Θα ήταν ουτοπικό να πιστέψει κανείς ότι θα βρει σε κάποια χώρα την τέλεια Δημοκρατία και το ιδανικό πολιτικό σύστημα. Κάθε κοινωνία έχει να αντιμετωπίσει διαφορετικές προκλήσεις στη δόμηση και στη λειτουργία του πολιτεύματος και της πολιτικής της ζωής, οι οποίες σε κάθε περίπτωση είναι μοναδικές και έχουν να κάνουν με την ιστορία, τη νοοτροπία, τις αντιλήψεις και τις επιδιώξεις της. Και φυσικά στην πορεία έχει να αντιμετωπίσει και διαφορετικά προβλήματα. Το σημείο κλειδί, είναι κατά πόσο αυτά τα προβλήματα θέτουν σε κίνδυνο την ομαλή πορεία της χώρας και τη λειτουργιά των θεσμών. Εκεί φυσικά βρίσκεται και η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στα κράτη με υψηλό δείκτη ανάπτυξης και ευημερίας και σε αυτά που παρακμάζουν.
Η Ελλάδα, σε αυτή της τη φάση, βρίσκεται προφανώς στη δεύτερη κατηγορία, καθώς το μεταπολιτευτικό οικοδόμημα έχει καταρρεύσει, οι θεσμοί διαρκώς ευτελίζονται, εξτρεμιστικά στοιχειά απολαμβάνουν ευρείας αποδοχής από το εκλογικό σώμα, η κυβερνητική σταθερότητα βρίσκεται υπό αίρεση, οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις δεν προχωρούν ενώ η συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών στενάζει από τη δυσβάστακτη φορολόγηση και αγανακτεί από τη χαρακτηριστική αφασία, στην οποία βρίσκεται η πλειοψηφία των πολιτικών.
Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει για τις βαθύτερες αιτίες της κρίσης, ενώ πλέον έχει γίνει σλόγκαν η άποψη ότι ‘’η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική, αλλά και πολιτική και πολιτισμική’’. Λίγες φορές όμως προχωρούμε τον συλλογισμό αυτό και αναφερόμαστε ξεχωριστά στους τομείς αυτούς της πολιτικής ζωής και της πολιτισμικής υπόστασης της Ελλάδας, που μας κρατούν καθηλωμένους στο παρελθόν.
Ένα χαρακτηριστικό δείγμα οπισθοδρόμησης της ελληνικής δημόσιας ζωής είναι και ο νεποτισμός που διέπει όλες σχεδόν τις δομές της. Για να κατανοήσουμε το θέμα πλήρως θα πρέπει να πάμε πολλά χρόνια πίσω, ανατρέχοντας ακόμη και στην εποχή της σύστασης του ελληνικού κράτους για να διαπιστώσουμε ότι η ελληνική κοινωνία, κυριαρχείται από σύνδρομα ανασφάλειας και συνακόλουθου συντηρητισμού που δεν μπόρεσε ποτέ να αποβάλει. Αιώνες τώρα, αναζητεί τον ‘’πάτρωνα’’. Είτε λέγεται ‘’Μεγάλη Δύναμη’’ είτε λέγεται προεστός, είτε οικονομικό και πολιτικό τζάκι. Κακά τα ψέματα, ο Έλληνας παραμένει Ανατολίτης, με την κακή του όρου έννοια. Ακόμη και πολλοί από αυτούς που μας ζαλίζουν κατά καιρούς με την προσήλωσή τους στην ανανέωση, στον εκσυγχρονισμό και στον εξευρωπαϊσμό είτε λόγω υποσυνείδητης μειονεξίας και δογματισμού είτε λόγω διαφόρων προσωπικών συμφερόντων παραμένουν προσηλωμένοι στη στήριξη του θυρεού κάποιας δυναστείας. Είναι οι Ηρακλείς του Στέμματος (και όχι ‘’Ηρακλειδείς’’, όπως έχουν πει και γράψει κατά καιρούς διάφοροι ημιμαθείς δημοσιολογούντες μεταξύ των οποίων και ο ‘’ευπατρίδης’’ εξάδελφος Μισέλ Λιάπης με τις πλαστές πινακίδες – γόνος κι αυτός πολιτικής δυναστείας).
Τζάκια πολιτικά, επιχειρηματικά, ακαδημαϊκά κ.α. κληροδοτούν στους απογόνους τους τα προνόμια του δικαιώματος στην εξουσία, στο χρήμα, στο δημόσιο βήμα άλλα όχι πάντα και τις υποχρεώσεις απέναντι στο κοινωνικό σύνολο, που κάθε ηγέτης οφείλει να αναλαμβάνει.
Ξεχωριστή αναφορά αξίζει να γίνει όμως στο φαινόμενο της οικογενειοκρατίας στην ελληνική πολιτική ζωή. Φαινόμενο που έχει επιτρέψει στους εχθρούς της Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας να ομιλούν προβοκατόρικα για ‘’κληρονομική Δημοκρατία’’.
Όλα στη ζωή και στην κοινωνία είναι πολιτική. Και η εκπροσώπηση των πολιτών στα ανώτατα όργανα του κράτους, καθώς και η κυβέρνηση που προκύπτει από τους εκάστοτε συσχετισμούς αποτελούν καθρέφτη της κοινωνίας. Όταν όμως μια ολόκληρη κοινωνία διακατέχεται από τα σύνδρομα αιώνων που αναφέρθηκαν πιο πάνω, δεν μπορεί παρά να οδηγείται σε ανάλογες πολιτικές επιλογές.
Σε μεγάλο τμήμα των ψηφοφόρων το “όνομα” αρκεί για να εμπιστευτούν κάποιον. Είναι θα μπορούσαμε να πούμε μια εκφυλιστική παράφραση της ρήσης του Φρανσουά Μιτεράν ότι «πολιτική είναι η διαχείριση των συμβόλων». Και το όνομα συμβολίζει πολλά, ιδιαίτερα σε μια επιφανειακή κοινωνία όπως είναι η ελληνική. Είναι μια βαθιά αντιδραστική νοοτροπία. Ο πολιτικός, ως άνθρωπος τοποθετείται σε δεύτερη μοίρα. Είναι ο εγγονός ή η εγγονή, ο γιός ή η κόρη, ο ανιψιός ή η ανιψιά κ.ο.κ.
Αυτό βέβαια δε φαίνεται εκ πρώτης όψεως να ενοχλεί τους γόνους των μεγάλων πολιτικών τζακιών. Δεν φαίνεται, αλλά πολλές φορές, αν παρατηρήσει κανείς συμπεριφορές ορισμένων εξ αυτών θα διαπιστώσει ότι κατά βάθος αισθάνονται μειονεξία απέναντι στους προγόνους τους… Εν πάση περιπτώσει, ό,τι και να αισθάνονται, εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι η καταγωγή αποτελεί το καλύτερο διαβατήριο για να επιβληθούν στην ελληνική κοινωνία, ως φυσικοί κληρονόμοι πολιτικών, κομμάτων, ψήφων, αξιωμάτων και εν τέλει της ιστορίας.
Και φυσικά κάθε δυναστεία χρειάζεται τους πιστούς της. Προσοχή! Δεν αναφερόμαστε στους συνειδητοποιημένους υποστηρικτές κάποιου απογόνου πολικής δυναστείας που στο κάτω – κάτω μπορεί να αξίζει και την εμπιστοσύνη τους. Αν το κάναμε το σφάλμα να τσουβαλιάσουμε κάποιον επειδή έχει ένα διάσημο επώνυμο θα πηγαίναμε στο άλλο άκρο και δεν θα αναγνωρίζαμε το αναφαίρετο δημοκρατικό δικαίωμα του καθενός να συμμετέχει στα κοινά. Θα βρισκόμασταν στο ίδιο επίπεδο με αυτούς οι οποίοι αποτελούν τον στρατό των προσωπολατρών. Αυτούς που είτε από συμφέρον είτε από συναίσθημα είναι διατεθειμένοι να τους υπερασπιστούν μέχρις εσχάτων, χωρίς να μπαίνουν στον κόπο να εξετάσουν τα δεδομένα και τα γεγονότα.
Οι πρώτοι αναλαμβάνουν τη βρώμικη δουλειά (προπαγάνδα, πελατειακές σχέσεις, χτυπήματα κάτω από τη ζώνη σε βάρος πολιτικών αντιπάλων κ.α), ώστε ο ηγέτης- κληρονόμος να παρακολουθεί τα πράγματα “μέσα από τη γυάλα”. Έξυπνη ομολογουμένως τακτική καθώς αφενός η φθορά είναι μικρότερη αφού υπάρχουν οι αναλώσιμοι για να λερώνουν τα χέρια τους και αφετέρου η απόσταση από την καθημερινότητα και οι επιλεκτικές εμφανίσεις δημιουργούν και συντηρούν τους μύθους.
Οι δεύτεροι είναι οι “γελαστοί και γελασμένοι της υπόθεσης”. Ορισμένοι είναι μεγάλοι σε ηλικία που προσπαθούν μέσω του κληρονόμου να ξαναζήσουν το ένδοξο παρελθόν της εποχής των προγόνων του και προφέροντας και μόνο το επώνυμό του νομίζουν ότι διακτινίζονται πίσω στον χρόνο στις ένδοξα και ρομαντικά τους χρόνια. Κάποιοι άλλοι είναι αρκετά νεαρής ηλικίας και προσπαθούν να ζήσουν μια εποχή που δεν πρόλαβαν. Θεωρούν ότι ο απόγονος του θεοποιημένου ηγέτη, τα κατορθώματα του οποίου άκουγαν από τους παλιότερους ή διάβαζαν σε βιβλία και αφιερώματα εφημερίδων, είναι ικανός να τους χαρίσει τέτοιες στιγμές, τριάντα χρόνια μετά….
Αξίζει να δει κανείς τις μεθόδους και τις πρακτικές προσέγγισης της πολιτικής και της ιστορίας των προσωπικών Ταλιμπάν της πρώτης κατηγορίας. Θα παρατηρήσει πολλά κοινά σημεία έστω κι αν θεωρητικά εκπροσωπούν διαφορετικές ιδεολογίες…
(συνεχίζεται…)