Πώς αντέδρασε το 2010 το πολιτικό σύστημα; Αντί η τότε κυβέρνηση να προχωρήσει τάχιστα και αποφασιστικά στη λήψη μέτρων αναδιάρθρωσης και αναδιάταξης του κράτους και της οικονομίας ακολούθησε την εύκολη λύση των συνεχώς “οριζόντιων” περικοπών στα συνήθη υποζύγια και στις κοινωνικές δομές: Μισθωτοί και συνταξιούχοι. Υγεία και Παιδεία. Αντί η τότε αντιπολίτευση να βάλει πλάτη ώστε τα αναγκαία αυτά μέτρα να εφαρμοστούν χωρίς ακραίες αντιδράσεις, πρωτοστάτησε στην “αντίσταση”. Κι όλα αυτά σε μία απέλπιδα μάχη χαρακωμάτων για να προστατευτούν εργατοπατέρες που επί χρόνια κατέκλεβαν το ελληνικό κράτος, να μην κλείσουν άχρηστοι οργανισμοί του δημοσίου, να μην απολυθούν οι επίορκοι και οι ανίκανοι, να μην θιγούν συντεχνίες, να μην ανοίξουν κλειστά επαγγέλματα, να διατηρηθούν τα παραθυράκια φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής, προς τέρψιν διαφόρων μεγαλοκαρχαριών.
Αποτέλεσμα: Ένα βήμα μπροστά, δύο βήματα πίσω ως προς τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται.
Συνέπειες του αποτελέσματος: Μηδενική πρόοδος στην κατεύθυνση της ποιοτικής αναβάθμισης του Δημοσίου και της εξυγίανσης της ελληνικής οικονομίας εν μέσω ευρείας κοινωνικής αναταραχής. Ουδείς ικανοποιημένος, ούτε οι δανειστές, ούτε η κυβέρνηση, ούτε τα λαϊκά στρώματα, ούτε όλοι όσοι είχαν συνηθίσει να λειτουργούν παρασιτικά σε βάρος του κράτους αφού το τελευταίο δεν είχε πλέον χρήματα για να τους “ταΐσει”. Κάπως έτσι οδηγηθήκαμε στην ριζοσπαστικοποίηση του εκλογικού σώματος, με κατεύθυνση τα πολιτικά Άκρα. Και φυσικά οι μόνιμοι τρόφιμοι ΠΑΣΟΚ και ΝΔ ήταν οι πρώτοι που άνοιξαν αυτόν το δρόμο. ΣΥΡΙΖΑ οι μεν, ψεκασμένη ακροδεξιά οι δε. Και ο σοκαρισμένος και απογοητευμένος από την κατακρήμνιση του βιοτικού του επιπέδου απλός κόσμος κατέστη εύκολα βορά στις ορέξεις τους, τείνοντας μάλιστα και ευήκοα ώτα ακόμη και στη φασιστική ρητορική των νοσταλγών των ναζί που αιματοκύλησαν την Ελλάδα. Το “καινούργιο” που αναδέχθηκε μέσα από αυτές τις ευκαιριακές πολιτικές συγκολλήσεις, προσομοιάζει στον Φρανκενστάιν. Είναι σαφώς χειρότερο από το “παλιό” τόσο σε επίπεδο δημόσιας ρητορικής όσο στο πεδίο των ιδεολογικοπολιτικών αντιλήψεων. Και φυσικά απουσιάζει παντελώς η κάθε ρηξικέλευθη προγραμματική πρόταση. Είναι χειρότερο το “καινούργιο” που δημιουργήθηκε μέσα από τα συντρίμμια του “παλιού” διότι πολιτεύεται συνολικά, ανεξαρτήτως επί μέρους ιδεολογικών διαφορών, με τον ίδιο τρόπο που πολιτεύονταν και όσοι κυβέρνησαν την Ελλάδα οδηγώντας στην καταστροφή. Άκρατος λαϊκισμός, ακατάσχετη παροχολογία, ύβρεις και τραμπουκισμοί. Μόνο που δεν έχουν ουδεμία δικαιολογία διότι γνωρίζουν ότι αυτός ο δρόμος οδηγεί στον γκρεμό. Συν του ότι έχουν υιοθετήσει στο στελεχιακό δυναμικό τους ό,τι χυδαιότερο ήταν προσκολλημένο τόσα χρόνια σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Και ο λαός; Αυτός δεν φταίει σε τίποτα; Μα από αυτόν αναδεικνύονταν όλοι αυτοί που τον κορόιδευαν, έκλεβαν το κράτος ή απλά ήταν ανίκανοι και λαϊκιστές. Σίγουρα δεν τα “φάγαμε μαζί”, υπό την έννοια του ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι το φαγοπότι δισεκατομμυρίων ορισμένων είχε τις ίδιες συνέπειες με μια πολύ μικρότερης έκτασης παρανομία. Προφανώς, δεν έχει την ίδια ευθύνη με τύπους σαν τον Άκη Τσοχατζόπουλο, αυτός που έκανε κάποια “μαύρα” μεροκάματα. Αλλά δεν μπορούμε επίσης να υποστηρίξουμε ότι είναι άμοιρος ευθυνών και ο πολίτης που επί χρόνια, συνειδητά έκλεβε το κράτος και τους συμπολίτες του, έχοντας ως μόνο ελατήριο γι΄ αυτή του την πράξη την απληστία του. Για παράδειγμα, ο ιδιοκτήτης ενός καφέ ή μια ταβέρνας (χωρίς η αναφορά να αποτελεί μομφή για όλους όσους δραστηριοποιούνται στο χώρο της εστίασης) που συστηματικά και για πολλά χρόνια – και μάλιστα τις καλές εποχές που το χρήμα έρεε άφθονο στις τουριστικές ειδικά περιοχές και δεν ετίθετο πρόβλημα επιβίωσης – δεν έκοβε απόδειξη, κλέβοντας παράλληλα το κράτος (ΦΠΑ), τον πελάτη (που πλήρωνε τιμή στην οποία συμπεριλαμβανόταν ο ΦΠΑ) και τον Δήμο του (δημοτικό τέλος), που δεν πλήρωνε ενοίκιο για το δημοτικό χώρο που καταλάμβανε με τραπεζοκαθίσματα, που δεν πλήρωνε το νερό που κατανάλωνε, δεν μπορεί να αυτοπροσδιορίζεται ως αγανακτισμένος και άμοιρος ευθυνών. Το ίδιο και γιατρός, ο δικηγόρος, ο πολιτικός μηχανικός που ενώ έβγαζαν εκατομμύρια δήλωναν άποροι. Το ίδιο και στην περίπτωση των παράνομων προσλήψεων όπου η ευθύνη είναι τεράστια και αμφίπλευρη. Βαρύνει τόσο τον πολιτικό που τις έκανε όσο και τον ψηφοφόρο που τις ζητούσε με αντάλλαγμα το ύψιστο δημοκρατικό του δικαίωμα στην ψήφο και εν γνώσει του ότι αδικεί κάποιον πιο συμπολίτη του, με περισσότερα προσόντα. Εκατομμύρια τέτοιες περιπτώσεις υπάρχουν τα τελευταία 40 χρόνια.
Ναι, είχαμε ελλιπέστατη έως μηδενική πληροφόρηση για τον Αρμαγεδδώνα αλλά η αλήθεια είναι επίσης ότι είχαμε απολέσει την αίσθηση του μέτρου προ πολλού. Η συντριπτική πλειοψηφία είχε παραδοθεί σε μια ξέφρενη και πολυδάπανη ηδονοθηρία. Ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της. Ξόδευε περισσότερα από όσα έβγαζε. Σπαταλούσε χωρίς να νοιάζεται για το αύριο. Πιθήκιζε ξενόφερτες συμπεριφορές. Και όταν ακουγόταν κάποια φωνή η οποία μιλούσε για περιστολή δαπανών διότι σε βάθος χρόνου το σύστημα θα κατέρρεε, όπως και έγινε, αυτή αυτομάτως σώπαινε βίαια (βλ. Ασφαλιστικό Γιαννίτση το 2001)…
Αναπτύχθηκε έτσι το ιδιαίτερο ελληνικό φαινόμενο του “σοβιετοκαπιταλισμού”. Θέλαμε να ζούμε σαν μεγαλοκαπιταλιστές μέσα σε ένα σοβιετικό πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας όπου όλοι βασίζονταν στο κράτος είτε για να εργαστούν σε αυτό είτε για να το καταστήσουν (ριγμένο) συνέταιρο στις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες. Και όταν το παραμύθι αυτό κατέρρευσε, σαν κακομαθημένα παιδιά αρνούμασταν να δεχτούμε την πραγματικότητα.
Αν κάτι βγαίνει από την ελληνική τραγωδία εις την Εσπερίαν της περασμένης εβδομάδας είναι το συμπέρασμα ότι αν θέλουμε να έχουμε μέλλον, να ξεπεράσουμε όσο το δυνατόν γρηγορότερα την κρίση και να ορθοποδήσουμε οφείλουμε να είμαστε ρεαλιστές και ξεκάθαροι σχετικά με το ποιοι είμαστε σαν κράτος, που οδηγούμαστε με τη σημερινή μας πορεία και που θέλουμε πραγματικά να φτάσουμε. Οι ξένοι δανειστές μας θέλουν απλά να εξασφαλίσουν τα χρήματα τους και να προωθήσουν οικονομικά και γεωπολιτικά συμφέροντα. Είναι ανώφελο και γελοίο να προσδοκούμε κατανόηση και συμπαράσταση βασιζόμενοι στη συναισθηματική διάσταση ορισμένων εννοιών όπως αυτή της “ευρωπαϊκής αλληλεγγύης” κ.ο.κ. Ναι μας συνδέουν κοινές αξίες με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη. Ναι πρέπει να μείνουμε πάση θυσία στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά εν γνώσει του ότι πρέπει παράλληλα να λειτουργήσουμε μέσα σε ένα αμείλικτο και συνεχώς μεταβαλλόμενο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, όπου τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα που κυριαρχούν δεν συγκινούνται από επικλήσεις στο συναίσθημα. Γι’ αυτό οφείλουμε να ισχυροποιήσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τη θέση της χώρας μας μέσα στο ευρωπαϊκό και στο διεθνές οικοδόμημα.
Αυτό που μπορούμε να κάνουμε είναι να εκπονήσουμε ένα εθνικό σχέδιο ανάκαμψης το οποίο θα βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα και στοιχεία, θα στοχεύει στην δόμηση μιας οικονομίας παραγωγικής και ανταγωνιστικής, θα θεμελιώνει ένα κοινωνικό κράτος το οποίο θα αποτελεί δίχτυ προστασίας για τους αδύναμους, θα συνδέει την Παιδεία με την αγορά εργασίας, θα υλοποιεί μεταρρυθμίσεις με στόχο την εμβάθυνση και την ενίσχυση της Δημοκρατίας και της συμμετοχής των πολιτών στα κοινά. Για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο θα πρέπει οι πολιτικές δυνάμεις να πουν την αλήθεια στον λαό. Πλέον δεν υπάρχουν άλλα περιθώρια για υπεκφυγές. Αν νοιάζονται έστω και λίγο για την χώρα και την υστεροφημία τους, οι πολιτικοί αρχηγοί που πιστεύουν στη Δημοκρατία και πρόοδο της χώρας οφείλουν να θέσουν εδώ και τώρα τις βάσεις της συνεννόησης. Διαφορετικά οι σημερινοί θα φύγουν ως αποτυχημένοι και οι αυριανοί θα φύγουν ως εγκληματίες διότι θα είναι η κυβέρνηση που χρεοκόπησε την χώρα. Τώρα είναι η ώρα των αποφάσεων. Ή αλλάζουμε και κολυμπάμε μέχρι την Ιθάκη μας ή μένουμε στάσιμοι και περιμένουμε μέχρι να βουλιαξουμε.