Υπάρχει δυνατότητα υλοποίησης στο μέλλον ενός τόσο φιλόδοξου οράματος στη γηραιά ήπειρο;
Στην περίοδο που διανύουμε, παρατηρούμε ότι η ΕΕ δέχεται πλήγματα από πάρα πολλές πλευρές για ζητήματα μείζονος σημασίας, όπως το προσφυγικό ή η διαχείριση της ελληνικής κρίσης ή το λεγόμενο “δημοκρατικό έλλειμμα” και διάφορα άλλα ζητήματα, τα οποία καταδεικνύουν την δυσπιστία προς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και τον έντονο ευρωσκεπτικισμό. Σε μία εποχή όπου κυριαρχεί η έννοια του έθνους – κράτους παγκοσμίως, ίσως θα ήταν καλύτερα να κοιτάξουμε και την προοπτική της ενίσχυσης των υπερεθνικών θεσμών, καθ’ότι παρά τις διακρατικές αντιπαραθέσεις, τα κράτη επιλέγουν να συνεργάζονται όλο και πιο πολύ μεταξύ τους σε ζητήματα χαμηλής και υψηλής πολιτικής. Προς αυτή την κατεύθυνση, σε όλη την υφήλιο παρατηρούμε σχήματα περιφερειακής ολοκλήρωσης, γεγονός που μαρτυρά την αυξανόμενη αλληλεξάρτηση ανάμεσα στα κράτη και δείχνει ότι μέσα από κοινούς θεσμούς και ομόνοια μπορούν να καταφέρουν πάρα πολλά πράγματα. Στα πλαίσια της ΕΕ η υπερεθνική ολοκλήρωση έχει προχωρήσει αρκετά, ωστόσο λόγω των δυσκολιών της συγκυρίας, έχει μείνει στάσιμη. Με έντονο το στοιχείο των διενέξεων μεταξύ κρατών, ο ομοσπονδισμός μπορεί να δώσει πολύτιμες λύσεις, κάνοντας την ΕΕ πιο αποτελεσματική και λειτουργική, αντιμετωπίζοντας πιο εύκολα τα μεγάλα προβλήματα που συναντώνται σήμερα, με κοινές πολιτικές και θεσμούς, εκφράζοντας όλα τα κράτη ανεξαιρέτως και λειτουργώντας με συλλογικό πνεύμα και ομοψυχία σε όλα τα επίπεδα.
Μέσω του φεντεραλισμού θα δημιουργηθεί μία ομοσπονδιακή κυβέρνηση, όμοια με αυτή που υφίσταται σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Γερμανία, σε συνδυασμό με την κατάργηση του έθνους – κράτους ως οντότητα. Στην περίπτωση της ΕΕ θα μπορούσαμε να πούμε ότι τη νομοθετική εξουσία θα την αναλάμβανε το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο μαζί με το Συμβούλιο της ΕΕ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία θα ήταν ο φορέας της εκτελεστικής εξουσίας και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα ήταν αρμόδιο για τη δικαστική εξουσία, όπως άλλωστε συμβαίνει και σήμερα. Παράλληλα, αξίζει να σημειωθεί ότι οι 28 επίτροποι θα αναλάμβαναν το ρόλο των υπουργών, αρμόδιοι ο καθένας για το αντίστοιχο πεδίο πολιτικής, με βάση και τις αρμοδιότητες που έχουν στη σημερινή εποχή. Αυτό θα οδηγούσε σε αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση και ταχύτερη απονομή της δικαιοσύνης, σε συνδυασμό με γρηγορότερη επίλυση των προβλημάτων που ανακύπτουν ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Επίσης, είναι αναγκαία η δημιουργία ενός ομοσπονδιακού συντάγματος, με κοινή ισχύ για όλους ανεξαιρέτως και με σημεία από τα συντάγματα των κρατών, για να ικανοποιούνται στο μέτρο του δυνατού τα “θέλω” όλων των μελών της κοινότητας. Ταυτόχρονα, ειδικές επιτροπές και από τα 28 κράτη θα συστήνονται για κάθε πεδίο πολιτικής, προκειμένου να λαμβάνονται υπόψιν οι ανάγκες απασών των περιοχών της ενιαίας πολιτικής και οικονομικής οντότητας, με έμφαση στην έννοια του κοινού και του πλουραλισμού. Αυτό βεβαίως προϋποθέτει μεταβίβαση πίστης, νομιμοφροσύνης και προσδοκιών στα υπερεθνικά όργανα και γενναίες υποχωρήσεις και συναινέσεις μεταξύ των δρώντων, προκειμένου το κοινό αυτό ενισχυμένο πλαίσιο να λειτουργήσει με τον αναμενόμενο τρόπο. Τα κράτη οφείλουν να αφήσουν κατά μέρους τις διαφορές που τα χωρίζουν και πρέπει με βάση το κοινό καλό να συνεργαστούν αρμονικά, προκειμένου να πετύχουν ευημερία και πολυεπίπεδη σταθερότητα.
Από την άλλη πλευρά, διαπιστώνουμε ότι τα κράτη δυσκολεύονται να παραχωρήσουν κι άλλη εθνική κυριαρχία στους υπερεθνικούς θεσμούς, ενώ ταυτόχρονα αξίζει να σημειωθεί ότι υπάρχουν και περιπτώσεις όπου τίθεται και ζήτημα επαναπατρισμού αρμοδιοτήτων (βλ. Ηνωμένο Βασίλειο), σε συνδυασμό με αυξημένο ευρωσκεπτικιστικό ρεύμα και έλλειμμα εμπιστοσύνης προς τα υπερεθνικά θεσμικά όργανα. Η αδυναμία επίλυσης των επίκαιρων ζητημάτων που βγαίνουν στο προσκήνιο ενισχυεί το κλίμα δυσπιστίας προς την αποκαλούμενη “γραφειοκρατία” των Βρυξελλών και μειώνει συνεπώς την εμπιστοσύνη προς το όραμα της ομοσπονδιοποιήσης της Ευρώπης, δυσχεραίνοντας την προώθηση της εν λόγω ιδέας. Σε ζητήματα υψηλής πολιτικής τα κράτη επιλέγουν να διατηρήσουν τις αρμοδιότητες για τον εαυτό τους, ενώ επιλέγουν να συνεργαστούν στα θέματα που δε βλάπτουν τα ζωτικά τους συμφέροντα, όπως το εμπόριο, την ενέργεια και τις τηλεπικοινωνίες. Η σύγκρουση συμφερόντων είναι δεδομένη μεταξύ κρατών, καθώς επίσης και η ασύμμετρη διαπραγματευτική ισχύς επηρεάζουν πολύ τις σχέσεις μεταξύ κρατών και αυτό έχει ως αποτέλεσμα να παραμερίζονται τα κοινά συμφέροντα και να δημιουργούνται συμμαχίες και γύρω από τα ισχυρά κράτη να συγκεντρώνονται κράτη – δορυφόροι, με συχνότατες αντεγκλήσεις ανάμεσα στους δρώντες. Είναι, έτσι, πολύ δύσκολο να παραχωρήσουν και άλλες αρμοδιότητες στους υπερεθνικούς θεσμούς, με δεδομένο και το ότι οι πολίτες λόγω των αδυναμιών της ΕΕ εκφράζουν αρνητικά αισθήματα απέναντι στα θεσμικά όργανα, συνεπώς ο φεντεραλισμός ως concept είναι δύσκολο να εφαρμοστεί στην πράξη.
Κλείνοντας, θα φανεί με την πάροδο του χρόνου εάν και κατά πόσο θα προχωρήσει ο φεντεραλισμός ως ιδέα, μαζί με τη δυνατότητα της ΕΕ να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες που υπάρχουν σε πολλά επίπεδα και με τη βούληση των κρατών να εκχωρήσουν κι άλλη εθνική κυριαρχία στα υπερεθνικά όργανα. Σε κάθε περίπτωση, για να εκπληρωθεί αυτό το όραμα χρειάζονται συναινέσεις και υποχωρήσεις και από τις δύο πλευρές, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι που τίθενται από την εν λόγω θεώρηση. Όπως και να έχει, ακόμα και αν δεν υλοποιηθεί η ιδέα του ομοσπονδισμού, η αλληλεξάρτηση και η συνεργασία ανάμεσα στους κρατικούς δρώντες είναι σίγουρο ότι μπορεί να δώσει πολύτιμες λύσεις και να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων που υφίστανται σήμερα. Όσο οι απειλές μεγαλώνουν,τόσο θα ενισχύεται η συλλογικότητα στις αναλαμβανόμενες δράσεις από τις κρατικές οντότητες και ελπίζουμε ότι το συλλογικό καλό θα υπερισχύσει έναντι του ατομικού, προς όφελος της παγκόσμιας σταθερότητας!