Την Κυριακή 23 Απριλίου, έλαβε χώρα ο πρώτος γύρος των προεδρικών εκλογών στη Γαλλία, των πιο αμφίρροπων των τελευταίων δεκαετιών. Με το αποτέλεσμα να κρίνεται κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή και τους τέσσερις βασικούς υποψηφίους να βρίσκονται πολύ κοντά μεταξύ τους στις δημοσκοπήσεις . Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν σε μία χώρα με σημαίνοντα ρόλο στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, η οποία το τελευταίο διάστημα πλήττεται από την τρομοκρατία και την οικονομική ύφεση. Η Γαλλία, ένα κράτος του οποίου οι αρχές διέπουν την ευρωπαϊκή πολιτική κουλτούρα εκλήθη να αποφασίσει ποιοι θα είναι οι δύο υποψήφιοι που θα διεκδικήσουν την προεδρία της στο δεύτερο γύρο στις 7 Μαΐου μέσα σ’ ένα κλίμα αστάθειας και αβεβαιότητας.
Τέσσερις ήταν οι βασικοί υποψήφιοι, ο Εμανουέλ Μακρόν, ανεξάρτητος, που κατόρθωσε να περάσει στο δεύτερο γύρο ως πρώτος με ποσοστό 24,01%. Η επικεφαλής του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν με ποσοστό 21,3%, συγκεντρώνοντας το καλύτερο ποσοστό για το κόμμα της μετά τις εκλογές του 2002. Ο Φρανσουά Φιγιόν, επικεφαλής της κεντροδεξιάς και πρώην πρωθυπουργός, συγκεντρώνοντας το 20,01% των ψήφων και ο Ζαν – Λουκ Μελανσόν, υποψήφιος της γαλλικής αριστεράς, που κατέλαβε την τέταρτη θέση με ποσοστό 19,58%.
Να σημειωθεί πως ο υποψήφιος των γάλλων σοσιαλιστών Μπενουά Αμόν συγκέντρωσε μόλις το 6,36% των ψήφων, δείγμα της έντονης αποδοκιμασίας των πολιτών προς το κόμμα του απερχόμενου γάλλου προέδρου, Φρανσουά Ολάντ, για την πενταετή διακυβέρνησή του. Η μάχη μεταξύ των τεσσάρων πρώτων ήταν εξαιρετικά μεγάλη, με την απόσταση μεταξύ τους να είναι εξαιρετικά μικρή. Βάσει αυτού του γεγονότος καταδεικνύεται η ρευστότητα της εκλογικής αυτής αναμέτρησης και το αβέβαιο του αποτελέσματος. Ακόμη, αξίζει να σημειωθεί, η πολύ μεγάλη συμμετοχή του γαλλικού εκλογικού σώματος, με το ποσοστό να ανέρχεται στο 79% και την αποχή να κυμαίνεται στο 21%, γεγονός που δείχνει τη σημασία των εκλογών για τους γάλλους εντός και εκτός συνόρων.
Αναλύοντας το εκλογικό αποτέλεσμα, ο κεντρώος υποψήφιος Εμανουέλ Μακρόν, πρώην στέλεχος της τράπεζας Rothschild και υπουργός οικονομίας επί προεδρίας Ολάντ με το νεοσύστατο κίνημα ”En Marche!”, φιλοδοξεί να γίνει ο επόμενος πρόεδρος της Γαλλίας, προβάλλοντας ένα φιλοευρωπαϊκό προφίλ, υπεραμυνόμενος της συμμετοχής της χώρας στην ΕΕ και στην ευρωζώνη, με φιλελεύθερες ιδέες και χαίρει μεγάλης υποστήριξης εντός και εκτός της χώρας. Ακόμη, χαίρει της στήριξης του οικονομικού, πολιτικού και “μιντιακού” κατεστημένου, αλλά και πολλών πολιτικών στην Ευρώπη, με χαρακτηριστική εκείνη του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, υπουργού οικονομικών της Γερμανίας. Στο πρόσωπό του αντανακλώνται οι ελπίδες για οικονομική ανάπτυξη της Γαλλίας και βελτίωση της κατάστασης συνολικά στο εσωτερικό και αντιμετώπιση της απειλής της τρομοκρατίας. Ο Μακρόν στηρίζει με θέρμη την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, με ενδεικτική την αναφορά του στη συγκρότηση μιας κοινής πολιτικής για την άμυνα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ή ακόμη καλύτερα, στην ισχυροποίηση και ενίσχυση του υπάρχοντος πλαισίου. Στο κομμάτι που αφορά τις σχέσεις με τη Γερμανία, υπάρχει η πεποίθηση πως ο Μακρόν θα μπορέσει να αναβαθμίσει το γαλλικό ρόλο και να επαναφέρει τη χαμένη αίγλη της Γαλλίας στην ΕΕ, κάνοντάς τη ρυθμιστή των εξελίξεων στο ενωσιακό οικοδόμημα και τερματίζοντας το ρόλο του κομπάρσου που μέχρι τώρα είχε, αφήνοντας τη Γερμανία να αποφασίζει κατά μόνας για τα κρίσιμα ζητήματα, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη της, ούσα “ο τελευταίος τροχός της αμάξης”.
Από την άλλη, η ακροδεξιά υποψήφια Μαρίν Λεπέν είναι η κερδισμένη των εκλογών, καθώς κατάφερε να περάσει στο δεύτερο γύρο χάρη στην αντιμεταναστευτική και λαϊκίστική της ρητορική, δίνοντας τεράστια έμφαση στα ζητήματα της άμυνας και της ασφάλειας. Ενισχυμένη πολιτικά μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις, επένδυσε στη ρητορική του φόβου και του μίσους, λέγοντας πως θα βγάλει τη Γαλλία από την ΕΕ και την ευρωζώνη, εξαγγέλλοντας μέτρα προστατευτισμού σε όλα τα επίπεδα, με έμφαση σε ασφάλεια και οικονομία. Παράλληλα, αξίζει να αναφέρουμε πως τα μεγαλύτερα ποσοστά της τα κατέγραψε σε αγροτικές περιοχές και κυρίως στην ανατολική και τη βόρεια Γαλλία, σε περιοχές όπου υπάρχουν πολλές βιομηχανίες, μεγάλη ανεργία και ισχυρό μεταναστευτικό στοιχείο (Καλαί π.χ.). Είναι μία ακόμα απόδειξη πως η ακροδεξιά και ο λαϊκισμός ανεβαίνουν διαρκώς στη γηραιά ήπειρο, καθώς η Γαλλία ακολουθεί την Ολλανδία, την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Βρετανία και τη Γερμανία ως προς την ενίσχυση των αντιευρωπαϊκών αισθημάτων. Ο κίνδυνος είναι εξαιρετικά μεγάλος και χρήζει τεράστιας προσοχής από τις πολιτικές ελίτ των κρατών.
Ταυτόχρονα, αξίζει να σταθούμε και στους υποψηφίους που δεν κατάφεραν να περάσουν στο δεύτερο γύρο των γαλλικών εκλογών, τους Φρανσουά Φιγιόν και Ζαν-Λουκ Μελανσόν, που κατέλαβαν την τρίτη και την τέταρτη θέση αντίστοιχα. Ο κεντροδεξιός υποψήφιος δεν μπόρεσε να ανακόψει την ανοδική πορεία του Μακρόν που μπόρεσε να λάβει και τις ψήφους των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων της δεξιάς, οι οποίοι θέλησαν να εκφράσουν τη δυσαρέσκειά τους και προς το πρόσωπό του, αλλά και προς την ίδια την παράταξη, κάτι το οποίο εκμεταλλεύτηκε και η Λεπέν, προσεγγίζοντας συντηρητικούς υποστηρικτές του εν λόγω χώρου. Ο Φιγιόν πλήρωσε εν πολλόις και την υπόθεση αργομισθίας της συζύγου του, καθώς επίσης και την έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του, με αναλυτές να κάνουν λόγο πως αν ο Αλαίν Ζιπέ κατέβαινε ως υποψήφιος του ρεπουμπλικανικού κόμματος, είναι πιθανό να περνούσε στον επόμενο γύρο μαζί με τον Μακρόν. Μαζί με το ποσοστό της γαλλικής δεξιάς και το αντίστοιχο του σοσιαλιστικού κόμματος υπέστη τεράστια μείωση, κατάλοιπο της αποτυχημένης πενταετίας Ολάντ στο τιμόνι της Γαλλίας, με τη δημοτικότητα του απερχόμενου προέδρου να μην ξεπερνά το 10%. Αυτό μεταφράζεται σε ισχυρότατη αποδοκιμασία του δικομματισμού και του παλαιού πολιτικού συστήματος στη χώρα, με ενίσχυση των άκρων (Λεπέν και Μελανσόν) και την ανάδειξη ενός νέου ηλικιακά και άπειρου κατά πολλούς πολιτικού (Μακρόν) που εκφράζει την ανανέωση στο πολιτικό σκηνικό της χώρας και προσπαθεί να ενώσει όλους τους Γάλλους.
Σε ότι αφορά τον Μελανσόν, ήταν σίγουρα από τους κερδισμένους των γαλλικών εκλογών στον πρώτο τους γύρο, καθώς είχε εξαιρετική παρουσία στα debate, πριν την εκλογική αναμέτρηση και κατάφερε να ενισχύσει τα ποσοστά της αριστεράς, αναπτύσσοντας ακραία ρητορική, κυρίως στο οικονομικό πεδίο και στηρίζοντας την έξοδο της Γαλλίας από την ΟΝΕ, αλλά και στην υψηλή πολιτική, με την αποχώρηση της χώρας από το ΝΑΤΟ. Το 19,7% που μπόρεσε να συγκεντρώσει ήταν μια πολύ καλή επίδοση, μαζεύοντας ψήφους από την αριστερή πτέρυγα του σοσιαλιστικού κόμματος και δυσαρεστημένους από την προεδρία Ολάντ. Έκπληξη προκάλεσε η αρχική μη επίσημη τοποθέτησή του υπέρ του Μακρόν και ενάντια στη Λεπέν, όπως έγινε από σύσσωμο τον υπόλοιπο πολιτικό κόσμο της Γαλλίας, ωστόσο στη συνέχεια έσπευσε να δηλώσει πως τάσσεται ανοιχτά ενάντια της ψήφου προς την ακροδεξιά, φωτογραφίζοντας έτσι έμμεσα τη στήριξη στο πρόσωπο του Μακρόν, ακόμη κι αν ο τελευταίος ξεκινά από διαφορετική ιδεολογική αφετηρία, με εκ διαμέτρου αντίθετη ατζέντα σε σχέση με τον Ζακ Μελανσόν.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή μας αναφορικά με τον πρώτο γύρο των γαλλικών εκλογών, στεκόμαστε ιδιαίτερα την άνοδο του ακροδεξιού Εθνικού Μετώπου και στη δεύτερη θέση συγκεκριμένα, που εγείρει σοβαρά ερωτηματικά σε σχέση με την πορεία της Γαλλίας και της Ευρώπης εν γένει, ενισχύοντας τα αντιευρωπαϊκά πιστεύω των πολιτών και προκαλώντας ανησυχίες στις Βρυξέλλες και στο Βερολίνο. Ακόμη, στην ανάδειξη του Εμανουέλ Μακρόν, που έχει την προοπτική και τις ικανότητες να οδηγήσει τη Γαλλία μέσα σε απρόσκοπτη και αταλάντευτη πορεία, εντός του πλαισίου της ΕΕ. Στις 7 Μάϊου, οι Γάλλοι ψηφοφόροι θα κληθούν για δεύτερη φορά να ασκήσουν το δικαίωμα του εκλέγειν και να πάρουν θέση στο δίλημμα, αστάθεια, φόβος και σκοτάδι απέναντι στη σταθερότητα, τη σιγουριά και τη προοπτική. Αναμένουμε από το γαλλικό εκλογικό σώμα να πράξει το δημοκρατικό του καθήκον με σύνεση και λογική, στη βάση της σωστής ενημέρωσης από τα ΜΜΕ και με γνώμονα την επίτευξη του εθνικού του συμφέροντος. Όπως και να έχει, οι εκλογές της Γαλλίας θα επηρεάσουν καθοριστικά τις εξελίξεις σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με την αγωνία στα πρόσωπα των αξιωματούχων της ΕΕ, αλλά και άλλων πολιτικών για το τελικό αποτέλεσμα να είναι κάτι παραπάνω από έκδηλη και δεδομένη.