Πριν δύο μήνες εξέλεξε ο λαός τους νέους εκπροσώπους στο ελληνικό κοινοβούλιο. Οι απαιτήσεις ήταν και είναι πολύ υψηλές. Ο κόσμος έχοντας βιώσει στην καθημερινότητα του την κοινωνική και οικονομική κρίση, θέλει να δει κάτι ανώτερο και διαφορετικό από αυτό που έζησε τα τελευταία χρόνια της μεταπολίτευσης.
Το πώς φτάσαμε ως εδώ έχει για πολλούς διαφορετικό αφήγημα. Για κάποιους στην κοινωνία μας, φταίει ο Ανδρέας Παπανδρέου για τις κοινωνικές παροχές που έδωσε στους Έλληνες. Για άλλους φταίει το πελατειακό σύστημα που δημιουργήθηκε κατά την μεταπολίτευση. Υπάρχει, επίσης, η γνώμη πως είναι όλοι κλέφτες και βολεψάκηδες. Επιπλέον, ασκείται κριτική για την κυβέρνηση Καραμανλή για τα ελλείμματα που άφησε στους επόμενους. Έφταιγε ο Γ. Παπανδρέου και το περίφημο λεφτά υπάρχουν κλπ κλπ για την κρίση; Ύστερα από 40 χρόνια κάπως έτσι χαρακτηρίζεται η παρελθούσα πολιτική ζωή του τόπου. Η περίφημη μεταπολίτευση.
Τα περισσότερα κόμματα, στις τελευταίες εκλογές, είχαν εστιάσει στα ζητήματα που αφορούν στο μνημόνιο και στο πως θα βάλουν ένα φρένο. Αυτό, όμως, είναι και το μεγάλο λάθος. Κανείς δεν είναι έτοιμος να μιλήσει με βεβαιότητα και συνέπεια για το αύριο.
Όλοι οι νέοι, που συνειδητά έχουν αποστασιοποιηθεί από την πολιτική, ψάχνουν την επόμενη μέρα του τόπου. Θέλουν να ακούσουν το πώς θα χτιστεί το αύριο στη χώρα. Ποιο θα είναι το παραγωγικό μοντέλο της χώρας; Ποιες θα είναι οι εργασιακές τους σχέσεις; Θα βγουν ποτέ στην σύνταξη; Θα τους παρέχεται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη; Πως θα είναι η αυριανή εκπαίδευση στον τόπο μας; Υπό ποιους όρους θα έρθουν ιδιωτικές επενδύσεις στη χώρα;
Αυτοί είναι προβληματισμοί που οφείλει το πολιτικό προσωπικό της χώρας να απαντήσει. Το μνημόνιο αργά ή γρήγορα θα τελειώσει. Είμαστε έτοιμοι να μπούμε στο αύριο και να αρπάξουμε τις ευκαιρίες που θα μας δοθούν και να δημιουργήσει η δική μας γενιά την επόμενη μέρα που θέλουμε για εμάς και τους απογόνους μας;
Για να συμβεί, βέβαια, αυτό, οι νέοι πρέπει να έρθουμε σε ευθεία ρήξη με τις αντιλήψεις που ρίζωσαν στην κοινωνία μας κατά την μεταπολίτευση. Είναι αναγκαίο να υπάρξει σε όλες τις διαδικασίες περισσότερη αξιοκρατία και δημοκρατία. Με άλλα λόγια σε κάθε δημόσια θέση να υπάρχει και ένας εκάστοτε Α.Σ.Ε.Π. (είναι σχηματική η αναφορά), δηλαδή να χρησιμοποιούνται μέσα αδιάβλητα και διαφανή για όλο το φάσμα του κράτους και του δημοσίου. Με αυτόν τον τρόπο θα σταματήσει η κοινωνία να είναι καχύποπτη σε σχέση με το κράτος και τους θεσμούς του.
Όσον αφορά τις επενδύσεις. Υπάρχουν δύο ειδών. Η δημόσια και η ιδιωτική. Πέρα από ταμπού και αγκυλώσεις οφείλουμε να κατανοήσουμε πως και οι δύο είναι ευπρόσδεκτες για το καλό του τόπου. Όμως, πρέπει το κράτος να έχει τον πρώτο λόγο χρησιμοποιώντας τα εργαλεία που του δίνονται μέσα από την Ε.Ε και τα κοινοτικά κονδύλια στήριξης να προσφέρει στον τόπο δημόσιες επενδύσεις. Βεβαίως και πρέπει να γίνονται ιδιωτικές επενδύσεις σε μια χώρα και αυτό δίνει μια επιπλέον στήριξη και ώθηση στην εθνική οικονομία, αλλά το κράτος και σε αυτή την περίπτωση με διαφανείς διαδικασίες πρέπει να διασφαλίζει αυτές τις κινήσεις. Το κράτος πρέπει να είναι ο εγγυητής της προσπάθειας της ανάπτυξης και όχι οι ιδιώτες που είναι εδώ για μπίζνα και τίποτα παραπάνω.
Σε σχέση με την εκπαίδευση, οφείλει να υπάρξει ένας ουσιαστικός εκσυγχρονισμός της. Τη δεδομένη στιγμή η τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να στηριχθεί και το κράτος να επενδύσει πάνω της. Είναι τελείως λάθος και επικίνδυνο να μιλάνε κάποιοι για ιδιωτικά ή μη κρατικά πανεπιστήμια, την στιγμή που τα υπάρχοντα δημόσια στέκουν επί ξύλου κρεμάμενα. Γι’ αυτό τον λόγο, πρέπει να υπερχρηματοδοτηθούν τα ελληνικά κρατικά ιδρύματα και όταν φτάσουμε σε επίπεδο επιστημονικού αντικειμένου, έρευνας και παροχών να συγκριθούμε με δημόσια ιδρύματα του εξωτερικού, τότε να συζητήσουμε για τα υπόλοιπα. Αυτό, όμως, για να γίνει, πρέπει πρώτα να υπάρξει ως κοινή ατζέντα απ’ όλα τα πολιτικά κόμματα. Επιπροσθέτως, το κράτος μαζί με ανεξάρτητους ελεγκτές από πανεπιστήμια του εξωτερικού να έχουν άμεση πρόσβαση στα οικονομικά των ιδρυμάτων και να ελέγχουν προς τα πού και για ποιον λόγο φεύγουν χρήματα από τον κρατικό κορβανά. Παλαιότερα, βιώσαμε ελίτ των Πανεπιστημίων να χρηματοδοτούνται για διάφορους ακαδημαϊκούς σκοπούς και τα χρήματα να πηγαίνουν σε άλλους, τρίτο- τέταρτους- κ.ο.κ…
Εν συνεχεία, είναι πια ξεκάθαρο ότι οι νόμοι που αφορούν στην πολιτική και στη διακυβέρνηση του τόπου είναι ξεπερασμένοι. Είναι επιτακτική ανάγκη η εμβάθυνση της δημοκρατίας και στο ίδιο το κοινοβούλιο. Αυτό θα γίνει πραγματικότητα, μόνον όταν γίνει αναθεώρηση του συντάγματος, που σημαίνει αναθεωρητική βουλή, που με την σειρά του σημαίνει 2021. Είχαμε την ευκαιρία και πέρασε με την προηγούμενη που διαλύθηκε στις 29/12/2014.
Είναι δυνατόν να μιλάμε για μπόνους 50 εδρών στο πρώτο κόμμα εν έτει 2015; Είναι δυνατόν να προστατεύονται οι βουλευτές από κάθε τι που κάνουν; Με αυτόν τρόπο δεν αλλάζουμε τίποτα. Για να είμαι δίκαιος, δεν μπορεί να ισχύσει απόλυτα η απλή αναλογική, όμως μπορούμε να μοιράζουμε στα κοινοβουλευτικά κόμματα το μπόνους 50 εδρών (μια ιδέα λέω, οι ειδικοί κρίνουν). Επίσης, ο νόμος περί ευθύνης υπουργών δεν έχει θέση στην Ελλάδα του αύριο. Οι νέοι χαιρετίζουν μεταρρυθμίσεις όπως η Διαύγεια. Τρόπους, δηλαδή, απομυθοποίησης της πολιτικής ελίτ. Μόνον όταν ο πολίτης νιώσει τον πολιτικό το ίδιο με εκείνον θα τον εμπιστευτεί και θα του εμπιστευθεί την ψήφο.
Πεδίο, λοιπόν, μεταρρυθμίσεων και ριζοσπαστικών τομών στο κράτος, βλέπουμε πως υπάρχει. Τι σταματά τα κόμματα από το να εργαστούν πάνω σ’ αυτό; Μα, φυσικά το πολιτικό κόστος.
Γι’ αυτό άλλωστε το βάρος των μεγάλων τομών στα θεμέλια του κράτους πρέπει να παρθούν απ’ όλους. Χωρίς δογματισμούς και φόβους. Βέβαια, κάθε τολμηρή μεταρρύθμιση έχει κάποιο κόστος πολιτικό. Όμως, τι υπερισχύει; Το δίκιο των πολλών ή των λίγων και ημετέρων;
Η πολιτική κουλτούρα των νέων μεταβάλλεται. Το ζητούμενο της μεταπολίτευσης ήταν η εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην χώρα. Πράγμα που συνέβη. Σήμερα, ο πήχης πρέπει να είναι η περισσότερη δημοκρατία. Αυτό επιτυγχάνεται με συλλογική αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας από κοινού. Κοινή ατζέντα για το εθνικό σύστημα υγείας, εθνική λύση για την μεταρρύθμιση της παιδείας, εθνική λύση για τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου. Μια εθνική φωνή για την λύση και την απεμπλοκή από το μνημόνιο.
Τέλος, τα όπλα της εκ νέου θεμελίωσης και απενοχοποίησης της σχέσης κομμάτων με τον πολίτη πρέπει να είναι η Δημοκρατία, η Ισότητα, η Αλληλεγγύη και η Δικαιοσύνη.
2 σχόλια
ΠΟΛΥ ΣΩΣΤΑ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΤΕ ΜΕ ΤΕΤΟΙΑ ΓΛΑΦΥΡΟΤΗΤΑ ΚΥΡΙΕ ΜΠΟΥΛΙΕΡΗ…..ΕΠΙΤΡΕΨΤΕ ΜΟΥ ΟΜΩΣ ΝΑ ΕΧΩ ΤΙΣ ΕΠΙΦΥΛΑΞΕΙΣ ΜΟΥ ΣΧΕΤΙΚΑ,ΔΙΟΤΙ ΑΠΟ ΟΤΙ ΒΛΕΠΩ ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΕΝΟΣ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΟΥ ΠΟΥ ΓΕΝΝΗΣΕ ΚΑΙ ΕΞΕΘΡΕΨΕ ΤΟ ΙΔΙΟ ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ.ΔΙΕΡΩΤΗΘΗΚΑΤΕ ΠΟΤΕ ΠΟΣΟ ΚΑΚΟ ΕΚΑΝΑΝ ΟΙ ΠΑΡΑΤΑΞΕΙΣ ΣΤΟΝ ΔΗΜΟΣΙΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ??ΔΙΕΡΩΤΗΘΗΚΑΤΕ ΠΟΤΕ ΟΤΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΤΑΞΗ ΠΟΥ ΕΚΠΡΟΣΩΠΕΙΤΕ ΣΥΡΡΕΟΥΝ ΑΤΟΜΑ ΠΟΥ ΒΑΣΙΖΟΝΤΑΙ ΑΚΡΙΒΩΣ ΣΕ ΑΥΤΟ ΤΟ ΠΕΛΑΤΕΙΑΚΟ ΚΑΙ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ???ΚΑΙ ΜΗ ΜΟΥ ΠΕΙΤΕ ΟΤΙ ΤΟ ΑΚΟΥΤΕ ΠΡΩΤΗ ΦΟΡΑ ΔΙΟΤΙ ΘΑ ΓΕΛΑΝΕ ΚΑΙ ΟΙ ΠΕΤΡΕΣ…ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΖΕΣΘΕ,ΜΟΝΟ ΑΦΘΑΡΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΟΔΟΤΕΥΤΙΚΑ ΟΝΤΑ ΜΠΟΡΟΥΝ ΝΑ ΤΑ ΕΠΙΤΕΛΕΣΟΥΝ,ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΑΠΟ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΥΣ ΣΩΛΗΝΕΣ ΚΑΙ ΕΧΟΥΝ ΟΡΑΜΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΩΣ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΘΕΙ ΕΚ ΝΕΟΥ Η ΧΩΡΑ.ΑΠΟ ΕΘΝΟΣΩΤΗΡΕΣ ΓΙΑΛΑΝΤΖΙ,ΓΕΜΙΣΕ Ο ΤΟΠΟΣ.
Αγαπητή Λίτσα,
χαίρομαι που συμφωνείς με τις απόψεις, τις σκέψεις και τους προβληματισμούς που έγραψα στο παραπάνω άρθρο. Δεν εκφράζω θέσεις και προτάσεις του συνδικαλιστικού φορέα που συμμετέχω αλλά προσωπικές. Ισχυεί ότι δεν έκαναν τα πάντα καλά οι φοιτητικές παρατάξεις. Βέβαια,θα προτιμούσα να εξετασθεί το ζήτημα πιο γενικά. Κατά πόσο δηλαδή ο συνδικαλισμός με την μορφή που πήρε στην Ελλάδα βοήθησε τον τόπο; Δεν συμφωνώ με την ποινικοποίηση του συνδικαλισμού ως μέσο άσκησης πίεσης ή βήμα δημόσιου λόγου για ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα στο εργασιακό ή στο πανεπιστημιακό περιβάλλον. Κάθε άλλο, βέβαια. Μέσα από αυτά μπορείς να λύσεις πολλά συλλογικά προβλήματα.
Με ρωτάτε αν αναρωτήθηκα ποτέ πως συρρέουν άτομα στις παρατάξεις που βασίζονται στο πελατειακό και κομματικό σύστημα. Με συγχωρείτε αλλά αυτό δεν συμβαίνει μόνο στις φοιτητικές παρατάξεις. Μπορεί να συμβεί παντού. Εγώ, προσωπικά, δεν θεωρώ πως κάτι τέτοιο με εκπροσωπεί. Ο λόγος για τον οποίο συμμετείχα σ’ αυτό ήταν πως οι πολιτικές μου θέσεις συμφωνούσαν και συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με την συγκεκριμένη παράταξη. Δεν ήμουν προϊόν πελατειακού συστήματος.
Θα προτιμούσα να μην υπάρχουν χαρακτηρισμοί, διότι δεν γνωρίζετε όλους εκείνους που ασχολούνται με τα κοινά του πανεπιστημίου. Όσοι ασχολούνται με τις παρατάξεις μες στα πανεπιστήμια δεν σημαίνει πως είναι λαμόγια ή διαφθαρμένοι. Διότι, τότε, θα οδηγηθούμε στον λανθασμένο και επικίνδυνο συλλογισμό πως όσοι ασχολούνται με τα κοινά είτε του χώρου που εργάζονται είτε σε γενικότερο επίπεδο είναι λαμόγια. Αυτό δεν ισχύει.
Τέλος, η εποχή που ζούμε, έχει αλλάξει σε σχέση με το παρελθόν. Δεν είναι επίκαιρο να μιλάμε για κομματικούς σωλήνες και κομματικούς στρατούς, όταν το πρώτο κόμμα της Βουλής πήρε 36% και η πολιτική σκηνή προσπαθεί, μέσα από το τέλμα που οδηγήθηκε στο πρόσφατο παρελθόν, να εξελιχθεί.
Γι’ αυτό, λοιπόν, πρέπει να υπάρξει αλλαγή πολιτικής κουλτούρας στη χώρα.