Η οικογένεια αποτελεί παραδοσιακά ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής κουλτούρας, της παράδοσης, της ιστορικής διαδρομής μέσα στον χρόνο και κατ’ επέκταση ένα ισχυρό θεσμικό στοιχείο που διέπει την ελληνική κοινωνία στο σύνολο της. Η θέση της οικογένειας εξακολουθεί να βρίσκεται σε περίοπτη θέση στην σύγχρονη αντίληψη των Ελλήνων, είτε ως ένας ισχυρός αξιακός κώδικας είτε ως ένας παράγοντας σταθερότητας και ασφάλειας που παραμένει αμετάβλητος με την πάροδο των χρόνων. Ο σημαντικός ρόλος της οικογένειας ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης που συνεχίζει να ταλανίζει έντονα τη χώρα μας μέχρι και τις μέρες μας.
Πιο συγκεκριμένα οι οικογενειακοί δεσμοί συσφίχτηκαν καθώς πλέον το οικογενειακό περιβάλλον αναδεικνύεται ως ένα παράγοντας κοινωνικής συνοχής ενώ παράλληλα λειτουργεί ως ένα θετικό αντίβαρο στην οικονομική κρίση της οποίας άμεσα επακόλουθα είναι η διαρκής ύφεση, η ανεργία και η δυσμενής κατάσταση βάσει των οικονομικών δυνατοτήτων στην οποία έχει περιέλθει μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, που αφορά κυρίως τους νέους ανθρώπους. Ουσιαστικά, η οικογένεια επιτελεί ένα σπουδαίο έργο και γενικά και ειδικά, αναφερόμενοι στο ρόλο της στην περίοδο της κρίσης παραμένοντας συσπειρωμένη, εν αντιθέσει με χώρες της Ευρώπης ή των Η.Π.Α. όπου τα παιδιά μετά το σχολείο καλούνται να αναλάβουν τις υποχρεώσεις τους και να γίνουν κύριοι του εαυτού τους δίχως να μπορούν να βασιστούν στην στενή σχέση τους με την οικογένεια. Τούτων λεχθέντων αξίζει να αναφερθούν κάποια εμπειρικά παραδείγματα για να γίνει πιο κατανοητή η διάσταση που έχει λάβει η οικογένεια στα πλαίσια της κοινωνικής ζωής στις μέρες μας . Εξαιτίας λοιπόν, των στενών οικογενειακών δεσμών που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ των μελών αυτής, οι οποίοι σαφώς και προϋπήρχαν της κρίσης, σχηματίζεται ένα “δίχτυ ασφαλείας” για το άτομο το οποίο στις περισσότερες των περιπτώσεων αν είναι νεαρής ηλικίας και έχει έρθει αντιμέτωπο με το ζήτημα της ανεργίας και καλείται να προσαρμοστεί σε νέα οικονομικά δεδομένα, δεν στερείται βασικών αγαθών όπως είναι η στέγαση και η διατροφή δηλαδή συνεχίζει να απολαμβάνει αν όχι ένα υψηλό επίπεδο ζωής σίγουρα ένα αξιοπρεπές επίπεδο κατά γενική ομολογία. Επιπροσθέτως, διαμορφώνεται ένα αποτρεπτικό πεδίο από τον οικογενειακό παράγοντα και η κοινή γνώμη δεν βρίσκεται συχνά αντιμέτωπη με εκτεταμένες εικόνες εξαθλίωσης όπως θα μπορούσε να είχε συμβεί σε άλλες χώρες, τηρουμένων των αναλογιών των δεδομένων της κρίσης και του θεσμού της οικογένειας με διαφορετικού τύπου κοινωνικές προεκτάσεις αυτής σε άλλες χώρες.
Έτσι η συνήθης συμβίωση των νέων ατόμων με τις οικογένειες τους, παρατείνεται εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, εν αντιθέσει με παλιότερες εποχές όπου λάμβανε χώρα το ίδιο φαινόμενο για διαφορετικούς λόγους, καθώς τα νέα άτομα πλέον δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν οικονομικά στις υποχρεώσεις που αποκτά κάποιος όταν αποφασίζει να γίνει ανεξάρτητος παίρνοντας τη ζωή στα χέρια του. Η παραπάνω κατάσταση οδηγεί τους νέους ανθρώπους να είναι διστακτικοί ακόμα και στην ιδέα της πιθανής δημιουργίας, δικής τους οικογένειας στο μέλλον. Από την άλλη μεριά, μπορεί κάποιος να παρατηρήσει και κάποιες ακόμα αρνητικές πτυχές που έχει η παραπάνω κατάσταση που έχει διαμορφωθεί εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και αυτή έγγειται στο ότι οι νέοι άνθρωποι, αναπτύσσουν ένα μόνιμο αίσθημα εξασφάλισης που πηγάζει από την επιβεβλημένη συμβίωση, με τις οικογένειες τους. Επιπλέον ωθούν τους εαυτούς τους στην αναζήτηση εργασίας θέτοντας ως κριτήριο την κάλυψη των προσωρινών εξόδων τους δίχως να θέλουν να διεκδικήσουν μια καλύτερη επαγγελματική ευκαιρία για δουλειά, που να ανταποκρίνεται στα προσόντα και τις δεξιότητες που μπορεί να διαθέτουν. Εναλλακτικά μπορούμε να πούμε ότι κάνουν μια έκπτωση στην κοινωνική τους ανέλιξη σκεπτόμενοι με βραχυπρόθεσμα και όχι μακροπρόθεσμα κριτήρια τους εαυτούς τους. Κατά κάποιο τρόπο επαναπαύονται και παραμένουν στάσιμοι.
Δευτερευόντως, μια κοινωνικοπολιτική πτυχή του θεσμού της οικογένειας που αξίζει να παρουσιαστεί σε αυτό το σημείο, είναι η καθοριστική επιρροή που ασκεί η οικογένεια στη διαμόρφωση πολιτικής κουλτούρας ενός νέου ανθρώπου. Δηλαδή ξεκινώντας από το ποια θα είναι η πολιτική ιδεολογία που θα υιοθετηθεί από το άτομο αυτό , φτάνοντας μέχρι και την ρητορική μιας έμμεσης υπαγόρευσης από την πλευρά των γονιών προς το παιδί τους, για το ποιο κόμμα θα ήταν καλύτερο να ψηφίσει προς όφελος του σε κάποια πιθανή εκλογική αναμέτρηση. Εν τέλει, η οικογενειακή συμβολή σε αυτά τα στάδια της ανάπτυξης πολιτικής κουλτούρας του νέου ατόμου, έρχεται να προστεθεί και η “ριζοσπαστικοποίηση της ψήφου”, η οποία ως πολιτικό φαινόμενο είναι απότοκο της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης που μαστίζει την ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια. Ειδικότερα, μπορούμε να πούμε πως η συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας αμφισβητεί το ισχύον πολιτικό σύστημα και εκφράζει με κάθε τρόπο την αποστροφή του προς αυτό, είτε απαξιώνοντας το, είτε εναποθέτοντας την ψήφο του σε νέες πολιτικές δυνάμεις που έρχονται στο πολιτικό προσκήνιο και φαντάζουν πιο άφθαρτες από τις παλιότερες πληρώντας με αυτό τον τρόπο τα νέα κριτήρια των Ελλήνων ψηφοφόρων, που έχουν αλλάξει λόγω της οικονομικής κρίσης. Αυτή η μετατόπιση της πολιτικής έκφρασης των μεγαλυτέρων σε ηλικία, μεταφέρεται και στα νέα άτομα και αποτελεί σημαντική προσλαμβάνουσα για την ανάπτυξη της δικής τους πολιτικής συνείδησης.