Η εφαρμογή και οι επιπτώσεις μίας πολιτικής με ακραίο εθνικιστικό χαρακτήρα, αποτελούν ένα καίριο ζήτημα στην εποχή μας και χρήζει άμεσης αντιμετώπισης. Δεν είναι όμως λίγες οι περιπτώσεις, όπου οι “ιδέες και οι αξίες του έθνους” χρησιμοποιούνται από ανθρώπους, ή ακόμα και από κυβερνήσεις κρατών με στόχο την εκπλήρωση δικών τους συμφερόντων και δικών τους “βίτσιων”. Θύμα αυτού του πειράματος φυσικά είναι οι πολίτες. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το ζήτημα θα πρέπει αρχικά να αναρωτηθούμε πως και γιατί ευνοείται η εθνικιστική πολιτική και ότι δυστυχώς αντικαθίσταται η απλή και αγνή φιλοπατρία.
Αρχικά, ένας από τους παράγοντες που ευνοούν τον εθνικισμό είναι η επεκτατική πολιτική πολλών ισχυρών κρατών. Για την εκπλήρωση των γεωπολιτικών και οικονομικών συμφερόντων ισχυρών κρατών μέσα από τον έλεγχο καίριων σημείων του πλανήτη και τη δημιουργία ζωνών επιρροής, ο λαός πρέπει να πειστεί για την ύπαρξη ενός εξωτερικού εχθρού, και αυτό άλλωστε επιδιώκει μια εθνικιστική πολιτική. Στις περισσότερες περιπτώσεις το αποτέλεσμα τέτοιων πολιτικών, οι οποίες ως κινητήρια δύναμη έχουν τον εθνικισμό, είναι οι πολεμικές συγκρούσεις ανάμεσα σε λαούς και κράτη. Επίσης, η εθνικιστική πολιτική συχνά λειτουργεί ως προκάλυμμα για την εδραίωση πολιτικών τόσο από ανελεύθερες εξουσίες όσο και από δημοκρατικές. Συνηθέστατα, οι εξουσίες επικαλούνται εθνικά ιδεώδη και εθνικούς στόχους για να αποκτήσουν πολιτικά ερείσματα και να νομιμοποιηθούν στη συνείδηση των πολιτών.
Η εθνικιστική ρητορική και πρακτική ενισχύεται σήμερα από κύκλους που αντιτίθενται στην ένταξη των κρατών τους σε υπερεθνικούς οργανισμούς ή ανησυχούν για τις επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης. Σε τέτοιες περιπτώσεις εθνικιστικές αντιλήψεις και πρακτικές, αναδεικνύοντας την υπεροχή του έθνους και των (αιώνιων) αξιών του, προβάλλονται ως αντίσταση στους διαφαινόμενους αυτούς κινδύνους. Ακόμη, ο εθνικισμός ως ιδεολογία ακρότητας, που υποδαυλίζεται και από ρατσιστικά και αλυτρωτικά κηρύγματα, καλλιεργεί την ένταση και τον διχασμό, οδηγεί στην παραβίαση ανθρώπινων δικαιωμάτων, καταργεί δημοκρατικές κατακτήσεις, προετοιμάζει, συχνά, τον δρόμο για σοβαρές συνταγματικές εκτροπές. Έτσι, η ακύρωση βασικών όρων όπως το ήπιο πολιτικό κλίμα , η συναίνεση, ο διάλογος, η ισότητα και η δικαιοσύνη, η συνεργασία των ηγεσιών και των πολιτών οδηγεί τη δημοκρατία σε συνεχή και βαθιά κρίση.
Η αντιμετώπιση ακραίων εθνικιστικών αντιλήψεων είναι μια καίρια υπόθεση και ευθύνη του πολιτικού κόσμου. Συγκεκριμένα, το πολιτικό προσωπικό κάθε χώρας οφείλει να καταβάλει συνεχείς προσπάθειες για την επιτυχή αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, που προκαλούν την αγανάκτηση των πολιτών και συχνά τους στρέφουν σε ακραίες, εθνικιστικές, ξενοφοβικές και ρατσιστικές, πολιτικές επιλογές. Πρέπει να γίνει προσπάθεια και για την επιδίωξη ειρηνικών σχέσεων με τα άλλα κράτη μέσα από την εμπέδωση σχέσεων συνεργασίας και μόνιμης επικοινωνίας και την αποφυγή άκαμπτων εθνικιστικών τοποθετήσεων στις διπλωματικές σχέσεις. Επιπλέον, το εκπαιδευτικό σύστημα είναι απαραίτητο να καταδείξει στους νέους τη σαφή διάκριση του αγνού πατριωτισμού από τον επικίνδυνο εθνικισμό. Οφείλει λοιπόν να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στη διδασκαλία της ιστορίας, καθώς μ’αυτό τον τρόπο θα καταδειχθούν οι συνέπειες του εθνικισμού και θα ενισχυθεί η προσπάθεια για την κατάκτηση της εθνικής αυτογνωσίας με τον φωτισμό όχι μόνο των ένδοξων στιγμών, αλλά και των σκοτεινών και αρνητικών.
Προς την κατεύθυνση της αντιμετώπισης εθνικιστικών απόψεων πρέπει να εργαστούν και τα μέσα μαζικής επικοινωνίας. Ειδικότερα, θα ήταν αναγκαίο να αποφεύγουν τη διατύπωση ή την προβολή ακραίων, εθνικιστικών και ρατσιστικών τοποθετήσεων και την αναπαραγωγή εθνικών στερεοτύπων για λαούς, πολιτισμούς και κοινωνίες. Σημαντική, τέλος, είναι και η ευθύνη των ίδιων των πολιτών προς την κατεύθυνση τη ακύρωσης του εθνικιστικού λόγου. Αυτό φυσικά θα επιτευχθεί απομονώνοντας και περιθωριοποιώντας τα ακραία κηρύγματα της έντασης, του μίσους, της εχθρότητας ανάμεσα στους λαούς και αναδεικνύοντας τις ψύχραιμες φωνές της επικοινωνίας και της συνεργασίας.