Με αφορμή την πραγματοποίηση του ελληνικού Συμποσίου «Έτος Αριστοτέλη: Λόγος περί παθών – Από τη ρητορική του μίσους στη ρητορική της αποδοχής» στο οποίο παρευρέθηκα, θα ήθελα να παραθέσω τόσο τις εμπλουτισμένες σκέψεις μου, όσο και την άποψή μου για το φαινόμενο της ρητορικής μίσους (hate speech) αλλά και την κατά περίπτωση ποινικοποίησή του.
Το συμπόσιο φιλοξενήθηκε στον χώρο του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων. Υπεύθυνοι φορείς διοργάνωσης ήταν το British Council, το Πανεπιστήμιο Πειραιώς και η UNESCO. Οι τοποθετήσεις των ομιλητών, εκπαιδευτικών, πανεπιστημιακών και διακεκριμένων επαγγελματιών του χώρου της εκπαίδευσης, της νομικής, αλλά και ευρύτερα του χώρου της κοινωνίας των πολιτών, ήταν ποικίλες, ενδιαφέρουσες, άλλοτε συγκλίνουσες, άλλοτε αντικρουόμενες.
Το μίσος είναι παμπάλαιο. Σε αντίθεση με τη συζήτηση για την κοινωνική διάστασή του, που είναι αρκετά πρόσφατη. Όταν ξεκινά κανείς μια συζήτηση για τη ρητορική μίσους, διερωτάται κατ’αρχάς, σε ποιον τομέα εντάσσεται τελικά και με τι όρους άραγε πρέπει να συζητάται; Είναι ζήτημα νομικό, όπως υποδηλώνει η ποινικοποίησή του; Είναι ζήτημα πολιτικό, καθώς απαιτείται κάποια πολιτική πρωτοβουλία για να το καταστήσει κεντρικό κοινωνικό θέμα προς επίλυση, με αποτέλεσμα να το αναγνωρίσει ο νομοθέτης ως τέτοιο; Μήπως εν τέλει είναι ζήτημα κατ’αρχήν πολιτικής φιλοσοφίας, με μετέπειτα προεκτάσεις;
Ας δούμε αρχικά για τι πράγμα μιλάμε όταν μιλάμε για μια «Ρητορική του Μίσους». Η παρούσα σε όλες τις κοινωνίες, ακόμα και στις δημοκρατικές, βία γεννάται από το μίσος. Η Ρητορική Μίσους, είναι κάθε λόγος, κάθε έκφραση που απαξιώνει κάποιον λόγω του ότι ανήκει σε μια ομάδα. Ο Λόγος αυτός στρέφεται εναντίον ενός ταυτοτικού γνωρίσματος, ενώ συχνά αναδεικνύεται αν όχι σε κινητήριο λόγο δράσης και άρα αίτιό της, τουλάχιστον σε δικαιολογητική θεωρητική βάση της. Μαύροι, ομοφυλόφιλοι, ανάπηροι, εβραίοι κι άλλες ομάδες, όπως γυναίκες (σεξισμός) αλλά και μουσουλμάνοι (η ευρεία γνωστή πλέον σύγχρονη ισλαμοφοβία), είναι μερικές από τις κατηγορίες ενάντια στις οποίες στρέφεται συχνά η Ρητορική Μίσους. Αδιαπραγμάτευτα οι σύγχρονες δυτικές κοινωνίες έχουν θέσει στην ατζέντα τους τη συζήτηση γι’αυτήν, με αποκορύφωμα συχνά την ποινικοποίηση αυτής της εκδοχής του λόγου αλλά και τους διαλόγους σχετικά με τη διαδικτυακή του διάσταση.
Αναφορικά με τον νομικό κολασμό και τη χρησιμότητά του, τρείς είναι οι κύριες θέσεις που πρέπει να αναπτυχθούν και να ληφθούν υπόψη.
Η απαγόρευση της Ρητορικής Μίσους αποσκοπεί κατά κόρον στην πρόληψη των εγκλημάτων μίσους. Αυτή η παραδοχή συνδυάζεται με την πρωθύστερη παραδοχή πως ο Λόγος προκαλεί πράξεις. Όμως, παρότι προφανώς δεν είναι αποσυνδεδεμένος από αυτές, μπορούμε άραγε να αποδείξουμε πως συγκροτείται μεταξύ τους τελικά μια αιτιώδης συνάφεια; Ειδικά στην περίπτωση διάπραξης ενός εγκλήματος; Σαφώς επίσης δεν προβαίνουν σε πράξεις όλοι όσοι μιλούν απαξιωτικά για μια ομάδα και συνεπώς τα μέλη που τη συναποτελούν, ακόμη κι αν ορισμένοι το κάνουν.
Παρότι βέβαια μπορεί να μένει κανείς στα λόγια, και τους απαξιωτικούς προσβλητικούς χαρακτηρισμούς και να μη προβαίνει σε πράξεις έχουμε την ανάπτυξη μια άλλης προβληματικής. Εάν παραδεχόμαστε πως είναι υποχρέωση των δημοκρατιών να προάγουν και να προστατεύουν την ισότητα και την ελευθερία των πολιτών και κατοίκων τους, πραγματοποιείται κάτι τέτοιο άραγε όταν επιτρέπουν τέτοιου είδους συμπεριφορές στο εσωτερικό τους; Όταν επαναλαμβάνεται συνεχώς μια αρνητική ρητορική κατά μιας ορισμένης ομάδας ανθρώπων, δεν καταλήγει τούτο σε περιορισμό και προσβολή των δικαιωμάτων και της αξιοπρέπειάς τους;
Έπειτα, το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση στη δημοκρατία ούτως ή άλλως δεν είναι απόλυτο. Απόδειξη αποτελούν οι περιπτώσεις εξύβρισης και δυσφήμισης. Σε συγκεκριμένες περιπτώσεις ανά κράτος οι νόμοι περί ελευθερίας λόγου ποικίλλουν, όπως ακριβώς και η αποτελεσματικότητά τους. Στη χώρα μας για παράδειγμα η βλασφημία είναι μια μορφή λόγου που ποινικοποιείται, σε αντίθεση με την Ισλανδία που κατάργησε τον νόμο περί βλασφημίας το 2015. Στη Γαλλία υπάρχει νόμος για την τιμωρία της ρητορικής μίσους, ενώ τα σχετικά εγκήματα κατά ομάδων είναι πολλαπλά. Αντίθετα στις ΗΠΑ εν απουσία τέτοιου νόμου, τα εγκλήματα είναι λιγότερα. Άλλοτε, ιστορικά υπήρξε επιτακτική ανάγκη να θεσπιστεί αντίστοιχος νόμος, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, για ευνόητους λόγους.
Εν τέλει το ερώτημα που τίθεται συνεχώς με αυτού του είδους τις νομικές ντιρεκτίβες περί του Λόγου, είναι, που οδηγεί αυτή η ολοένα και περεταίρω ποινικοποίηση; Μήπως σε περιπτώσεις υπερβολής ολισθαίνουμε σε ποινικοποιήσεις του αδικήματος της Γνώμης; Παραφράζοντας λίγο τον J. Rawls στην προβληματική του, μήπως η δημοκρατία απαιτεί και την ανοχή της μισαλλοδοξίας; Μήπως πρέπει να δείχνουμε ανοχή, ακόμα και στους εχθρούς της ανοχής;
Κάθε κράτος σήμερα απαντά διαφορετικά σε αυτά τα ερωτήματα. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα παραμένει βασικότερο το πρόταγμα της ελευθερίας, έναντι της «προστασίας των αδυνάτων» όπως νοηματοδοτούν άλλα κράτη τέτοιους νόμους.
Η λύση πάντως μπροστά στο εν βρασμώ περιεχόμενο μιας χύτρας ταχύτητας δεν είναι να κλείνουμε το καπάκι, αλλά να χαμηλώσουμε τη φωτιά.
Έτσι λοιπόν πιστεύοντας πως η ελευθερία του λόγου αποτελεί τη θεμελιακή βάση της δημοκρατίας και μάλιστα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά που την κάνουν να ξεχωρίζει από άλλα πολιτεύματα, αντιτίθεμαι σε λύσεις όπως η ποινικοποίηση του λόγου ελαφρά τη καρδία. Η ποινικοποίηση πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ και μόνο σε εξαιρετικές κοινωνικο-ιστορικές περιστάσεις.
Όλα τα παραπάνω φυσικά δεν συνεπάγονται μία παθητική στάση μου απέναντι στα πολύ σοβαρά ζητήματα που ανακύπτουν από τις πρακτικές άσκησης μιας τέτοιας ρητορικής. Κάθε άλλο, πιστεύω σθεναρά πως είναι επιτακτικές οι αναλήψεις σχετικών δράσεων. Υπάρχουν πολλά άλλα μέσα τα οποία, αποτελεσματικότερα από την εκ των υστέρων καταπολέμηση και αντιμετώπιση, δίνουν τη δυνατότητα πρόληψης. Ως τέτοια πρόληψη ορίζω την απαραίτητη καλλιέργεια και εκπαίδευση των πολιτών στα ανθρώπινα δικαιώματα, τη δημοκρατική συνείδηση και την κουλτούρα ανοχής. Αξίες και έξεις, δημοκρατικές, ευρωπαϊκές, απαραίτητες. Έξεις που πρωταρχικά πρέπει να καλλιεργούνται από το σχολείο.