Το τελευταίο διάστημα παρακολουθούμε τη συνεχή κορύφωση της προσφυγικής κρίσης στο εσωτερικό της χώρας μας, η οποία εντείνεται από την αδράνεια των πολιτικών, από τις παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου από τις γειτονικές χώρες, από τη «διγλωσσία» της Ε.Ε. η οποία άλλα λέει και άλλα πράττει, από την ανυπαρξία του ΟΗΕ και άλλων Οργανισμών οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι να προάγουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και την ελευθερία. Δυστυχώς, η Δύση συνεχίζει να μην είναι σε θέση να μειώσει τα κύματα προσφύγων και αυτό αποδεικνύει την αδυναμία τόσο των Διεθνών οργανισμών όσο και των κρατών στο να δώσουν μια λύση στο πρόβλημα των συγκρούσεων και των αιτιών τους – της μισαλλοδοξίας, του ανταγωνισμού και της φτώχειας.
Το προσφυγικό ζήτημα στην περίπτωση της Ελλάδας προσεγγίζεται μονοδιάστατα χωρίς να λαμβάνονται υπ’όψιν οι γεωπολιτικές, ιστορικές και πολιτισμικές διαστάσεις του θέματος. Η Ελλάδα, σε αντίθεση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αποτελούσε ανέκαθεν το σταυροδρόμι κρατών, το «πέρασμα» όπως πολλοί ονομάζουν από την Ανατολή στη Δύση αφού από την μια συνορεύει με την Ε.Ε. και από την άλλη με το «Ισλάμ». Η γειτνίαση με την Τουρκία ευνοεί τις αθρόες παράνομες εισροές προσφύγων, οι οποίοι ευελπιστούν να περάσουν στα αναπτυγμένα οικονομικά κράτη της Ε.Ε. μέσω της Ελλάδας. Η κατάσταση αυτή, φυσικά, εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Τουρκίας η οποία αρκετά συχνά εκδηλώνει τα εχθρικά ιμπεριαλιστικά σχέδια της για τη Θράκη και το Αιγαίο. Επομένως, πέρα από το πρόβλημα της ενσωμάτωσης των προσφυγικών πληθυσμών στην προσπάθεια αντιμετώπισης της προσφυγικής κρίσης έχουμε ως χώρα να αντιμετωπίσουμε και γεωπολιτικό πρόβλημα. Και όλα αυτά ενόψει οικονομικής κρίσης, με μια Ελλάδα που συνεχώς πλήττεται από την εξουθενωτική λιτότητα που επιβάλλουν οι «ξένοι», με έναν λαό αγανακτισμένο με τα ποσοστά της ανεργίας συνεχώς να αυξάνονται, με τους μισθούς και τις συντάξεις να «κουρεύονται», με την Παιδεία και την Υγεία να αγγίζουν τριτοκοσμικά επίπεδα.
Στην αντίπερα όχθη, βλέπουμε τους γείτονες Αλβανούς και Σκοπιανούς να κλείνουν τα σύνορα τους απαγορεύοντας την είσοδο των προσφύγων στις χώρες τους, παραβιάζοντας το διεθνές δίκαιο και την διεθνή σύμβαση της Γενεύης του 1951, ενώ η Τουρκία συνεχίζει να υποθάλπει και να καθοδηγεί τα δουλεμπορικά δίκτυα στην εκμετάλλευση των προσφύγων και την προώθηση τους στον ελλαδικό χώρο, υποσχόμενοι ένα ασφαλέστερο μέλλον στο ευρωπαϊκό έδαφος. Σε αυτό το σημείο συναντάμε τους πολιτικούς των διαφόρων κομμάτων να έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους, άλλοι να δηλώνουν ότι η λύση στο προσφυγικό θα επέλθει έπειτα από την εφαρμογή οικονομικού εμπάργκο σε Σκοπιανούς και Αλβανούς, οι οποίοι θα αναγκαστούν να ανοίξουν τα σύνορα τους, υποστηρίζουν την έξοδο της χώρας από την Σένγκεν ώστε να πάψει να αποτελεί «χώρα έκδοσης ταξιδιωτικών εγγράφων» (όπως είναι στην προκειμένη περίπτωση η γειτονική Βουλγαρία), την αναστολή του Δουβλίνου ΙΙΙ ενώ άλλοι επιμένουν στην αναγκαιότητα συνεργασίας με την Ε.Ε. ώστε να δοθεί μια συμφέρουσα «προσωρινή» λύση για «όλους», μετατρέποντας την Ελλάδα από χώρα προσωρινής διαμονής σε «μόνιμης» εγκατάστασης, τοποθετώντας για τουλάχιστον τρία χρόνια τον προσφυγικό λαό στην Ελλάδα, με ότι επιπτώσεις θα έχει αυτό στους ίδιους αλλά και στη χώρα γενικότερα. Αξίζει να σημειωθεί ότι το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα δεν αποτελεί νέο φαινόμενο αφού ανά τους αιώνες παρατηρούνται μεταναστευτικά κύματα. Απλώς στην παρούσα φάση πλήττονται συμφέροντα της Δύσης, έφτασε, ουσιαστικά το ζήτημα στην Δύση. Φαινόμενα τα οποία θα μπορούσαν να διαχειριστούν επιτυχώς αν υπήρχε μια ενιαία πολιτική και ένα ενιαίο σύστημα διαχείρισης της ανθρωπιστικής κρίσης.
Από κοινωνικοπολιτική άποψη, είναι πρόδηλο, όπως προαναφέρθηκε, πως η Ελλάδα έχει μετατραπεί από χώρα αποστολής μεταναστών σε χώρα υποδοχής ενώ είναι προφανές ότι το τελευταίο διάστημα το μεταναστευτικό ρεύμα έχει επηρεάσει βαθιά την ήδη κλονισμένη ελληνική κοινωνία. Το γεγονός της μετανάστευσης όμως δεν είναι άγνωστο ως προς την χωρα μας αφού τα μεταναστευτικά ρεύματα ήταν πάντα ανοιχτά με αυξομειούμενη ένταση ανάλογα με τις οικονομικές και πολιτικές συγκυρίες. Οι άνθρωποι πάντα αναζητούσαν μια καλύτερη ποιότητα ζωής με περισσότερες ευκαιρίες για ανέλιξη και αυτό δεν θα σταματήσει ποτέ, όπως και ποτέ δεν θα σταματήσουν να συνυπάρχουν με τα προσφυγικα ζητήματα οι έννοιες του ρατσισμού και της ξενοφοβίας. Δυστυχώς τα στερεότυπα θα συνεχίσουν να αναπαράγονται και να προσλαμβάνουν το μεταναστευτικό με τρόπο φοβικό και αμυντικό. Οι μετανάστες όμως και οι πρόσφυγες δεν οραματίζονται την ένταξη τους σε μια κοινωνία που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα όπως είναι η δικιά μας κοινωνία, αλλά αποβλέπουν σε κοινωνίες που παρουσιάζουν πραγματική ζήτηση υπηρεσιών.
Για την Ελλάδα, η μετανάστευση και η παρουσία χιλιάδων προσφύγων μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα εγείρει πολλά ερωτήματα και μείζονες προκλήσεις. Τι σημαίνει για την οικονομία μας, τις κοινωνικές σχέσεις να συμβιώνουμε με αλλογενείς σε μια περίοδο με πολλές απαιτήσεις και προκλήσεις; Σε μια περίοδο αποσταθεροποίησης και αβεβαιότητας, έχοντας να διαχειριστούμε ένα κατ’ ουσίαν ευρωπαϊκό πρόβλημα που θα διαρκέσει επί μακρόν. Απειλούν την κοινωνική συνοχή, την πολιτισμική μας ταυτότητα; Την ασφάλεια και την ευημερία μας; Όλα αυτά τα ερωτήματα δεν θα κατέκλυζαν τις σημερινές ευρωπαϊκές κοινωνίες του 21ου αιώνα αν υπήρχε οργάνωση, παιδεία και ενιαία πολιτική στην «ανοιχτή» Ευρωπαϊκή Ένωση και στα κράτη μέλη της. Κλείνοντας παραθέτω ένα απόσπασμα από την τραγωδία του Ευριπίδη αντιλαμβανόμενη το δράμα που ζούν οι άνθρωποι αυτοί, οι οποίοι βρίσκονται στο έλεος μιας αποδιοργανωμένης Ευρώπης : «Δεν υπάρχει πιο μεγάλος πόνος στον κόσμο από την απώλεια της πάτριας γης» Μήδεια 431π.Χ.