Η εκλογική αναμέτρηση της 20ης Σεπτεμβρίου δεν επεφύλασσε ιδιαίτερες εκπλήξεις, με μοναδική εξαίρεση την αποτυχία εισόδου της νεοσύστατης Λαϊκής Ενότητας (ΛΑ.Ε.) στο ελληνικό κοινοβούλιο. Πράγματι, κρίθηκε απορίας άξιο το γιατί ένα κόμμα το οποίο στην πλειοψηφία του αποτελείτο από εν ενεργεία, μόλις προ επταμήνου εκλεγμένους, βουλευτές δεν κατόρθωσε να συγκεντρώσει προτίμηση μεγαλύτερη του 2,86% των εκλογέων. Ένα κόμμα, του οποίου ο πρόεδρος συσπείρωσε γύρω του πομπώδη ονόματα, τα οποία μέχρι τελευταίας στιγμής υποστήριξαν αμετακίνητα όλες τις προεκλογικές τους ρήσεις, απέτυχε να πείσει τους Έλληνες ψηφοφόρους.
Η ΛΑ.Ε. έτυχε της αποδοχής των πολιτών οι οποίοι διαβλέπουν μια εξίσου ή και περισσότερο επιτυχή πορεία της χώρας χωρίς μνημόνιο, άποψη που και από πριν ακόμα από το δημοψήφισμα έβρισκε πολυάριθμους υποστηρικτές. Το γεγονός αυτο φυσικά οφειλόταν τόσο στην αγανάκτηση του λαού όσο και στις προεκλογικές διακηρύξεις του έως τότε αντιπολιτευόμενου ΣΥΡΙΖΑ. Η αδυναμία όμως εφαρμογής της εν λόγω αντιμνημονιακής πολιτικής ακόμα και μετα το σθεναρό ΟΧΙ του δημοψηφίσματος μετέδωσε στον λαό το μήνυμα πως μια πορεία εκτός ευρώ και ευρωζώνης μονο καταστροφική θα μπορούσε να αποβεί. Ο βασικός πυρήνας επομένως των αντιευρωπαϊστών – αντιμνημονιακών ψηφοφόρων είχε συρρικνωθεί στο ελάχιστο.
Παράλληλα με τα περιορισμένης αποδοχής ιδεολογικά ερείσματα, το επίπλαστο δημοσκοπικό ντέρμπι των δυο μεγάλων κομμάτων ενθάρρυνε το μεγαλύτερο μέρος των αναποφάσιστων να στραφούν προς έναν από τους δυο ισχυρότερους μονομάχους προκειμένου να “αξιοποιήσουν” στο έπακρο την ψήφο τους. Την τάση αυτη ενίσχυσε και ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας των μεταρρυθμίσεων που ο αρχηγός της ΛΑ.Ε. φιλοδοξούσε να επιβάλλει μέσω της προβολής στα ΜΜΕ σε συνάρτηση με τις μετρίου βεληνεκούς καθοδηγητικές του ικανότητες.
Τα σχετικά γεγονότα από κοινού με την μολις 28ήμερη ύπαρξη της ΛΑ.Ε. οδήγησαν στην απουσία τελικά ενός, ενδεχομένως γόνιμου, αντιπολιτευτικού αντιμνημονιακού κινήματος σε ένα κατα 85% μνημονιακό κοινοβούλιο.