Η Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων (Transatlantic Trade and Investment Partnership – TTIP) είναι μία διμερής συμφωνία μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αφορά κυρίως το εμπόριο και τις επενδύσεις και έχει ως στόχο να θέσει το γενικό πλαίσιο και τους κανόνες μίας μακροχρόνιας εμπορικής συμφωνίας η οποία θα δεσμεύσει όλα τα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πιο συγκεκριμένα η συμφωνία αφορά τους τομείς της εργασίας, τον δημόσιο τομέα, το περιβάλλον, την ασφάλειας τροφίμων, τα προσωπικά δεδομένα και τέλος αποσκοπεί στην εμβάθυνση και διευθέτηση των διαφορών μεταξύ των επενδυτών και των Κρατών μέσω της δημιουργίας ενός ειδικού συστήματος επίλυσης των διαφορών επενδυτή- κράτους, ISDS (Investor-State Dispute Settlement). Οι διαπραγματεύσεις ξεκίνησαν τον Ιούλιο του 2013 και πραγματοποιούνται εναλλάξ στις ΗΠΑ και στις Βρυξέλλες. Μέχρι σήμερα έχουν πραγματοποιηθεί δώδεκα συναντήσεις με την πιο πρόσφατη να λαμβάνει χώρα στις 22 Φεβρουαρίου 2016 στις Βρυξέλλες.
Η TTIP έχει δεχτεί σκληρή κριτική από χιλιάδες πολίτες τόσο της Ευρώπης όσο και των ΗΠΑ. Ακόμη ενάντια στην Συμφωνία έχουν ταχθεί πολιτικά κόμματα, εργατικά συνδικάτα, διάφορες οργανώσεις που ασχολούνται με την προστασία του περιβάλλοντος, τη δημόσια υγεία, τη κοινωνική δικαιοσύνη, την προστασία των καταναλωτών κ.α. . Η κριτική που έχει ασκηθεί αφορά πρωτίστως τη διαφάνεια των διαπραγματεύσεων, και την απουσία οποιασδήποτε δημοκρατικής συμμετοχής σε αυτές, καθώς επίσης και τα μέτρα τα οποία αυτή επιφέρει, σε καίριους τομείς, τα οποία είναι αρκετά ανησυχητικά καθώς σε πολλές περιπτώσεις καταπατούν τα ανθρώπινα και εργασιακά δικαιώματα.
Πιο αναλυτικά όσον αφορά τα εργασιακά δικαιώματα η Συμφωνία αυτή θα επιφέρει σημαντικές αλλαγές καθώς οι εργασιακές σχέσεις θα προσαρμοστούν στο αμερικάνικο μοντέλο το οποίο είναι ελαστικότερο και δεν προσφέρει ιδιαίτερη μέριμνα στα δικαιώματα των εργαζομένων. Ακόμη υπάρχει η υποψία ότι πολλοί ευρωπαίοι εργαζόμενοι θα απομακρυνθούν από την αγορά εργασίας καθώς ενθαρρύνεται η αύξηση προμηθειών σε αγαθά και υπηρεσίες που προέρχονται από τις ΗΠΑ. Στον τομέα των τροφίμων οι κανονισμοί οι οποίοι ισχύουν μέχρι τώρα σχετικά με την ασφάλεια των τροφίμων θα υποβιβαστούν, ακολουθώντας τα αμερικανικά πρότυπα και θα επέλθει άρση των περιορισμών παραγωγής και εμπορίας των προϊόντων. Κάτι τέτοιο θα επηρεάσει σημαντικά και τους τομείς της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Όσον αφορά τον τομέα του περιβάλλοντος η TTIP εγείρει θέματα αύξησης του διοξειδίου του άνθρακα με αποτέλεσμα την αύξηση των ρύπων της ατμόσφαιρας καθώς και την αποδυνάμωση της Ευρωπαϊκής Οδηγίας για την Ποιότητα Καυσίμων. Στον δημόσιο τομέα η TTIP ενθαρρύνει την ιδιωτικοποίηση του τομέα της υγείας, της παιδείας και άλλων οργανισμών κοινής ωφελείας όπως για παράδειγμα το νερό και η ηλεκτρική ενέργεια. Το πιο σημαντικό σημείο όμως είναι ότι ένα κράτος δεν θα μπορεί εύκολα να ανατρέψει την ιδιωτικοποίηση του δημοσίου τομέα αφότου αυτή έχει συντελεστεί. Επιπλέον η TTIP εφαρμόζει αυστηρό πλαίσιο υπεράσπισης των ιδιωτικοποιήσεων και των όρων που εμπεριέχονται στις συμβάσεις των ιδιωτικοποιήσεων. Όσον αφορά τις επιλύσεις των διαφορών μεταξύ των επενδυτών και του Κράτους, η TTIP δίνει την δυνατότητα σε πολυεθνικές εταιρείες να προσφύγουν κατά συγκεκριμένων κρατών για αποφάσεις δημόσιας πολιτικής, οι οποίες επέφεραν ζημιές στα κέρδη τους. Οι διαφορές αυτές θα επιλύονται μέσω ενός συστήματος επίλυσης διαφορών επενδυτή- κράτους ( ISDS- Investor- State Dispute Settlement). Σύμφωνα με αυτό οι πολυεθνικές εταιρείες θα έχουν το δικαίωμα να αμφισβητούν τις δημοκρατικές αποφάσεις των κρατών, με αποτέλεσμα κάτι τέτοιο να επιφέρει την σταδιακή υποβάθμιση του ρόλου του κράτους και την υποβίβαση των εθνικών συστημάτων δικαιοσύνης απέναντι σε υπερεθνικές εταιρείες. Τέλος, σχετικά με τα προσωπικά δεδομένα η TTIP επιχειρεί να αποδυναμώσει οποιαδήποτε νομοθεσία αφορά την προστασία των προσωπικών δεδομένων και να επιφέρει την πρόσβαση διαφόρων επιχειρήσεων σε αυτά για εμπορική χρήση, ανοίγοντας έτσι μία συζήτηση περί επανεξέτασης των κανόνων προς όφελος των εταιρειών, αφήνοντας εκτεθειμένους χιλιάδες πολίτες, καταπατώντας τα ανθρώπινα δικαιώματά τους.
Η Διατλαντική Εταιρική Σχέση Εμπορίου και Επενδύσεων μπορεί όντως να επιφέρει την αύξηση και την διευκόλυνση του διεθνούς εμπορίου μεταξύ των ΗΠΑ και της Ευρώπης, καθώς επίσης να επιφέρει οικονομική ανάπτυξη και αύξηση των επενδύσεων σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παρ’όλα αυτά οι επιπτώσεις που θα προκαλέσει σε καίριους τομείς της ανθρώπινης ανάπτυξης, του περιβάλλοντος και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι μέγιστης σημασίας και μη αναστρέψιμες. Ο ανθρώπινος παράγοντας και η βιωσιμότητα του γίνεται έτσι δευτερεύουσας σημασίας, καθώς το κέρδος μετατρέπεται σε κυρίαρχο στόχο.