουν τους κανονισμούς κατ’ επιλογήν, είτε εγκαταλείποντας το δικαίωμα τους να στείλουν πίσω τους πρόσφυγες στις χώρες υποδοχής είτε υψώνοντας φράχτες στα σύνορα για να σταματήσουν οι ροές. Άλλωστε οι κανονισμοί δεν καταπατήθηκαν μόνο στο βωμό της «έκτακτης» κρίσης. Τόσο στην Ιταλία όσο και στην Ελλάδα τα προηγούμενα χρόνια υπήρχε μια γενικότερη απρόθυμη τάση στις τοπικές αρχές να αναλάβουν την ολοκλήρωση μεταφοράς και καταγραφής των προσφύγων.
Αλλά δεν είναι μόνο η μη λειτουργικότητα το πρόβλημα με το υπάρχον σύστημα. Το πρόγραμμα ποτέ δεν έλαβε την επαρκή χρηματοδότηση για να τρέξει ολοκληρωμένα, δεν είχε εσωτερική συνοχή, δεν υπήρξε ορατότητα για τους πολίτες και το πιο σημαντικό, δεν ήταν ποτέ δίκαιο στο μοίρασμα των ευθυνών προς τα κράτη και πίεζε ασφυκτικά τις χώρες που βρίσκονται στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ελλάδα, Ιταλία, Βουλγαρία). Οι πρώτες χώρες υποδοχής των νοτιοανατολικών εξωτερικών συνόρων καλούνταν να διαχειριστούν σχεδόν όλες τις αιτήσεις για άσυλο από ένα διαρκές κύμα προσφύγων και όπως ήταν αναμενόμενο η μπάλα χάθηκε. Και όταν μιλάμε για «μπάλες που χάνονται», δεν μιλάμε απλώς για μια αποτυχία πολιτικής. Μιλάμε για ανθρώπους που πεθαίνουν στη Μεσόγειο προσπαθώντας να φτάσουν στις ακτές της Ευρώπης! Και οι τραγωδίες είναι τόσες πολλές τον τελευταίο χρόνο που η αφοσίωση της Ευρώπης στα ανθρώπινα δικαιώματα είναι αμφισβητήσιμη. Αν μη τι άλλο, όταν τέτοιες πληγές δημιουργούν κενά, κάποιος θα έρθει να τα καλύψει, και στην περίπτωση μας αυτός ο κάποιος είναι οι εθνολαϊκιστικές φωνές του φόβου, της μισαλλοδοξίας και του αλληλοσπαραγμού.
Τα ζητήματα αλληλεγγύης που προκύπτουν μέσα από την εξέταση του υπάρχοντος συστήματος, είναι διπλής φύσης, και έχουν να κάνουν τόσο με την βασική του ιδέα και δομή, όσο και με την απουσία βούλησης των ηγετών επιτέλους να τροποποιηθεί. Ένα αληθινά «Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου» πρέπει να θεμελιώνεται από τις αρχές της αλληλεγγύης που βασίστηκε η Ένωση. «Κοινό» για όλα τα κράτη – μέλη, «Ευρωπαϊκό» χωρίς να αφήνει τα κράτη – μέλη να αντιμετωπίζουν τις αντιξοότητες ατομικά. Η ερχόμενη Σύνοδος Κορυφής του Μαρτίου θα κρίνει αν είναι δυνατόν να συγκροτηθεί ένα τέτοιο νομικό πλαίσιο που θα πλαισιώσει ένα κεντρικά σχεδιασμένο σύστημα ασύλου που ισο – μοιράζει τις ευθύνες παροχής ασύλου στα κράτη και εφαρμόζει μια δίκαιη αρχή ποσοστώσεως, και γιατί όχι και μια αναβάθμιση του ρόλου της Frontex στην εκτέλεση και την διαφύλαξη του. Σε ένα απαξιωμένο σύστημα από το ίδιο το σώμα που το δημιούργησε, σε ένα σύστημα που η συντριπτική πλειονότητα κρίνει ότι είναι αναχρονιστικό και ανεπαρκές απομονώνοντας τα κράτη – μέλη και αφήνοντας τα στη μοίρα τους, η μόνη λύση που απαιτείται είναι «περισσότερη Ευρώπη», μια λύση αλληλέγγυα για όλα τα κράτη – μέλη, μια λύση ως δυνατή γροθιά στις φωνές του διχασμού.