Η κατάρρευση του αμερικανικού χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, το επονομαζόμενο κραχ του 1929, πυροδότησε αλυσιδωτές αντιδράσεις στις οικονομίες των κρατών όλου του κόσμου και ιδιαιτέρως σε αυτές των ασθενέστερων κρατών της Ευρώπης, οι οποίες προσπαθούσαν να σταθούν στα πόδια τους μετά τη δίνη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Λίγα μόλις χρόνια μετά τη λήξη του Μεγάλου πολέμου το κλίμα φόβου και αβεβαιότητας θα επέστρεφε στην καθημερινότητα των λαών της Ευρώπης, ενώ παράλληλα οι συνέπειες της παγκόσμιας οικονομικής κατάρρευσης θα γίνονταν ορατές σε κάθε επίπεδο των εθνικών οικονομιών. Το εμπόριο και η γεωργία καταποντίστηκαν, ενώ και η βιομηχανία δεν ήταν δυνατό να συνεχίσει την παραγωγή στον ίδιο βαθμό. Άμεση συνέπεια αυτού ήταν να πληγούν τα προσωπικά εισοδήματα και οι περισσότερες χώρες να εισέλθουν σε ιδιαίτερο οικονομικό καθεστώς ώστε να περιορίσουν τις εθνικές τους απώλειες. Η εσωστρέφεια των κρατών ήταν το φυσικό επακόλουθο της κατάστασης, το κάθε κράτος οχυρώθηκε όσο καλύτερα μπορούσε στην προσπάθειά του να διαχειριστεί την κατάσταση χωρίς εξωτερικές παρεμβάσεις. Τα Ευρωπαϊκά -και όχι μόνο- κράτη θα συνειδητοποιούσαν και θα έρχονταν αντιμέτωπα με τις προηγούμενες αποφάσεις τους που τους οδήγησαν στον υπέρογκο δανεισμό και την κατάρρευση των εθνικών οικονομιών τους.
Η δεκαετία του 1930 βρίσκει τα περισσότερα κράτη της Ευρώπης σε μια κατάσταση φτώχειας, ανισοτήτων και εξαθλίωσης. Οι δημαγωγοί έρχονται στο προσκήνιο και το έδαφος είναι ιδανικά στρωμένο για να φυτευτεί ο σπόρος του φανατισμού στις ψυχές των ανθρώπων που προσδοκούν στη βελτίωση των συνθηκών ζωής τους και την εξασφάλιση των πρώτων αναγκών τους. Οι συνθήκες είναι ευνοϊκές για ηγέτες όπως ο Μουσολίνι, ο οποίος κυβερνά την Ιταλία ήδη από το 1922, καθώς επίσης και τον Χίτλερ, ο οποίος εκλέγεται Καγκελάριος το 1933. Ο φασισμός ριζώνει στην Ευρώπη και ,το χειρότερο, στη συνείδηση των ανθρώπων οδηγώντας τον κόσμο με μαθηματική ακρίβεια στην καταστροφή. Η απουσία πνευματικών αξιών και καλλιέργειας και η προσπάθεια απομυθοποίησης των ευεργετικών συνεπειών της εκπαίδευσης συνετέλεσαν καθοριστικά, σε συνδυασμό με την υλική αβεβαιότητα και τη γενικευμένη δυσαρέσκεια στην άνοδο κινημάτων φασιστικών, ναζιστικών, αντισημιτικών στην Γηραιά Ήπειρο. Διαχρονικά, άλλωστε, ακραία κινήματα ευδοκιμούν, όταν οι άνθρωποι παύουν να σκέφτονται, καθώς επικρατούν άλλες συνθήκες που έχουν θολώσει την κρίση και τη διαύγειά τους, με αποτέλεσμα να μην συνειδητοποιούν τις συνέπειες των αποφάσεων που λαμβάνουν. Με τον τρόπο αυτόν οδηγηθήκαμε στην κήρυξη το 1939 του πιο αιματηρού πολέμου που γνώρισε η οικουμένη, με εκατομμύρια χαμένες ανθρώπινες ψυχές και με μοναδικό θριαμβευτή το μίσος μεταξύ των ανθρώπων και τον σπαραγμό των αποδεκατισμένων οικογενειών.
Με μια πρώτη ανάγνωση όλων αυτών αυτόματα το μυαλό μας τοποθετείται στο σήμερα και στις συνθήκες που βιώνει η Ευρώπη από το 2007 και έπειτα, οπότε ξέσπασε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση, που οδήγησε με τη σειρά της στην παγκόσμια οικονομική ύφεση του 2008, παρασύροντας σε άμεση κατάρρευση τις αδύναμες, ανοχύρωτες και άμεσα εξαρτώμενες από το υπάρχον τραπεζικό σύστημα οικονομίες των Ευρωπαϊκών κρατών. Η κατάρρευση αυτή της οικονομίας συνοδεύεται από το 2008 και έπειτα από πολιτικές λιτότητας που εφαρμόζονται σε όλα σχεδόν τα κράτη της Ευρώπης -με το πρόσχημα ή όχι- της επίτευξης εξόδου από την κρίση συνολικά. Οι πολιτικές αυτές έχουν ως αποτέλεσμα τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας και της αβεβαιότητας, ειδικότερα των νέων, και ως εκ τούτου την κλιμακούμενη αύξηση της δυσαρέσκειας των λαών της Ευρώπης που δεν διαβλέπουν να επέρχεται λύση με την ακολουθούμενη πολιτική. Παράλληλα με την πολιτική αυτή έχει καλλιεργηθεί και η άκρως στερεοτυπική αντίληψη περί εργατικού Βορρά της Ευρώπης και τεμπέλη Νότου, ο οποίος Βορράς πρέπει να δουλεύει για να θρέφει το Νότο. Μπορεί, λοιπόν, κανείς εύκολα να συναγάγει πόσο πρόσφορο είναι το έδαφος για την καλλιέργεια ανάλογων επικίνδυνων αντιλήψεων που σκοπό έχουν να οδηγήσουν σε μια διχασμένη και όχι ενωμένη Ευρώπη -το αν υπήρξε βέβαια ποτέ ενωμένη Ευρώπη αποτελεί και αυτό ζήτημα προς εξέταση και σίγουρα σημαντικό παράγοντα της συνεκτικότητας των λαών-.
Οκτώ χρόνια έχουν περάσει και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα δείχνει να βαδίζει τυφλά προς την ίδια κατεύθυνση, μη έχοντας σκοπό την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής της και τη διατήρηση της υπάρχουσας προβληματικής, ομολογουμένως, διαχείρισης της κρίσης. Το γεγονός ότι η παρούσα διαχείριση είναι προβληματική καταδεικνύεται από τα ποσοστά των ερευνών που αποκαλύπτουν τον αριθμό των ανθρώπων, που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας καθώς επίσης και από την ανυπαρξία προόδου στο διάστημα που ακολουθείται αυτή η πολιτική, που ως μόνη συνέπεια έχει την περαιτέρω φτωχοποίηση των πολιτών των επιτηρούμενων και «προβληματικών» κρατών. Η δυσαρέσκεια και η αγανάκτηση πολλών συνανθρώπων μας είναι διάχυτη, το ανησυχητικό όμως είναι, πως αυτή η δυσαρέσκεια διοχετεύεται και κατευθύνεται και πάλι προς σκοτεινές και επικίνδυνες ατραπούς που δύνανται να επιφέρουν αλόγιστες συνέπειες στο άμεσο μέλλον. Έτσι, λοιπόν σαν κακός εφιάλτης από τα παλιά, σαν μια παλιά κακή ανάμνηση το «φάντασμα» του φασισμού, του ολοκληρωτισμού, του εθνικισμού ακόμη και του νεοναζισμού πλανάται πάνω από την Ευρώπη. Οι εκπρόσωποί, μάλιστα, των κινημάτων αυτών έχουν παγιωθεί ως τρίτη, ακόμη και ως δεύτερη δύναμη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, διακηρύσσοντας καθημερινά το μίσος προς τη διαφορετικότητα των λαών, υποσκάπτοντας την κοινωνική συνοχή και προωθώντας τη διχόνοια και επιβάλλοντας την έννοια της ανωτερότητας κάποιων ανθρώπων έναντι άλλων. Βέβαια, αυτό που λησμονούν είναι πως, ανέκαθεν ιστορικά, οι απόψεις αυτές δεν είχαν καμία θέση στις κοινωνίες των ανθρώπων και όποτε κέρδιζαν έδαφος ενεργοποιούνταν οι συλλογικές αντιδράσεις που έστελναν ιδεολογίες, όπως αυτές, στο χρονοντούλαπο της ιστορίας, λησμονώντας ωστόσο να ασφαλίσουν την κλειδαριά.
Ας προσπαθήσουμε, λοιπόν όλοι μαζί να ξεριζώσουμε από τις ψυχές των ανθρώπων αυτόν τον σπόρο του φασισμού, που φυτρώνει στη δυστυχία, καλλιεργείται από την αμάθεια και ποτίζεται από το νερό της ιστορικής λήθης και ιστορικά οδηγεί τον κόσμο στο μεγαλύτερο δεινό, τον πόλεμο. Οι επετειακές αυτές γιορτές-όπως του ΟΧΙ- συνεπώς δεν είναι μόνο για να γιορτάζουμε την ελευθερία μας και να τιμάμε τους ανθρώπους που πολέμησαν στο όνομα της, αλλά και για να θυμόμαστε ιστορικά τα καταστροφικά αποτελέσματα που έχουν προκαλέσει τα μίση και η διχόνοια στην ανθρωπότητα και πόσο εύκολα μπορεί να διολισθήσει κάποιος και να υποπέσει σε αυτά.
Γιατί δεν υπάρχει χειρότερη πράξη από άνθρωπο να σκοτώνει άνθρωπο. Γιατί όπως λέει ο Σοφοκλής με το στόμα της Αντιγόνης «Οὔτοι συνέχθειν ἀλλὰ συμφιλεῖν ἔφυν» (γεννήθηκα για να αγαπώ και όχι να τρέφω μίση).