Με αφορμή τις πρόσφατες εσωκομματικές εκλογές της Νέας Δημοκρατίας μου δίνεται η αφορμή να θίξω το εκλογικό σύστημα και την εκλογική συμπεριφορά των πολιτών. Η Ελλάδα είναι – δυστυχώς – μια γερασμένη χώρα και αυτό φαίνεται ξεκάθαρα σε κάθε εκλογική διαδικασία. Η τρίτη ηλικία υπολογίζεται στο 19,3% του πληθυσμού της χώρας ενώ σύμφωνα με τις προβλέψεις υπολογίζεται να φτάσει στο 30% μέχρι το 2030. Κάθε φορά που βρίσκεται η χώρα σε περίοδο εκλογών – τα τελευταία χρόνια έχει γίνει συνήθεια – η τρίτη ηλικία δίνει το παρόν στα εκλογικά κέντρα για να ασκήσει το εκλογικό της δικαίωμα και παίζει μεγάλο ρόλο στην έκβαση του αποτελέσματος διότι αποτελεί μεγάλο ποσοστό του εκλογικού σώματος. Μήπως, όμως, δεν θα έπρεπε να συγκαταλέγεται στο εκλογικό σώμα;
Ας γίνω πιο ξεκάθαρος, κάθε πολίτης, αποκτά εκλογικά δικαιώματα με την συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας του διότι μέχρι μια ηλικία είναι ξεκάθαρο πως δεν έχει την ωριμότητα, την εμπειρία και την κριτική σκέψη για να αποτελέσει μέρος των πολιτών που θα αποφασίσουν για το μέλλον αυτού του τόπου. Ο άνθρωπος όμως δεν ακμάζει πνευματικά και σωματικά σε όλη του την ζωή, μετά από ένα σημείο της ζωής του έρχεται η καμπή προς την παρακμή. Η κριτική σκέψη υποχωρεί, η αντίληψη της πραγματικότητας και των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα μειώνεται ενώ ο ίδιος μένει προσκολλημένος στις απόψεις, τις ιδεολογίες και το παρελθόν του. Με λίγα λόγια το μυαλό γίνεται πιο αδύναμο και με κάθε ψήφο καταδικάζει το μέλλον του τόπου. Σκεφτείτε το καλύτερα, το δίπλωμα οδήγησης οποιουδήποτε πολίτη λήγει μετά από κάποια χρόνια και χρειάζεται επανέκδοση μετά από κάποιες εξετάσεις, γιατί όχι και το εκλογικό δικαίωμα του πολίτη;
Βέβαια, με μια τέτοια απόφαση δεν σημαίνει πως θα λυθούν τα προβλήματα της χώρας διότι το βάρος μετά θα πέσει στις πλάτες της νέας γενιάς, η οποία σε συνέχεια των προγόνων της, δείχνει πως στο φάκελο που ρίχνει στην κάλπη δεν κρύβεται μέσα η ιδεολογία της αλλά το συμφέρον της.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι φοιτητικές παρατάξεις που κατακλύζουν τους χώρους και τα κτήρια της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αν εξαιρέσουμε ένα υπερβολικά μικρό ποσοστό μελών οι οποίοι όντως υποστηρίζουν ιδεολογικά – είναι μεγάλο ερώτημα αυτό αλλά δεν θα το αναλύσουμε σε αυτό το άρθρο – το κόμμα από το οποίο «κρέμεται» η παράταξη τους, θα δούμε πως η πλειοψηφία των μελών των παρατάξεων σκέφτεται σύμφωνα με το συμφέρον τους, που δεν είναι άλλο παρά οι σημειώσεις μαθημάτων, τα «στραβά» μάτια των επιτηρητών κατά την διάρκεια των εξετάσεων, η στενή γνωριμία με καθηγητές και τα μπουκάλια σε νυχτερινά κέντρα. Όταν κάτι γίνεται συνήθεια δύσκολα ξεχνιέται άρα πως θα σκέφτονται και πως θα δρουν οι ίδιοι στις περιόδους των εκλογών όταν μέσω αυτών θα μπορούν να διοριστούν σε μια δημόσια θέση εργασίας ή να εξυπηρετήσουν έναν άλλο προσωπικό σκοπό; Τόσο εύκολα ξεπουλιούνται οι συμφεροντολόγοι από κούνια, άλλωστε ποιός δεν θα ήθελε να ανοίξει μια «Stoli» σε μαγαζί της παραλίας με ψαλίδι στην τιμή;
Μη ξεχνάμε ασφαλώς και την παράδοση, από τον παππού στον πατέρα και από τον πατέρα στον υιό, όλοι βαμμένοι με τα ίδια χρώματα δηλώνουν όλο περηφάνια πως κανείς στο σπίτι δεν έχει παρεκκλίνει από την κομματική ιδεολογία που διέπει την οικογένεια τους. Η παράδοση, βέβαια, τηρείται όσον αφορά και το όνομα των πολιτικών ηγετών. Αν ψήφιζε ο παππούς σου τον Κωνσταντίνο Καραμανλή μη τυχόν και δεν ψηφίσεις τον Κώστα Καραμανλή θα γκρεμιστεί το σπίτι σας. Το αποτέλεσμα είναι σε μια δημοκρατία – τουλάχιστον έτσι θέλετε να αποκαλείτε τον τρέχον πολίτευμα της χώρας – να επικρατεί οικογενειοκρατία με την έγκριση και την ψήφο του λαού, τα πρόσωπα αλλάζουν το επίθετο μένει ίδιο.
Τι χρειαζόμαστε; Αλλαγή… Αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό, αλλαγή στη συμπεριφορά των πολιτών, αλλαγή στη νοοτροπία της ζωής. Σύμφωνα με μια πολύ γνωστή ρήση – όχι δεν την είπε o Αϊνστάιν – «ο ορισμός της παράνοιας είναι να κάνεις το ίδιο πράγμα ξανά και ξανά περιμένοντας διαφορετικά αποτελέσματα».