Στις 23/06/2016 οι Βρετανοί πολίτες αποφάσισαν την έξοδο της χώρας τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, μία απόφαση που προκάλεσε αίσθηση στην παγκόσμια κοινή γνώμη, καθώς όλα τα προγνωστικά μέχρι και την ημερομηνία διεξαγωγής του δημοψηφίσματος έδιναν προβάδισμα στην παραμονή, ωστόσο το τελικό αποτέλεσμα ήταν εκ διαμέτρου αντίθετο. Μεταναστευτικό, τρομοκρατία και ζητήματα ασφαλείας ήταν τα κυριότερα θέματα που διακατείχαν τη ρητορική των υποστηρικτών της αποχώρησης, οι οποίοι επενδύοντας στην ξενοφοβία και το φόβο κατόρθωσαν να πείσουν την πλειοψηφία των Βρετανών, που τελικά ψήφισε υπέρ της εξόδου. Από τους υποστηρικτές της παραμονής υπήρξαν έντονες αντιδράσεις στη χώρα, η οικονομία της Βρετανίας κλονίστηκε, ενώ ακόμα δεν έχει ενεργοποιηθεί το άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβώνας, μέσω του οποίου θα σηματοδοτηθεί και η έναρξη της διαδικασίας για την έξοδο. Στις 17/01 η πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου Theresa May ανακοίνωσε τον οδικό χάρτη της εξόδου του στο κοινοβούλιο, με έμφαση σε οικονομία, εμπόριο και εθνική ασφάλεια. Ας δούμε τα βασικότερα σημεία του λόγου της.
Ξεκινώντας, η πρωθυπουργός της χώρας, αναφέρθηκε στο θέμα της συμμετοχής της χώρας στην ενιαία αγορά, λέγοντας χαρακτηριστικά πως η Βρετανία θα την εγκαταλείψει εξ’ ολοκλήρου, μιας και η παραμονή της θα σήμαινε ότι δεν έχει αφήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεπώς δε θα υλοποιούνταν στην πράξη το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του Ιουνίου του 2016. Δεσμεύτηκε να διαπραγματευτεί για όσο το δυνατόν πιο ελεύθερες συμφωνίες με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη, ενώ ταυτόχρονα τόνισε και τη σχέση της χώρας με την τελωνειακή ένωση στην Ευρώπη, όπου θα παρουσιαστούν αλλαγές στο μέλλον. Επίσης, αναφέρθηκε στη σχέση της χώρας με την Ευρωπαϊκή Ένωση, την οποία χαρακτήρισε ως ισότιμο εταίρο, με τον οποίο θα συνδιαλέγεται σε κρίσιμα ζητήματα και ως στενό σύμμαχο, σε θέματα ασφάλειας και στην αντιμετώπιση της τρομοκτατίας.
Παράλληλα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο θα πάψει να έχει δικαιοδοσία αναφορικά με δικαστικές υποθέσεις στη Βρετανία, ως ακόμη μία ένδειξη της επιστροφής αρμοδιοτήτων που είχαν παλαιότερα εκχωρηθεί στο υπερεθνικό επίπεδο, στο αντίστοιχο εθνικό. Σε ότι έχει να κάνει με τη συμμετοχή της χώρας στον ενωσιακό προϋπολογισμό, τόνισε πως δε θα καταβάλλει πλέον υπέρογκα ποσά, αλλά επιλεκτικά και για συγκεκριμένους σκοπούς. Η Theresa May δεσμέυτηκε επίσης για περιορισμό των μεταναστών που θα εισέρχονται στη χώρα, με τις τελικές ρυθμίσεις να προκύπτουν κατά τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για την αποχώρηση.
Σε ό,τι αφορά την επικύρωση της συμφωνίας για την αποχώρηση, αυτή θα λάβει χώρα και από τα δύο κοινοβούλια της χώρας, τόσο από τη Βουλή των Λόρδων, όσο και από τη Βουλή των Κοινοτήτων, ως δείγμα του ότι η απόφαση των πολιτών θα αποτυπωθεί και μέσα από την ψήφο των εκλεγμένων αντιπροσώπων τους.
Παρατηρούμε λοιπόν μία επιστροφή της Βρετανίας στο έθνος – κράτος, σε συνδυασμό με τη χάραξη μιας στρατηγικής για μια δυναμική παρουσία στον κόσμο, ως ισότιμη και ισχυρή φωνή, για όλα τα ακανθώδη ζητήματα που αφορούν τον πλανήτη. Επιδιώκει να αναπτύξει μόνη της τη δική της πολιτική, αυτόνομα, χωρίς να δεσμέυεται σε πολλά ζητήματα από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών, όπως ίσχυε για 4,5 δεκαετίες, δηλαδή από το 1973 μέχρι και σήμερα.
Ενδιαφέρον έχουν και οι σχέσεις της με τις ΗΠΑ, οι οποίες παραμένουν ο πιο πιστός σύμμαχός της εδώ και περίπου έναν αιώνα, βάσει της ειδικής σχέσης που έχει αναπτυχθεί από την εποχή του Winston Churchill. Μάλιστα στα πλαίσια αυτής της σχέσης το Ηνωμένο Βασίλειο λειτουργούσε και ως δίαυλος και φορέας εκπροσώπησης συμφερόντων των Η.Π.Α. στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Είναι σίγουρα προς όφελος της Βρετανίας να ενισχύσει τους δεσμούς της με την Αμερική, στα πλαίσια και του ΝΑΤΟ, καθώς δίχως άλλο είναι αξονικής σημασίας για τη χώρα να έχει τη στήριξη μιας εκ των παγκοσμίων υπερδυνάμεων. Η στήριξη του νεοεκλέγεντος Αμερικανού προέδρου Donald Trump στην πλευρά του Brexit το περασμένο καλοκαίρι μπορεί να αποβεί καταλυτική για το Ηνωμένο Βασίλειο, στη βάση της ενίσχυσης του ρόλου του ως ενός πόλου με επιρροή και ισχυρή άποψη στα παγκόσμια δρώμενα.
Σε ό,τι έχει να κάνει με τα θέματα μετανάστευσης και εθνικής ασφαλείας, οι Βρετανοί έκριναν πως μπορούν οι ίδιοι να τα αντιμετωπίσουν καλύτερα από μόνοι τους, χαράσσοντας τη δική τους θεώρηση, βλέποντας και την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να δώσει ουσιαστικές λύσεις σ’ αυτό το πρόβλημα, λαμβανομένων υπ’ όψιν και τις επιθέσεις που έλαβαν χώρα στο εσωτερικό της το 2015 και στο πρώτο εξάμηνο του 2016. Ένα από τα επιχειρήματα στην καμπάνια εξόδου ήταν, μάλιστα, ότι μακροπρόθεσμα η Βρετανία θα δεχόταν μεγάλα κύματα μεταναστών στα εδάφη της από την Τουρκία, στην περίπτωση που η τελευταία εντάσσονταν στην Ευρωπαϊκή Ένωση – δείγμα του φόβου που είχε καλλιεργηθεί ως προς αυτό το θέμα. Όλα αυτά διαμόρφωσαν καταλυτικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 23ης Ιουνίου, σε συνδυασμό με την απόφαση για ένα “σκληρό” Brexit, αντί ενός πιο ήπιου.
Με την απόφαση για “σκληρό” Brexit, υπήρξαν έντονες αντιδράσεις στο εσωτερικό, από κόμματα και τμήματα του Ηνωμένου Βασιλείου. Γίνεται λόγος για τη ζημιά που θα γίνει στη βρετανική οικονομία μετά την αποχώρηση από την ενιαία αγορά, ενώ ήδη αμφισβητείται η σημασία του “City” του Λονδίνου, του μεγαλύτερου χρηματοπιστωτικού κέντρου στον πλανήτη, με πάρα πολλές εταιρίες να προαναγγέλουν την αποχώρηση και την εγκατάστασή τους στο Παρίσι και τη Φρανκφούρτη, έδρα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ταυτόχρονα, Σκωτία και Βόρεια Ιρλανδία αντιτίθενται στην έξοδο, τονίζοντας κι εκείνες πως θα ήταν εξαιρετικά επιζήμιο για τη χώρα να εγκαταλείψει την εσωτερική αγορά, κινούμενες στη φιλοευρωπαϊκή τους στάση, όπως αυτή αποτυπώθηκε και στην ψήφο υπέρ της παραμονής τον περασμένο Ιούνιο. Ενδεικτικό είναι πως η Σκωτία έχει διατυπώσει ανοιχτά το αίτημά της να αποσχιστεί από το Ηνωμένο Βασίλειο και να προσχωρήσει ως ανεξάρτητο κράτος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κάτι που αναμένεται να μπλοκαριστεί από χώρες όπως η Ισπανία, η Γερμανία και η Ιταλία, που έχουν στο εσωτερικό τους περιοχές που επιθυμούν την αυτονομία τους από τις κεντρικές τους εξουσίες. Η έξοδος θα καταστρέψει τις οικονομικές προοπτικές που υπάρχουν και για τη Βόρεια Ιρλανδία, με τους κινδύνους και τις προκλήσεις να αυξάνονται κατακόρυφα.
Ολοκληρώνοντας, είναι σημαντικό για το Ηνωμένο Βασίλειο να ανακτήσει σύνομα το ρόλο και τη θέση της στο διεθνές σύστημα, αλλά και για τον κόσμο, καθώς πρόκειται για μία χώρα με βαρύτητα και σημαίνουσα θέση για τα διεθνή τεκταινόμενα, τόσο στην οικονομία, όσο και στην ασφάλεια και την άμυνα. Αναμένουμε από την πολιτική ελίτ της χώρας να ενεργήσει με ορθολογισμό και μετριοπάθεια, στην κατεύθυνση της υλοποίησης των αιτημάτων των πολιτών και της ικανοποίησης των συμφερόντων του κράτους, στη βάση της καλής πίστης των διαπραγματεύσεων και εισακούγοντας τις ανάγκες του εσωτερικόυ, τόσο από την πλευρά της παραμονής, όσο και της αποχώρησης.