Η Φώφη Γεννηματά ανέλαβε τα ηνία του ΠΑΣΟΚ πριν από περίπου ενάμιση χρόνο, με την ελπίδα να τα καταφέρει κόντρα στη «σιγουριά» κάποιων ότι θα αποτύχει. Με το ΠΑΣΟΚ -δημοσκοπικά και εκλογικά- σε ιστορικά χαμηλά και τον χώρο κατακερματισμένο, η Φώφη Γεννηματά κλήθηκε, αρχικά, να εμπνεύσει τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, να δείξει το δρόμο της επιστροφής για όσους έφυγαν, και στη συνέχεια να «ανεβάσει» το κόμμα και να ενώσει τον χώρο˙ την ώρα που έχουν ήδη προηγηθεί προσπάθειες «συγκόλλησης», προσπάθειες που ήταν καταδικασμένες να αποτύχουν, λόγω κακού σχεδιασμού. Επιπλέον, είχε να αντιμετωπίσει το βάρος του ονόματός της και την αναπόφευκτη σύγκριση με τον πατέρα της.
Ενάμιση χρόνο μετά, έχει πετύχει παραπάνω απ’ όσα ίσως περίμενε και ο πιο αισιόδοξος υποστηρικτής της. Πέτυχε να δημιουργήσει μια στέρεα Συμπαράταξη, αρχικά με τη ΔΗΜ.ΑΡ. και τις Κινήσεις Πολιτών, να αυξήσει τα ποσοστά στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015 και να ανοίξει έναν μεγάλο κύκλο συζητήσεων ανά την Ελλάδα με κόμματα, φορείς και με τη βάση, με κορύφωση τη Συνδιάσκεψη του Μαΐου του 2016. Σε αυτή την προσπάθεια, βρήκε εμπόδια, εντός και εκτός του χώρου, τα οποία υπερπήδησε, και συνέχισε την απρόσκοπτη πορεία της, μέχρι και την 12η Ιανουαρίου του 2017, όπου κατόρθωσε το -για πολλούς- ακατόρθωτο˙ την είσοδο στη Δημοκρατική Συμπαράταξη του «Κινήματος Δημοκρατών και Σοσιαλιστών» του Γιώργου Παπανδρέου.
Η Γεννηματά πήρε το ρίσκο να φέρει πίσω στη Δημοκρατική Συμπαράταξη το κόμμα ενός ανθρώπου που συνέδεσε το όνομά του με λαμπρές εποχές (μην ξεχνάμε ότι επί των ημερών του, το ΠΑΣΟΚ κατέγραψε στις εκλογές του 2009 ποσοστό της τάξης του 44%), αλλά και άσχημες στιγμές, όπως τον Γενάρη του 2015, όπου αποχώρησε από το ΠΑΣΟΚ για να ιδρύσει ένα νέο κόμμα (ΚΙΔΗΣΟ). Πήρε το ρίσκο να εντάξει στη Συμπαράταξη το κόμμα του Γιώργου Παπανδρέου, που κάθε άλλο παρά αγαπητός είναι σε μια μερίδα υποστηρικτών του ΠΑΣΟΚ, σε μια μερίδα ανθρώπων που έμειναν στο ΠΑΣΟΚ, παρά τις δυσκολίες, και τον είδαν να «κατεβαίνει» υποψήφιος απέναντι στο ΠΑΣΟΚ.
Έχοντας γνώση τι μπορεί να αντιμετωπίσει, ποιες και πόσες αντιδράσεις μπορεί να συναντήσει, δεν σταμάτησε την πορεία, που η ίδια χάραξε, και σε καμία περίπτωση, δεν σκέφτηκε τις πολιτικές συνέπειες, που θα έχει ένα τέτοιο άνοιγμα.
Και γι’ αυτό της αρμόζει ένα «Μπράβο». Ένα «Μπράβο» γι’ αυτά που πέτυχε. Γιατί πέτυχε την ενοποίηση του μεγαλύτερου μέρους της Κεντροαριστεράς, κάτω από την ομπρέλα της Δημοκρατικής Συμπαράταξης, που έχει την υπογραφή της Γεννηματά. Γιατί, παρ’όλο που η ενοποίηση όμοιων κομματιών ενός παζλ είναι εύκολη και αυτονόητη, στην προκειμένη περίπτωση, μόνο αυτονόητη και εύκολη δε μοιάζει. Μπορεί τα συγκεκριμένα κόμματα -στο μεγαλύτερο μέρος τους- να ταυτίζονται ιδεολογικά, ωστόσο, έριδες, ίντριγκες και προσωπικές κόντρες δεν καθιστούσαν δυνατή τη σύμπνοια.
Και στο σημείο αυτό, η Κεντροαριστερά και οι υποστηρικτές του χώρου, της οφείλουν ένα «συγγνώμη». Ένα «συγγνώμη» γιατί τη χλεύασαν από την πρώτη στιγμή, που έθεσε υποψηφιότητα. Γιατί την θεωρούσαν ανίκανη να διαχειριστεί τα κρίσιμα ζητήματα που αφορούσαν το ΠΑΣΟΚ και τη χώρα, γιατί είχαν προεξοφλήσει την οριστική διάλυση του ΠΑΣΟΚ με την ίδια στο τιμόνι και γιατί πίστευαν ότι έγινε πρόεδρος -όχι λόγω των ικανοτήτων της, αλλά- λόγω του πατέρα της. Και αυτή ήταν μια μεγάλη, προσωπική της νίκη, γιατί διέψευσε τους επικριτές της και γιατί συνεχίζει την προσπάθειά της.
Της χρωστάει η βάση της Δημοκρατικής Παράταξης και η ελληνική σοσιαλδημοκρατία ένα «Μπράβο» για ο,τι έχει πετύχει και θα πετύχει στη συνέχεια και ένα «Συγγνώμη» για την αμφισβήτηση και την επίθεση που δέχτηκε στο πρόσωπό τους.