Το 1335 ο Κάρολος Α’ της Ουγγαρίας, ο Καζμίρ Γ’ ο Μέγας και ο Ιωάννης της Βοημίας συναντιούνται στο Βίσεγκραντ της Πέστης με σκοπό να δημιουργήσουν νέες εμπορικές διαδρομές προς τις μεγάλες Ευρωπαϊκές αγορές. 656 χρόνια μετά, στις 15 Φεβρουαρίου το 1991, οι αρχηγοί των κρατών της Ουγγαρίας, της Πολωνίας και της Τσεχοσλοβακίας, συναντιούνται στο ίδιο μέρος με σκοπό να προωθήσουν την Ευρωπαϊκή τους ενσωμάτωση καθώς και να εξελίξουν την στρατιωτική, οικονομική και ενεργειακή τους συνεργασία, δημιουργώντας έτσι το λεγόμενο «Τρίγωνο του Βίσεγκραντ». Μετά από πολυετείς διαβουλεύσεις και την διάσπαση της Τσεχοσλοβακίας (1993), Ουγγαρία, Πολωνία, Τσεχία και Σλοβακία καταφέρνουν να ενταχθούν στην Ευρωπαϊκή Ένωση την 1η Μαΐου 2004. Σήμερα, τα κράτη – μέλη του Visegrád Group (ή αλλιώς V4) βρίσκονται στο προσκήνιο. Η πολιτική και περιφερειακή τους συνεργασία είναι εντονότερη όσο ποτέ, συγκροτώντας ένα ισχυρό μέτωπο αποσταθεροποίησης εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν θα θέλαμε να προσδώσουμε ένα βασικό χαρακτηριστικό στο μέτωπο των V4, αυτό δεν είναι άλλο από την γνωστή εθνολαϊκιστική καραμέλα του «προτάγματος της εθνικής κυριαρχίας έναντι της καταπιεστικής ευρωπαϊκης ελίτ των Βρυξελλών». Και δεν θα μπορούσε βέβαια το μείζον πρόβλημα του προσφυγικού να μην αποτελέσει αφορμή για την εξωτερίκευση αυτού του προτάγματος.
Ξεκινώντας λοιπόν από την πλέον «αγαπητή» σε όλους Ουγγαρία, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ηγείται της συμμαχίας. Ο συγκεντρωτισμός του Viktor Orbán έχει μετατρέψει την Ουγγαρία σε μια άκρως συντηρητική δύναμη καθιστώντας τη θέση του κυβερνώντος κόμματος Fidesz στο Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα αρκετά αμφισβητίσημη. Από το νόμο για τα ΜΜΕ το 2010, στην τροποποίηση του συντάγματος το 2013 και από τον συνοριακό φράχτη το 2015, στην πρόταση για διεξαγωγή δημοψηφίσματος ούτως ώστε να υπάρξει λαϊκή νομιμοποίηση της αντι-μεταναστευτικής πολιτικής, η εθνικοσυντηρητική κυβέρνηση Orbán κάνει επίδειξη καταστρατήγησης της ελεύθερης αστικής δημοκρατίας στην χώρα. Το mediaκό τοπίο έχει μεταμορφωθεί σε τσιφλίκι κυβερνητικής προπαγάνδας και η τροποποίηση του εκλογικού νόμου πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα χωρίς φειδώ. Και φυσικά, ο διασκορπισμός ξενοφοβίας και επίρριψης ευθυνών στους εταίρους Ευρωπαίους ηγέτες κυρίως για το θέμα του προσφυγικού, έρχεται και παρέρχεται. Ο ρόλος της Ουγγαρίας ως ηγετική δύναμη της συμμαχίας των V4, αποτυπώνεται τόσο στην «πρωτοποριακή» (σε σχέση με τα άλλα 3 κράτη – μέλη) στροφή της στις εθνικοσυντηρητικές πολιτικές όσο και στην σχεδόν κυνική ευκολία που έχει στην εφαρμογή των πολιτικών αυτών.
Η πρόσφατη ανάδειξη του σκληρού συντηρητικού κόμματος PiS (Νόμος και Δικαιοσύνη) στο τιμόνι της Πολωνίας με πρωθυπουργό την Beata Szydło, ενίσχυσε ιδιαίτερα το ευρωσκεπτικιστικό μέτωπο. Βαδίζοντας στα χνάρια της «ορμπανοποίησης», η πολωνική κυβέρνηση ψήφισε νόμους που περιορίζουν την ανεξάρτητη αρχή της δικαιοσύνης και ταυτόχρονα γίνονται προσπάθειες χειραγώγησης των δημοσίων ΜΜΕ αλλά και των δημοσίων υπηρεσιών, με απευθείας διορισμό κυβερνητικών υπευθύνων. Παράλληλα, η αντι – μεταναστευτική ρητορική στο θέμα του προσφυγικού (ακόμα και πριν την εκλογή του PiS) τοποθετεί την Πολωνία στον σκληρό πυρήνα των χωρών που απορρίπτουν κάθε πρόταση εταίρων Ευρωπαίων ηγετών που σχετίζεται με την ανακατανομή ή την ποσόστωση των προσφύγων. Μάλιστα, βασικός υπαίτιος για την ανεξέλεγκτη τροπή του προσφυγικού κατά την πολωνική κυβέρνηση είναι ξεκάθαρα η καγκελάριος της Γερμανίας Angela Merkel με την πολιτική των ανοιχτών συνόρων που εφήρμοσε.
Όσον αφορά τις περιπτώσεις της Τσεχικής Δημοκρατίας και της Σλοβακίας, τα πράγματα είναι πιο ήπια στο εσωτερικό τους, δεδομένου ότι οι σοσιαδημοκρατικές κυβερνήσεις των Bohuslav Sobotka και Robert Fico αντίστοιχα είναι πιο μετριοπαθείς από τις κυβερνήσεις της Ουγγαρίας και της Πολωνίας. Ωστόσο, πρέπει να ληφθούν υπόψιν τα υψηλά ποσοστά ξενοφοβίας που υπάρχουν σε αυτές τις κοινωνίες, γεγονός που εκμεταλλεύονται οι κυβερνήσεις για να δικαιολογήσουν την εξωτερική τους πολιτική και επιδίδονται σε ξενοφοβικές κορώνες. Η ισχυρή και αμετάκλητη στάση των ηγετών τους να εμμένουν στην συνολική πολιτική του Visegrád Group υπονομεύοντας τις αποφάσεις και τους χειρισμούς των υπολοίπων κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι μια στάση που αποσκοπεί σε μια γενικότερη περιφεριακή ισχύ. Μην ξεχνάμε την στρατιωτική βοήθεια που παραχωρήθηκε από τους Τσέχους στη FYROM για τη φύλαξη των συνόρων και την κατασκευή του συνοριακού φράχτη ή την «επίσκεψη» του Robert Fico στα σύνορα Γευγελής. Η ισχύς που θέλει να εγκαθιδρύσει το Visegrád Group βρίσκει πρόσφορο έδαφος και με την συνεργασία της Αυστρίας, μιας και έχουν βρει ως αποδιοπομπαίο τράγο την Ελλάδα στο θέμα της μη φύλαξης των συνόρων και της ανεξέλεγχτης προσφυγικής ροής.
Το Visegrád Group λοιπόν, δεσπόζει «περήφανα» κεντρικά της Ευρωπαϊκής ηπείρου και αναβιώνει την περιφερειακή συνεργασία των κρατών – μελών του με ένα πολύ ιδιαίτερο τρόπο. Μέσα σε ένα κλίμα καταπάτησης των δημοκρατικών θεσμών, ρατσιμού και κλειστών συνόρων, ανθούν οι εθνολαϊκιστικές πολιτικές. Την ιστορία όπου μια «έντιμη» πολιτική δύναμη έρχεται για να βάλει τέλος στους προηγούμενους διεφθαρμένους και παράλληλα να υπερασπίσει με σθένος την εθνική κυριαρχία της χώρας έναντι των «κακών ξένων» (ή των «κακών ντόπιων πλουσίων») την έχουμε ζήσει πολλές φορές τον τελευταίο καιρό σε διάφορες παραλλαγές (ΣΥΡΙΖΑ, Front National, UK Independence Party, Podemos, Freiheitliche Partei κλπ). Στην προκειμένη περίπτωση όμως έχουμε να κάνουμε με μια συμμαχία κρατών, ανάχωμα μέσα σε μια μεγαλύτερη συμμαχία που υποτίθεται ότι απαιτεί συνοχή ούτως ώστε να συνεχίσει την πορεία της. Είναι αμέσως επόμενο λοιπόν, να είναι ένας ισχυρός πόλος αποσταθεροποίησης όχι μόνο της κοινής ευρωπαϊκής πορείας, αλλά και της φιλελεύθερης αστικής δημοκρατίας εν γένει. Άλλωστε δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι μιλάμε για κράτη τα οποία εντός 25ετίας υπέστησαν μεταβάσεις μεγάλου εύρους. Από «υπαρκτό σοσιαλισμό» σε καπιταλισμό και από «κοινό ευρωπαϊκό όραμα» σε εθνικοσυγκεντρωτισμό, πολλές δηλαδή αλλαγές σε μικρό χρονικό διάστημα με τα κενά που δημιουργούνται να είναι ιδιαίτερα μεγάλα.