Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, άρχισαν να θέτονται οι βάσεις για την ανάπτυξη ενός φιλελεύθερου οικονομικού συστήματος στον κόσμο, υπό την εποπτεία των ΗΠΑ, καθεστώς το οποίο ισχύει έως και τις μέρες μας. Βεβαίως, αυτό δε θα μπορούσε να μην ισχύσει και για το διεθνές εμπόριο, μιας και η φιλελεύθερη προσέγγιση υπερίσχυσε έναντι της αντίστοιχης μερκαντιλιστικής. Δημιουργήθηκε η ΓΣΔΕ (GATT), η οποία οδήγησε στην ίδρυση του ΠΟΕ το 1995, μετά από πολλούς γύρους διαπραγματεύσεων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει προωθήσει με τη σειρά της το άνοιγμα των αγορών εντός των 28 κρατών – μελών της και διαπραγματεύεται πλέον το άνοιγμα προς τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη, τις ΗΠΑ, με ταυτόχρονη διείσδυση των Αμερικανών στην ευρωπαϊκή αγορά. Είναι μία διμερής συμφωνία, η οποία μπορεί να δώσει τεράστια ώθηση στη γηραιά ήπειρο και μπορεί παράλληλα να ενισχύσει την απασχόληση, σε συνδυασμό με τη μείωση της ανεργίας. Αρκεί φυσικά να υπάρχει ισότιμη κατανομή των οφελών από τη συμμετοχή στο διεθνές εμπόριο, προκειμένου να κερδίσουν όλα τα συμβαλλόμενα μέρη από την εν λόγω συμφωνία. Βάρος θα πρέπει να δοθεί στις χώρες του ευρωπαϊκού νότου, που πλήττονται ιδιαίτερα από την ανεργία και χρειάζονται άμεσα ξένες επενδύσεις για να επανακάμψουν οι οικονομίες τους.
Με την υπογραφή της συμφωνίας, ανοίγει ο δρόμος για τη δημιουργία πάρα πολλών θέσεων εργασίας στην Ευρώπη, στοιχείο που είναι πολύ σημαντικό για τη βελτίωση του οικονομικού κλίματος σε μια ήπειρο που ταλανίζεται από πολύ μεγάλη ανεργία, γεγονός που προκαλεί τριγμούς στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και όσο δεν αντιμετωπίζεται, μπορεί να συμβάλλει στην ενίσχυση των ευρω-σκεπτικιστικών τάσεων. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία, το 30% σχεδόν των εμπορικών συναλλαγών στον κόσμο, γίνεται μεταξύ των ΗΠΑ και της Ε.Ε. Πολύ μεγάλα ποσά διακινούνται καθημερινά μεταξύ των 2 εταίρων και αντιπροσωπεύουν περίπου το 50% του παγκοσμίου ΑΕΠ. Τεράστιες ποσότητες αγαθών διακινούνται από τις ΗΠΑ στην Ευρώπη, ενώ ταυτόχρονα η Αμερική είναι ο κορυφαίος προορισμός για εξαγωγές από πλευράς ευρωπαίων. Μία πολύ σημαντική πρόταση που έχει τεθεί στο τραπέζι είναι η αφαίρεση των δασμών για την κυκλοφορία των προϊόντων, εφόσον οι δασμοί αποτελούν εμπόδιο στο παραπάνω εγχείρημα. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ε.Ε. μπορεί να κερδίσει από τη συμφωνία 119 δισ. € το χρόνο, ποσό που μπορεί να διατεθεί για την κάλυψη βασικών αναγκών στο εσωτερικό της. Στα αξιοσημείωτα επίσης, συμπεριλαμβάνεται και το άνοιγμα του εμπορίου στις υπηρεσίες, τις επενδύσεις και τις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές, γεγονός που μπορεί να συμβάλλει καταλυτικά στην προώθηση της απασχόλησης στην Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, προστατεύεται το περιβάλλον και διασφαλίζεται η προστασία των δεδομένων, αρχές οι οποίες είναι θεμελιώδεις για την Ευρώπη, αλλά απαιτείται η εναρμόνιση της νομοθεσίας των δύο εταίρων προκειμένου να προχωρήσει και να εφαρμοστεί κατά γράμμα η συμφωνία. Πολύ σημαντικό είναι και το στοιχείο της διαφάνειας, προκειμένου να γνωρίζουν οι ευρωπαίοι πολίτες για τη φύση των διαπραγματεύσεων και να ενημερώνονται έγκυρα και έγκαιρα για το εν λόγω θέμα. Επίσης, από τη συμφωνία πρέπει να επωφελούνται και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σε ταυτόχρονο βαθμό με τις πολυεθνικές εταιρίες, με στόχο να αποφεύγεται η ενίσχυση του άνισου ανταγωνισμού ανάμεσά τους. Στις διαπραγματεύσεις πρέπει να ακούγονται οι φωνές όλων των μερών και προς αυτή την κατεύθυνση συμμετέχουν η κοινωνία των πολιτών και οι φορείς του επιχειρηματικού κλάδου. Στο μέλλον χρειάζεται να γίνει αναφορά και στους τομείς στους οποίους πρέπει να γίνουν επενδύσεις, λαμβάνοντας υπόψη και το πού κάθε χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα, για να εκφράζονται οι ανάγκες όλων των κρατών με ισοτιμία και κατ’ επέκταση να ικανοποιούνται. Χρειάζεται και η θετική ψήφος των 28 εθνικών κοινοβουλίων, προκειμένου να ξεκινήσει η εφαρμογή της συμφωνίας, αφού ολοκληρωθούν οι συζητήσεις, ενώ παράλληλα αξίζει να αναφέρουμε ότι την Ε.Ε. εκπροσωπεί η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία εκφράζει το κοινό συμφέρον της Ένωσης. Στο πλαίσιο της διαφάνειας, ενημερώνονται ανά τακτά διαστήματα και τα μέλη του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και μπορούν έτσι να πληροφορούν τα εθνικά κοινοβούλια και τις κυβερνήσεις των κρατών – μελών. Το εμπορικό άνοιγμα που παρατηρούμε είναι εξαιρετικά μεγάλο και πρέπει να γίνουν προσεκτικές κινήσεις για να έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα και για τις 2 πλευρές, που μπορεί να αλλάξει άρδην το κλίμα στο οικονομικό πεδίο σε Ευρώπη και Η.Π.Α. Σε ένα περιβάλλον όπου η στάση των πολιτών γίνεται όλο και πιο αρνητική για την Ε.Ε., αυτή η συμφωνία μπορεί να θωρακίσει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και να ενισχύσει το ρόλο της ως διεθνούς παίκτη.
Συνοψίζοντας, διαπιστώνουμε ότι αυτή η συμφωνία μπορεί να αποδειχθεί πολύ σημαντική και για τους 2 εταίρους, με άμεσα έσοδα δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως για τις χώρες της Ε.Ε., ποσά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη βασικών αναγκών των χωρών. Ωστόσο, σαφώς και πρέπει να κερδίσουν όλοι από τη συμμετοχή στο φιλελεύθερο διεθνές εμπόριο, σε συνδυασμό με την αποφυγή άνισης ανάπτυξης προς όφελος των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των ισχυρών χωρών έναντι των αδυνάμων. Οι διαπραγματεύσεις πρέπει να επιταχυνθούν και να ολοκληρωθούν εντός των προγραμματισμένων χρονοδιαγραμμάτων, ούτως ώστε να έχουμε άμεσα οφέλη για τις χώρες και για τους πολίτες τους.