Το 2009 ξεκίνησαν οι εμπορικές διαπραγματεύσεις για τη συμφωνία ανάμεσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και τον Καναδά, με στόχο τη σύναψή της τελευταίας που επετεύχθη το 2014, με το κλείσιμο των διαπραγματεύσεων και την υπογραφή της τον Ιούλιο του 2016, γεγονός που συνοδεύεται από την επικύρωσή της από τα εθνικά κοινοβούλια των 28 κρατών – μελών. Πρόκειται για την CETA (Comprehensive Economic and Trade Agreement), η οποία αποσκοπεί στην απελευθέρωση του εμπορίου μεταξύ των 2 πλευρών, με κατάργηση του μεγαλύτερου μέρους των δασμών στις συναλλαγές και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας τόσο στην Ευρώπη, όσο και στον Καναδά. Προσομοιάζει στην TTIP, την αμφιλεγόμενη συμφωνία μεταξύ της Ε.Ε. και των Η.Π.Α., η οποία αντιμετωπίζει προβλήματα στην εφαρμογή της, λόγω των αντιδράσεων που συναντώνται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Προστατεύονται επίσης τα δικαιώματα των εργαζομένων και η ασφάλεια των τροφίμων, σημεία που αποτελούν πεδίο αντιδράσεων από περιβαλλοντικούς ακτιβιστές και συνδικαλιστές σε εμπορικές ενώσεις.
Απαριθμώντας τα θετικά του κειμένου, πρόκειται για μία συμφωνία που συμβάλλει στην απελευθέρωση του εμπορίου μεταξύ των 2 μερών, με θετικά αποτελέσματα στη μείωση της ανεργίας και δυνατότητα για μεγαλύτερη και χωρίς περιορισμούς κινητικότητα του ανθρώπινου δυναμικού, δείγμα της φιλοσοφίας που διακατέχει την Ένωση στο εσωτερικό της, με την εφαρμογή των θεμελιωδών ελευθεριών κίνησης βάσει του οικονομικού της δικαίου. Μέσω της CETA προωθείται η απασχόληση σε όλη την Ευρώπη, ενώ παράλληλα δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για την προσέλκυση περισσότερων Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ). Περιορίζονται οι δασμοί στις εισαγωγές και εξαγωγές των βιομηχανικών αγαθών και σύμφωνα με μελέτες της Κομισιόν, αυτό θα επιφέρει περισσότερα από 500 εκ. εξοικονομημένα Ευρώ για τους ευρωπαϊους εξαγωγείς ετησίως. Διασφαλίζονται τα υψηλά στάνταρ για τα τρόφιμα και υιοθετούνται πολιτικές φιλικές προς το περιβάλλον, σε τομείς όπως η αλιεία. Η υπογραφή δημοσίων συμβάσεων για τις εταιρίες της Ευρώπης στον Καναδά καθίσταται ευκολότερη, μιας και η κυβέρνηση του Καναδά πληρώνει μεγάλα ποσά για την αγορά αγαθών και υπηρεσιών από ιδιωτικές εταιρίες, συνεπώς τους δίνεται η δυνατότητα για επενδύσεις και ενίσχυση των εσόδων τους. Επιπρόσθετα, έχουμε εναρμόνιση των νομοθεσιών σε ζητήματα εξαγωγών, καθιστώντας το νομικό πλαίσιο απλούστερο και ενοποιημένο, γεγονός που κάνει ευκολότερο το σχεδιασμό των επιχειρήσεων και στις 2 πλευρές. Κατοχυρώνονται πλήρως τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας σε μια σειρά από προϊόντα, όπως τα φαρμακευτικά σκευάσματα και τα τρόφιμα, προστατεύοντας τη δουλειά των εργαζομένων σ’ αυτούς τους κλάδους. Απελευθερώνεται επίσης το εμπόριο των υπηρεσιών, με έμφαση στα χρηματοοοικονομικά και τις τηλεπικοινωνίες. Τέλος, διασφαλίζονται πλήρως τα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα των πολιτών και προστατεύεται το περιβάλλον, σημεία δηλαδή τριβής για συνδικαλιστικές ομάδες, φορείς και ΜΚΟ σε όλη την Ευρώπη.
Εν αντιθέσει με όσα αναφέραμε προηγουμένως, οι αντιδράσεις ενάντια στην εφαρμογή της συμφωνίας γιγαντώνονται διαρκώς, με τη χαριστική βολή να έρχεται από το Βέλγιο. Η τοπική βουλή της Βαλλονίας απέρριψε το κείμενο της συμφωνίας, μπλοκάροντας την εφαρμογή της και εμποδίζοντας την επικύρωσή της από τη χώρα συνολικά. Ενδεικτικό είναι το γεγονός πως η περιοχή έχει ισχυρές σοσιαλιστικές καταβολές και σε συνδυασμό με τη ρητορική ομάδων ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, δυσκολεύει κατά πολύ η παροχή θετικής ψήφου από το κοινοβούλιό της. Ενστάσεις απέναντι στη συμφωνία παρατηρούνται και στην Αυστρία, με τους σοσιαλιστές να διατυπώνουν την αντίθεσή τους στο τελικό κείμενο, με πορείες διαμαρτυρίας να λαμβάνουν χώρα σε όλη την Ευρώπη. Σύμφωνα με τις θέσεις τους, υπάρχει κίνδυνος για τους μικρομεσαίους αγρότες και τα εργασιακά δικαιώματα, καθώς το ενδεχόμενο για απολύσεις εργαζομένων είναι μεγάλο, εάν υιοθετηθούν πιο ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Εκφράζονται φόβοι για φθηνότερες εισαγωγές σε γεωργικά και βιομηχανικά αγαθά, με αποτέλεσμα να υπάρξουν μεγάλες μειώσεις στα εισοδήματα των εργαζομένων, σε συνέχεια όσων αναλύθηκαν ανωτέρω. Αξίζει να σημειωθεί πως το βέτο της Βαλλονίας και οι αντιδράσεις που διατυπώνονται πανευρωπαϊκά λειτουργούν ενισχυτικά στην αποτροπή της εφαρμογής της συμφωνίας με τις Η.Π.Α., κάτι που οξύνει τη ρητορική ενάντια στην CETA και προβληματίζει ακόμα περισσότερο την ηγεσία της Ε.Ε.. Αντιδράσεις υπάρχουν και στον Καναδά, με φόβους για απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και περαιτέρω ιδιωτικοποίηση της οικονομίας να εκφράζονται εντόνως, με βαρύτητα σε δημόσια αγαθά όπως το νερό και η ενέργεια. Οι πορείες χιλιάδων πολιτών σε Πολωνία, Γαλλία και Ισπανία σχεδόν μια εβδομάδα νωρίτερα, αποτυπώνουν το αρνητικό «αντι» – κλίμα που υπάρχει απέναντι στη συμφωνία, με τους πολίτες να αμφισβητούν τη νομιμότητά της, να τη χαρακτηρίζουν βολική για τις πολυεθνικές εταιρίες και απειλή για την τοπική αγροτική παραγωγή.
Συνοψίζοντας, η εν λόγω συμφωνία μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά επωφελής και για τις 2 πλευρές, ιδίως σε ό,τι αφορά στο κομμάτι της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας και της ενίσχυσης των εξαγωγών, ωστόσο είναι ζωτικής σημασίας η προστασία του περιβάλλοντος, των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων και πρέπει να διαφυλαχθούν με κάθε τρόπο, καθώς είναι προς το συμφέρον των πολιτών, οι οποίοι είναι οι βασικοί δρώντες στο πεδίο του εμπορίου. Είτε εργάζονται σε επιχειρήσεις είτε αυτόνομα, οφείλουν να γνωρίζουν τα πάντα αναφορικά με τις διατάξεις της και να αισθάνονται ασφαλείς, από την σκοπιά δηλαδή προστασίας του κόπου τους, νομικά και ουσιαστικά. Αναμένουμε από τις κυβερνήσεις και την Ε.Ε., να λάβουν σοβαρά υπόψιν τις αντιδράσεις των πολιτών και να ενεργήσουν προς την κατεύθυνση της διαφάνειας, ώστε να επιτευχθεί το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα για την Ένωση, ικανοποιώντας τις ανάγκες όλων των ομάδων που διαμαρτύρονται, με αναπτυξιακό πρόσημο και συμβολή στην επιστροφή στην ευημερία.