Το Ηνωμένο Βασίλειο, μία από τις μεγαλύτερες δυνάμεις στον κόσμο και ένα εκ των 5 μόνιμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, είναι μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη επιρροή στο παγκόσμιο γίγνεσθαι και συμβάλλει με το δικό της τρόπο στην επίτευξη της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας, αλλά και στην παγκόσμια οικονομική ευημερία. Στα πλαίσια της ΕΕ, η εν λόγω χώρα διατηρεί μια πιο επιφυλακτική στάση, ούσα η χώρα (μαζί με την Δανία) με τα πιο πολλά opt-outs από τις Ευρωπαϊκές συνθήκες, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις αυτές για την ΟΝΕ και το χώρο Schengen. Με την επανεκλογή του David Cameron στην πρωθυπουργία της Βρετανίας, μένει να φανεί αν θα υλοποιηθεί η προεκλογική του δέσμευση αναφορικά με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος το 2017. Το διακύβευμα δεν είναι άλλο από την παραμονή ή την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση, με πολλές φωνές εντός του κράτους να ζητούν την επίσπευσή του, πιθανώς και μέσα στο 2016. Είναι, λοιπόν, σημαντικό να εξετάσουμε τις αντικρουόμενες απόψεις που προκύπτουν από την ανάλυση κόστους – οφέλους για το ΗΒ και την ΕΕ σχετικά με το Brexit.
Το Ηνωμένο Βασίλειο παραδοσιακά επεδίωκε ενίσχυση των δεσμών με τις ΗΠΑ και στα 2 πεδία πολιτικής (υψηλή και χαμηλή), πιστή στο αγγλοσαξονικό δόγμα και αντιτιθέμενη σε κάθε σχέδιο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, εκφράζει έντονα το σκεπτικισμό της για τις προοπτικές της ΕΕ. Ενδεικτικό παράδειγμα συνιστά η πρόταση μομφής που κατετέθη σε βάρος του Jean-Claude Juncker από το Βρετανικό UKIP το 2014, δείγμα της δυσαρέσκειας προς τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα και το ρόλο που επιτελούν στην ΕΕ, δεδομένων και των αρμοδιοτήτων που τους έχουν εκχωρηθεί.
Το ΗΒ επιθυμεί επαναδιαπραγμάτευση των όρων ένταξης στην ΕΕ, με επαναπατρισμό αρμοδιοτήτων που παραχωρήθηκαν μέσω των συνθηκών, κάτι που μεταφράζεται σε επιστροφή εθνικής κυριαρχίας από το υπερεθνικό επίπεδο στο εθνικό. Η μη ικανοποίηση των βρετανικών αιτημάτων συνιστά “casus belli” και οδηγεί αυτομάτως σε δημοψήφισμα.
Με μία πιθανή αποχώρηση από την ΕΕ το ΗΒ θα μπορέσει ίσως να αφοσιωθεί πιο ενεργά στο αγγλοσαξονικό δόγμα και να ενισχύσει τις σχέσεις της με τις πρώην αποικίες (Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία κλπ.), κυρίως όμως με το βασικό της εταίρο, τις ΗΠΑ. Ήδη από τη δεκαετία του ’40, οι Βρετανοί αντιτίθεντο στα σχέδια για υπερεθνική ολοκλήρωση στην Ευρώπη, με ενδεικτική τη δήλωση του Winston Churcill: “Είμαστε μαζί σας, αλλά όχι ένας από εσάς”. Προσδεδεμένη στο άρμα των ΗΠΑ, στο πεδίο της υψηλής πολιτικής τάσσεται κατά της δημιουργίας κοινής Ευρωπαϊκής άμυνας, υπογραμμίζοντας τη σημασία του ΝΑΤΟ για την προστασία της Γηραιάς Ηπείρου. Στα λειτουργικά ζητήματα, στηρίζει το άνοιγμα των αγορών στην Ευρώπη, ως μέσο ευκολότερης πρόωθησης των προϊόντων της, γεγονός που συνεπικουρείται από την απουσία κάθε είδους δασμών και τελωνειακών εμποδίων εν γένει. Εν κατακλείδι, απορρίπτει την ευρωπαϊκή ενοποίηση και ασκεί δρυμεία κριτική στην ΕΕ, δείγμα της αρνητικής στάσης της διαχρονικά για εκείνη, σε συνδυασμό με τις αλλαγές που εκείνη επιθυμεί.
Από την άλλη, υπάρχουν και αρνητικές συνέπειες για το ΗΒ και την ΕΕ, κυρίως στο κομμάτι που αφορά την οικονομία και το εμπόριο, αλλά και σε πρεστίζ όσον αφορά τη δεύτερη, καθώς θα αποχωρήσει από αυτή μια χώρα με αδιαπραγμάτευτο κύρος και εγνωσμένη αξία.
Το ΑΕΠ της ΕΕ πρόκειται να μειωθεί σημαντικά, με αποτέλεσμα να υστερήσει έναντι των άλλων ανταγωνιστών της σημαντικά, όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα. Σε περίπτωση αποχώρησης του ΗΒ, το οικοδόμημα της ΕΕ θα δεχθεί ένα βαρύτατο πλήγμα μιας και θα φύγει ένα κράτος το οποίο με το δικό του τρόπο συμβάλλει στη διατήρηση του κύρους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έστω και αν αυτή διέρχεται τη χειρότερη κρίση από καταβολών της. Ταυτόχρονα, με την αποχώρηση του φεύγει και ένα “αντίβαρο” που θα μπορούσε να περιορίσει μαζί με τη Γαλλία τις όποιες ηγεμονικές βλέψεις της Γερμανίας, κάτι που γίνεται για περισσότερα από 70 χρόνια.
Για το Ηνωμένο Βασίλειο έξοδος σημαίνει και μείωση του δικού της ΑΕΠ, ενώ ταυτόχρονα μειώνονται αισθητά οι αγορές στις οποίες μπορεί να προωθήσει ελεύθερα τα προϊόντα της. Θα εκλίπει πλέον το στοιχείο της γεωγραφικής εγγύτητας, που λειτουργεί ενισχυτικά στις εξαγωγές της, συνεπώς θα αναγκαστεί να ψάξει για υπερπόντιες αγορές, χάνοντας το προνόμιο της ελεύθερης διακίνησης προϊόντων. Επίσης, δε θα μπορεί πλέον να εξυπηρετήσει τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Ευρώπη, χάνοντας την ειδική σχέση που έχει αναπτύξει μ’αυτές, κάτι που θα τις οδηγήσει στην ανάπτυξη πιο πολλών δεσμών πιθανότατα με τη Γαλλία, ιδίως μετά την επανένταξη της χώρας στο στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 2009.
Οι ΗΠΑ εκφράζουν την αντίρρησή τους στο ενδεχόμενο του Brexit, διατυπώνοντας σε όλους τους τόνους ότι είναι προς όφελος της Βρετανίας να παραμείνει στην ΕΕ, σ’ένα περιβάλλον όπου ο ανταγωνισμός σε όλα τα επίπεδα γίνεται όλο και μεγαλύτερος, με νέες απειλές να κάνουν την εμφανισή τους (ISIS) και νέους παίκτες να έρχονται στο προσκήνιο (BRICS). Σε κάθε περίπτωση, η Βρετανία εντός του ενωσιακού περιβάλλοντος μπορεί να διαπραγματευτεί πράγματα για την επίτευξη των δικών της σκοπών και να επηρεάσει τα κέντρα λήψης αποφάσεων, διαμορφώνοντας ένα καλύτερο πλαίσιο για μία δικαιότερη και πιο αποτελεσματική Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι οικονομικές ελίτ της χώρας μεταξύ άλλων τάσσονται υπέρ της παραμονής στην ΕΕ, τονίζοντας τις ζοφερές συνέπειες ενός Brexit και διατρανώνουν πως το όφελος της παραμονής είναι πιο μεγάλο από το κόστος της εξόδου. Αν σκεφτούμε την οικονομική ισχύ του Ηνωμένου Βασιλείου, διαπιστώνουμε ότι πρόκειται για ένα lobby με ισχυρή επιρροή στη βρετανική κυβέρνηση που μπορεί να αλλάξει τις ισορροπίες στο εσωτερικό. Την αναγκαιότητα στήριξης της ενωσιακής προοπτικής της Βρετανίας, τόνισαν τόσο η Γαλλία όσο και η Γερμανία, καταδεικνύοντας τη σημασία που εκείνη έχει για την ενωμένη Ευρώπη, γεγονός που μαρτυρά τη σοβαρότητα του ζητήματος αυτού και για τις δύο πλευρές, αλλά και για τις ΗΠΑ.
Κλείνουμε με μία ρήση του Barack Obama, προέδρου των ΗΠΑ: ”Χρειαζόμαστε μία ισχυρή Βρετανία μέσα σε μία ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση”.