Με αφορμή τις κατηγορίες και τους χαρακτηρισμούς που αποδίδονται στο νεοεκλεγέντα πρόεδρο της Νέας Δημοκρατίας, έρχεται στο προσκήνιο ένας όρος που, ούτε λίγο ούτε πολύ, αποτελεί ένα σύγχρονο κυνήγι μαγισσών, το οποίο τελείται από την συντριπτική πλειοψηφία των πολιτικών χώρων προς πάσα κατεύθυνση και βρίσκει πρόσφορο έδαφος για να ανθίσει σε μια μεταβατική περίοδο, όπως είναι η σημερινή περίοδος της οικονομικής κρίσης. Και το όνομα αυτού, «Νεοφιλελευθερισμός»: Η σατανική ιδεολογία της ασυδοσίας των αγορών, της ζούγκλας του κοινωνικού δαρβινισμού και της μοχθηρής παγκοσμιοποίησης, όπου δίνει την δυνατότητα στους ανάλγητους κεφαλαιοκράτες μιας κοινωνικής ελίτ να ορίζουν τις τύχες των λαών καθώς παίρνουν εντολές από το εβραιομασωνικό λόμπυ και το διεθνές τοκογλυφικό σύστημα της Νέας Τάξης Πραγμάτων! Και κάπως έτσι δημιουργούνται οι ιστορίες φαντασμάτων που στοιχειώνουν το ελευθεριακό μου πνεύμα…
Από την βραχύχρονη εμπειρία μου στα πολιτικά δρώμενα του τόπου, μπορώ να πω μετά βεβαιότητος πως τέτοιες ιστορίες καλλιεργούνται συνεχώς και αδιάκοπα, τροφοδοτώντας έτσι την κλασική ad hominem αντιπαράθεση όπου δεν έχει καμία σημασία ποιά είναι τα πραγματικά σου επιχειρήματα και οι θέσεις σου αυτές καθ΄εαυτές. Άπαξ και πέσει ο χαρακτηρισμός, όλα μετά είναι μάταια. Συζήτηση ουσίας δεν θα γίνει ποτέ, και το μόνο που θα μείνει είναι μετέωροι χαρακτηρισμοί να ριζώνουν και να αναπλάθονται στην κοινή γνώμη δημιουργώντας αστικούς θρύλους και ιστορίες φαντασμάτων, χωρίς ποτέ κανένας να μπει στον κόπο να σκεφτεί και να αναλύσει τα πράγματα ορθολογικά. Επιχειρώντας λοιπόν μια ορθολογική προσέγγιση στον «νεοφιλελευθερισμό», θα αποσαφηνιστεί πραγματικά η ταυτότητα του. Για τους ανθρώπους που βρίσκονται μέσα σε μια δεισιδαιμονική και φοβική κοινωνία και αποφασίζουν να αποστασιοποιηθούν και να αναζητήσουν την λογική και τα επιχειρήματα, δεν υπάρχουν φαντάσματα.
Ας ξεκινήσουμε όμως από τα βασικά. Ο «νεοφιλελευθερισμός» δεν υφίσταται σαν μια συγκεκριμένη και ενιαία πολιτική/οικονομική θεωρία ή φιλοσοφία. Δεν μπορούμε με ασφάλεια να του προσδώσουμε ένα συγκεκριμένο πολιτικό/οικονομικό αξιακό σύστημα. Ενδεικτικά, ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την Κοινωνική Αγορά της οικονομικής σχολής του Freiburg (Social Market Economy) τη δεκαετία του ’40 και του ‘50 (όπου υιοθετήθηκε αργότερα από Σοσιαλδημοκρατικά κόμματα), τον Al Gore και τον Bill Clinton του Δημοκρατικού Κόμματος των ΗΠΑ, ένα εύρος κινημάτων προσκείμενα στην Αμερικάνικη Αριστερά, αλλά κυρίως τις οικονομικές πολιτικές του Augusto Pinochet στη Χιλή τη δεκαετία του ‘70, της Margaret Thatcher στο Ηνωμένο Βασίλειο και του Ronald Reagan στις ΗΠΑ τη δεκαετία του ’80, όπου αποδόθηκαν και οι περιβόητοι συσχετισμοί. Θα ήταν λοιπόν πιο συνετό, κατά τη γνώμη μου, να ερμηνεύσουμε τον «νεοφιλελευθερισμό» καλύτερα ως ένα πολιτικό/οικονομικό φαινόμενο με κάποια συγκεκριμένα χαρακτηριστικά παρά ως μια κοσμοθεωρία που κατέχει θέση στο πάνθεον των πολιτικών και οικονομικών ιδεολογιών. Άλλωστε μιλάμε για πολιτικές που ενστερνίστηκαν τόσο οι συντηρητικοί (Margaret Thatcher, Ronald Reagan) και οι σοσιαλδημοκράτες (Tony Blair) όσο και οι δικτάτορες κάθε χρώματος (Augusto Pinochet, Deng Xiaoping).
Τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική, η εννοιολογική σημασία του φαινομένου του «νεοφιλελευθερισμού» είχε διαφορετικές αποχρώσεις, παρόλο που το πρωταρχικό πλαίσιο απαιτούσε την εύρεση μιας «Μέσης Οδού» ανάμεσα στον laissez-faire καπιταλισμό και τον κολεκτιβιστικό σοσιαλισμό. Καθώς λοιπόν ο Ψυχρός Πόλεμος πλησίαζε προς το τέλος του και τα σοσιαλιστικά μεγαθήρια της Σοβιετικής Ένωσης και της Κίνας αρχίζουν να αμφισβητούν τις ίδιες τους τις δομές, η επικράτηση του κλασικού φιλελεύθερου καπιταλισμού έμοιαζε σχεδόν βέβαιη. Ταυτόχρονα, η σταδιακή κατάπτωση του κεϋνσιανού οικονομικού μοντέλου σε αρκετές Δυτικές χώρες θα επιφέρει μια νέα ανάγκη για την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων που δημιουργούσε το «κράτος της πρόνοιας».
Και αυτό είναι το σημείο που ο «νέος» «φιλελευθερισμός» θα πάρει σάρκα και οστά και θα είναι κοινός τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική και θα προσπαθήσει να επαναφέρει τις Δυτικές (και μετέπειτα τις Ανατολικές) οικονομίες στις αρχές της ελεύθερης αγοράς. Ήταν η Margaret Thatcher του Συντηρητικού Κόμματος του Ηνωμένου Βασιλείου και ο Ronald Reagan του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος των ΗΠΑ που συνέπλασαν στις αρχές τις δεκαετίας του ‘80 τις λεγόμενες «νεοφιλελεύθερες πολιτικές», επαναπροσδιορίζοντας τους όρους του «αόρατου χεριού» (όπως μας περιέγραφε ο Adam Smith στον «Πλούτο των Εθνών») και της μονεταριστικής θεωρίας (του Milton Friedman). Οι εκτενείς αυτές πολιτικές για την φιλελευθεροποίηση της αγοράς περιλάμβαναν μεταξύ άλλων διαδικασίες απορρύθμισης, σκληρή δημοσιονομική πειθαρχία, κυμαινόμενες συναλλαγματικές ισοτιμίες, αναδιαμόφωση της φορολογίας, ιδιωτικοποιήσεις και μειώσεις στις κρατικές δαπάνες για να ενισχυθεί ο ρόλος του ιδιωτικου τομέα στην οικονομία. Αυτά τα παραδείγματα «νεοφιλελεύθερων πολιτικών» ακολουθήθηκαν από διάφορες κυβερνήσεις κατά καιρούς σε διάφορα μέρη του κόσμου και με τις ευλογίες του λεγόμενου «Washington Consensus» διεθνών οικονομικών οργανισμών όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα.
Οι εμμονές στην γρήγορη και απότομη μεταστροφή των οικονομιών με αυτήν την ανορθόδοξη μέθοδο πολλές φορές είχε αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα με πολλούς απρόβλεπτους και ανεξέλεγκτους τρόπους που ποικίλουν ανάλογα με το που εφαρμόστηκαν. Η εντατική χρηματιστικοποίηση που επήλθε σε παγκόσμιο επίπεδο με τα πρόσφατα αποτελέσματα της (Διεθνής Χρηματοπιστωτική Κρίση 2007-2008) καθώς και οι μεγάλες εισοδηματικές ανισότητες ανά τον κόσμο καθιστούν εύλογο τον προβληματισμό. Χαρακτηριστικότατο παράδειγμα είναι η περίπτωση της Χιλής όπου μετά το τέλος της κυριαρχίας του Augusto Pinochet το 44% του πληθυσμού ζούσε κάτω από το όριο της φτώχειας. Έτσι η έννοια του «νεοφιλελευθερισμού» άρχισε να μετουσιώνεται σε έναν πολύ στενό οικονομικό φονταμενταλισμό. Εδώ αντικατοπτρίζονται και τα ψεγάδια αυτών των μεμονομένων πολιτικών. Βασικό τους διακύβευμα είναι η υπερλατρεία σε μια οικονομική ελευθερία χωρίς να υπάρχει ενδιαφέρον για την παράλληλη κοινωνική πρόοδο. Ο «νεοφιλελευθερισμός» δεν έχει κάποια ηθική βάση, γιατί ποτέ δεν τον ενδιέφερε να έχει. Για αυτό εξάλλου και δεν υπάρχει κάποιο θέμα αποκατάστασης του δεύτερου συνθετικού της λέξης. Αποτέλεσε απλά μια αναγκαία προσπάθεια προσαρμογής στα σύγχρονα δεδομένα της παγκόσμιας οικονομίας, μια προσαρμογή που δεν έχει να κάνει με κάποια φιλοσοφία αλλά με μια απλή παραδοχή της πραγματικότητας.