Αν φέρουμε στο μυαλό μας την εικόνα του κυβερνώντος κόμματος πριν ανέβει στην εξουσία θα δούμε ότι ουδεμία σχέση έχει με το κόμμα που βρίσκεται αυτή τη στιγμή στη βουλή. Συνεπώς η “μεγάλη αλλαγή” στον τίτλο του άρθρου προφανώς δεν αναφέρεται στην υποτιθέμενη ανάπτυξη που θα έφερνε όταν το κόμμα ήταν κυβέρνηση αλλά στη μεγάλη κωλοτούμπα που το κόμμα έκανε σχεδόν σε όλα τα επίπεδα.
Όταν το κόμμα της Αριστεράς ήταν αντιπολίτευση θα μπορούσε εύκολα κάποιος να το χαρακτηρίσει ως ένα αριστερό κόμμα. Εκπροσώπους του βλέπαμε στους δρόμους μέχρι και τον ίδιο τον πρόεδρο του είδαμε επάνω στα τρακτέρ να φωνάζει και να γίνεται ένα με τους αγρότες. Όλων τα λεγόμενα έδειχναν ότι αν το κόμμα αυτό κυβερνούσε η πολιτική που θα ακολουθούσε όχι μόνο δεν θα είχε καμία σχέση με τα μνημόνια αλλά θα αγνοούσε και τα προηγούμενα και θα προχωρούσε στη δημιουργία ενός μεγάλου κοινωνικού κράτους.
Ωστόσο όλα αυτά όπως αποδείχτηκε πέρα από μία μικρή ομάδα μέσα στο κόμμα (σημερινή Λαϊκή Ενότητα) δεν τα πίστευε κανένας άλλος και για αυτό τα πράγματα έγιναν βήμα βήμα έτσι και το αποτέλεσμα είναι αυτό που ζούμε σήμερα.
Όταν η κυβέρνηση Σαμαρά υπό το σκηνικό της εκλογής νέου Προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας προχώρησε στη διάλυση της βουλής και την διεξαγωγή νέων εκλογών, στην Κουμουνδούρου όλοι ήταν σίγουροι ότι το κόμμα τους θα βρίσκεται την επομένη ημέρα στη πρώτη θέση. Και πράγματι το αποτέλεσμα της κάλπης τους δικαίωσε και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ήταν πρώτο κόμμα χωρίς όμως να κατέχει την αυτοδυναμία που θα ήθελε. Έτσι ως πρώτο λάθος σχετικά με αυτά που έλεγε έχουμε την συγκυβέρνηση με ένα κόμμα από την δεξιά πλευρά, αυτό των ΑΝΕΛ.
Ξεκινώντας την κυβερνητική του πολιτική ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. δεν πήγε να αλλάξει την Ελλάδα μόνο αλλά την Ευρώπη ολόκληρη. Τοποθέτησε άτομα σε θέσεις κλειδιά που όχι μόνο βλέψεις προς Ευρώπη κατείχαν αλλά είχαν και έτοιμο σχέδιο εξόδου από την ζώνη του ευρώ, και την είσοδο νέου εθνικού νομίσματος. Γιατί ωστόσο το έκανε αυτό;
Αν ο Σύριζα δεν ακολουθούσε τέτοια πολιτική και δεν έβαζε στην πρώτη γράμμη αυτά τα άτομα ίσως και να μην είχε πάρει τα ποσοστά τα οποία έλαβε στις εκλογές του Ιανουαρίου. Συνεχίζοντας λοιπόν σε αυτό το σκεπτικό η κατάσταση έφτασε σε τέτοιο σημείο που η έξοδος φαινόταν μονόδρομος για την χώρα. Ως πιθανή λύση του προβλήματος έχουμε το δημοφήφισμα του οποίου το μοναδικό επίτευγμα ήταν η παράταση λίγων μηνών της διεξαγωγής νέων εκλογών.
Αφού λοιπόν έχουμε και το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος το οποίο ήταν υπέρ του ΟΧΙ σε νέα μέτρα η κατάσταση άρχισε να γίνεται τόσο δύσκολη που ή θα έπρεπε να ψηφιστούν επειγόντως νέα μέτρα ή να πάμε σε νέες εκλογές. Τι από τα δύο έγινε; Και τα δύο.
Αφού η κυβέρνηση ψήφισε ένα πακέτο μέτρων αποτέλεσμα του οποίου ήταν η αποχώρηση ενός μεγάλου αριθμού βουλευτών στη συνέχεια υπό τον κίνδυνο ψήφισης νέων μέτρων ο πρωθύπουργος ήξερε ότι έπρεπε να πάει σε εκλογές.
Με την διεξαγωγή των νέων εκλογών ήταν η ευκαιρία για το κόμμα της αριστεράς για δύο πράγματα. Πρώτον να διώξει τους “επαναστάτες” μέσα από το κόμμα και δεύτερον να ανανεώσει την εμπιστοσύνη του λαού. Και τα δύο πραγματοποιήθηκαν με απόλυτη επιτυχία. Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και τις εκλογές κέρδισε σχεδόν με τα ίδια ποσοστά και κυβέρνηση σχημάτισε πάλι με τη βοήθεια από τα δεξιά αλλά και από την αριστερή πλατφόρμα (την μοναδική) μέσα στο κόμμα κατάφερε να απαλλαγεί.
Συμπερασματικά, λοιπόν, αν δούμε το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. πριν τις εκλογές και το ΣΥ.ΡΙΖ.Α. σήμερα είναι σαν να βλέπουμε δύο διαφορετικές εικόνες, δύο διαφορετικά κόμματα. Με την απαλλαγή της αριστερής πλευράς και τη στήριξη από τα δεξιά οι αποφάσεις της κυβέρνησης όχι μόνο δεν ταιριάζουν με τις προεκλογικές εξαγγελίες περί μνημονίων αλλά τις έχουν ξεπεράσει κατά πολύ. Ακόμα πέρα από το θέμα της ψήφισης νέων μέτρων βλέπουμε να ακολουθείτε μία όχι τόσο πολιτική κοινωνικού κράτους όσο πολιτική “βολέματος”.
Ποια θα είναι η επόμενη κίνηση της κυβέρνησης; Θα πάμε πάλι σε νέες εκλογές; Θα έχουμε δημιουργία οικουμενικής κυβέρνησης ή θα συνεχίσει αυτή η κατάσταση για τη χώρα και τους πολίτες της;