Διεθνώς, είναι γνωστή η τεταμένη ατμόσφαιρα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, η οποία ενδεχομένως να αποτυπώνει και την εμφανή σύγκρουση Ανατολής – Δύσης. Το παραπάνω γεγονός, είναι εννοιολογικά γνωστό με τον όρο “ελληνοτουρκικές σχέσεις”. Ποιες είναι όμως αυτές και πώς ορίζονται;
Οι ελληνοτουρκικές διαφορές κατηγοριοποιούνται στις τουρκικές αξιώσεις στο Αιγαίο και το Κυπριακό ζήτημα. Αφετηριακή χρονολογία έναρξης των αντιπαραθέσεων μεταξύ των δύο χωρών αποτελεί η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας το 1973 καθώς και η τουρκική τακτική των επαυξανόμενων διεκδικήσεων και αμφισβητήσεων στο Αιγαίο. Στις αμφισβητήσεις εντάσσονται οι παραβιάσεις του ελληνικού εθνικού εναέριου χώρου από τουρκικά μαχητικά αεροσκάφη καθώς και η αμφισβήτηση της ελληνικής κυριαρχίας επί των νήσων μέσω της χάραξης των γκρίζων ζωνών (Ίμια,1996).
Παράλληλα, παρατηρείται η απαίτηση αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, γεγονός που αντιτάσσεται του δικαιώματος της νόμιμης άμυνας της ελληνικής πλευράς και της συνθήκης της Λωζάννης του 1923 από την οποία διέπονται. Η αμφισβήτηση της ελληνικής κυβέρνησης για την αρμόδια για θέματα έρευνας και διάσωσης στα χωρικά ύδατα του Αιγαίου καθώς και η απειλή πολέμου (casus belli), σε ενδεχόμενη περίπτωση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 ναυτικά μίλια σύμφωνα με τις αρχές του Δικαίου της θάλασσας αποτελεί το επιστέγασμα των τουρκικών διεκδικήσεων στο πέλαγος. Τέλος, οι παραβιάσεις στον ελληνικό εναέριο χώρο επιστεγάζονται με την αμφισβήτηση των περιοχών ευθύνης για τον έλεγχο του εναέριου χώρου FIR (Flight Information Region).
Αναφορικά με το Κυπριακό, μετά την τουρκική εισβολή το 1974 στο Βόρειο τμήμα της νήσου καθώς και η βούληση για ανάδειξη της Τουρκικής Δημοκρατίας στο τμήμα αυτό, κάνουμε λόγο για ένα καθεστώς διζωνικής ομοσπονδίας. Φυσικά, αναφερόμαστε στο σχέδιο Ανάν (2004), το οποίο θεωρείται ιδιαιτέρως απεχθές για τους Ελληνοκυπρίους, λόγω της παροχής περιορισμένων δικαιωμάτων και αντιστοίχως των αυξημένων στους Τουρκοκυπρίους. Αποκορύφωμα του διεθνώς μεροληπτικού καθεστώτος υπέρ των Τουρκοκυπρίων αποτελεί η μη δυνατότητα προσφυγής των Ελληνοκυπρίων στο Διεθνές Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Συνεπώς, παρατηρείται συλλήβδην η επιθυμία από τουρκικής πλευράς για την επιβολή του μουσουλμανικού πολιτισμού και την εδραίωση του Ισλάμ ως αντίπαλο δέος του χριστιανισμού και της ελληνικότητας. Το γεγονός αυτό ενισχύεται από την επιθυμία δημιουργίας ενός μουσουλμανικού τόξου καθώς και της περιστολής του δυτικού πολιτισμού.
Η επιθετικότητα της Τουρκίας, υπεισέρχεται εναργώς στο δόγμα Νταβούτογλου, το οποίο έχει χαρακτηριστεί ως πεδίο παράδοσης μαθημάτων εξωτερικής πολιτικής. Ουσιαστικά , ο νυν πρωθυπουργός και πρώην διπλωμάτης επιδιώκει την εδραίωση της θεωρίας του νεοθωμανισμού και την ανάδειξη της Τουρκίας σε Μεγάλη Δύναμη οικονομικά, στρατηγικά και πολιτικά και όχι απλώς ως περιφερειακού παίκτη της Ανατολικής Μεσογείου και της Μέσης Ανατολής. Εν μέρει αυτός ο στόχος της εξωτερικής της πολιτικής έχει επιτευχθεί, καθώς η χώρα συμμετέχει ήδη στις συναντήσεις και συνεδριάσεις των G20, ενώ στόχος του Τούρκου πολιτικού είναι η είσοδος της γενέτειράς του στο κλαμπ των 10 ισχυρότερων χωρών του κόσμου με ενδεικτική ημερομηνία το 2023, (επέτειος των 100 χρόνων της Τουρκικής Δημοκρατίας).Ταυτόχρονα, η χώρα έχει αναδειχθεί σε σημαντικό συνεργάτη των Η.Π.Α. μέσω της συμμετοχής της στο ΝΑΤΟ λόγω του ισχυρού πεζικού της, επιδιώκοντας παράλληλα την ανάδειξή της σε soft power (ήπια δύναμη). Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί πως το γεγονός αυτό δεν προσδίδει συγκριτικό πλεονέκτημα στην Τουρκία έναντι της Ελλάδας, στις σχέσεις της με τις Η.Π.Α., καθώς οι τελευταίες θεωρούν και προσεγγίζουν τις δύο χώρες ως ενιαίο αμυντικό χώρο.
Αποτελεί, τελικά το δόγμα Νταβούτογλου, απειλή για την ελληνική εξωτερική πολιτική;
Σαφώς, οι διακηρύξεις του κάποτε “Μεγάλου Ασθενή” χαρακτηρίζονται εντυπωσιακές και αμιγώς απειλητικές, εφόσον φαίνεται να αντανακλούν εδαφικές αξιώσεις για την επέκταση της επικράτειάς τους. Ωστόσο, τα εσωτερικά προβλήματα της Τουρκίας αποδυναμώνουν την ισχύ των ειρημένων τους λόγω της εθνικής ετερογένειας του πληθυσμού της καθώς και της επιθυμίας αυτονόμησης των Κούρδων και της ίδρυσης νέου κράτους, του Κουρδιστάν. Πέραν των παραπάνω, το προηγούμενο διάστημα παρουσιάστηκε ιδιαίτερη δυσκολία στην συγκρότηση του τουρκικού κοινοβουλίου, λόγω της εισόδου του Κουρδικού κόμματος.
Συνεπώς, οι επιθετικές βλέψεις της Τουρκίας στο Αιγαίο καθώς και η ανάμειξή τους στο Κυπριακό με την επιβολή του σχεδίου Ανάν το 2004, αποτελούν πράξεις που αντίκεινται του Διεθνούς Δικαίου και του Δικαίου της θάλασσας, παραβιάζοντας καταφανώς την εδαφική κυριαρχία ανεξάρτητων και κυρίαρχων κρατών. Ωστόσο η Ελλάδα, παρά την διαμορφωμένη αρνητική της εικόνα διεθνώς λόγω της δυσμενούς οικονομικής της θέσης μπορεί να αντιμετωπίσει τον προαιώνιο αντίπαλό της, κάνοντας χρήση του δικαιώματος της αρνησικυρίας (veto) και γενικότερα ασκώντας διπλωματική πίεση κατά τη συμμετοχή της στις διασκέψεις διεθνών οργανισμών, καθώς και χρησιμοποιώντας εργαλειακά τη συμμετοχή της στο αμυντικό δόγμα του ΝΑΤΟ (αποφυγή εμπλοκής Ηνωμένων Πολιτειών σε θέματα εσωτερικής πολιτικής). Παράλληλα, κρίνεται αναγκαία η προσφυγή στα άρθρα διεθνών συνθήκων, όπως του Δικαίου της θάλασσας, με τον τρόπο που διαμορφώθηκε κατά τη Σύμβαση Μοντέκο Μπέϊ (1982) καθώς και του Χάρτη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ, στα εδάφια που γίνεται λόγος για την εθνική κυριαρχία και την μη επέμβαση. Τέλος, η διεθνοποίηση του Κυπριακού και των θαλάσσιων παραβιάσεων εντός ξένου κράτους εκ μέρους της Τουρκίας, θεωρείται απαραίτητη για την επιβολή των αναγκαίων κυρώσεων προς γνώσιν και συμμόρφωσιν της μουσουλμανικής πατρίδας.
Ομολογουμένως, οι διαφορές θα υπάρχουν λόγω των θρησκευτικών, πολιτισμικών, πολιτικών και στρατηγικών αξιώσεων των δύο χωρών. Άλλωστε, έχει αποδειχθεί λόγω της ιστορικής διαχρονίας. Οφείλουμε να αποφύγουμε τις συναισθηματικές εξάρσεις που απορρέουν από το ιστορικό παρελθόν και να διεκδικήσουμε την θέση που μας αρμόζει, εκείνης του περιφερειακού ηγεμόνα, στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο.
Αιώνιοι εχθροί ή φιλειρηνικοί συγκάτοικοι στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο;
Θα το δείξουν η ιστορία και οι εκάστοτε αποφάσεις εξωτερικής πολιτικής…