Η ενέργεια διαχρονικά αποτελεί ένα αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής των ανθρώπων και της λειτουργίας των επιχειρήσεων, χρήσιμη σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινότητάς μας. Είναι σημαντικό να παρέχεται σε όλους τους πολίτες ανεξαιρέτως, προκειμένου να ικανοποιούν τις ανάγκες τους και να διαβιούν σε φυσιολογικούς ρυθμούς. Βασικές παράμετροι συνιστούν ο ανοικτός ανταγωνισμός, το επίπεδο τιμών και οι υποδομές, οι οποίες επηρεάζουν εν πολλοίς την τροφοδοσία με ενεργειακές πηγές. Στην Ε.Ε. γίνεται μία προσπάθεια να βελτιωθεί η εν λόγω κατάσταση, με συνεχείς παρεμβάσεις, με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος και την αποφυγή πάσης φύσεως διακρίσεων όσον αφορά την παροχή όλων των μορφών ενέργειας. Η εσωτερική αγορά σε αυτό το πεδίο λειτουργεί κατά τα πρότυπα της ενιαίας αγοράς για τα αγαθά και τις υπηρεσίες, προωθώντας την ανάπτυξη, την καινοτομία και τις επενδύσεις που στοχεύουν στην ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Σαφέστατα και έχουν γίνει σημαντικά βήματα προόδου σε ότι έχει να κάνει με την απελευθέρωσή της, παρά ταύτα χρειάζεται περισσότερη συνεργασία μεταξύ περιφερειακών θεσμών και εθνικών αρχών, για να δημιουργηθεί ένα περιβάλλον τέλειου ανταγωνισμού, όπου θα απουσιάζει κάθε είδους στρέβλωση και εμπόδιο με αντίθετα αποτελέσματα.
Σε αυτό το σημείο, είναι χρήσιμο να εξετάσουμε κάποιους από τους βασικότερους στόχους προς επίτευξη για την ενεργειακή πολιτική της Ένωσης. Ξεκινώντας, η δημιουργία μίας ισχυρής αγοράς ενέργειας, πλήρως απελευθερωμένης συνιστά έναν στρατηγικό στόχο, ο οποίος μπορεί να συμβάλλει τα μέγιστα στην ομαλή τροφοδοσία της Ε.Ε. με φυσικό αέριο και πετρέλαιο (αλλά και τις υπόλοιπες ενεργειακές πηγές). Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται οι 3 δέσμες μέτρων που ελήφθησαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση που στοχεύουν στο άνοιγμα των αγορών ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου, καθώς και στην ενίσχυση της συνεργασίας των ρυθμιστικών αρχών ενέργειας (ΡΑΕ) με τους αρμόδιους υπερεθνικούς φορείς. Παράλληλα, επιδιώκεται η εναρμόνιση των εθνικών νομοθεσιών στο πλαίσιο αυτό και η λήψη μέτρων για την αποτροπή μονοπωλιακών καταστάσεων, ή ολιγοπωλιακών και την ύπαρξη μίας αγοράς με πολλούς αγοραστές, όπου ο κάθε πολίτης θα μπορεί να επιλέγει ελεύθερα τον πάροχο που βρίσκεται πιο κοντά στις ανάγκες του και από τιμολογιακής απόψεως. Σημαντική είναι και η ενίσχυση που αφορά το κομμάτι των υποδομών για τη μεταφορά της ενέργειας, καθότι έτσι θα διευκολυνθεί στο έπακρο και θα μεταφερθεί ομοιόμορφα κατά μήκος της Ε.Ε. Αξίζει να σταθούμε στα “έργα κοινού ενδιαφέροντος” (PCIs), τα οποία χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και τα ενδιαφερόμενα κράτη – μέλη από τα οποία θα περάσει λόγου χάριν ένας αγωγός φυσικού αερίου. Οι επενδύσεις στο κομμάτι των υποδομών είναι αναγκαίες για τον εκσυγχρονισμό των δικτύων και την ασφαλέστερη μεταφορά ενέργειας μεταξύ των χωρών, συνεπώς η ύπαρξη υποδομών κατάλληλων να στηρίξουν την ομαλή τροφοδοσία της Ένωσης με ενεργειακούς πόρους σε όλη την επικράτειά της, διαπιστώνουμε ότι αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την εύρυθμη λειτουργία της εσωτερικής αγοράς. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να συμβάλλει και στην στήριξη της ενεργειακής της αυτονομίας, μιας και μπορούν να προωθούνται ευκολότερα οι διαθέσιμοι πόροι που υπάρχουν στο εσωτερικό της. Σε κάθε περίπτωση, η ύπαρξη κατάλληλων υποδομών είναι καταλυτική για την τροφοδοσία με πηγές είτε εισαγόμενες είτε υπάρχουσες εντός της ΕΕ.
Εν συνεχεία, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στο κομμάτι που αφορά τη διαφοροποίηση των εισαγωγών των πηγών ενέργειας, μετά και τη συνεχιζόμενη αντιπαράθεση με τη Ρωσία για το ζήτημα της Ουκρανίας και την Κριμαία. Η πολιτική για τη γειτονία, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της ευρωπαϊκής ενεργειακής κοινότητας ωθούν την Ε.Ε. στο να αποκτήσει νέους ενεργειακούς παρόχους στην περιοχή της Ευρασίας και της Βόρειας Αφρικής, αποφεύγοντας τη μονομερή εξάρτηση από τη Gazprom κατά κύριο λόγο στο φυσικό αέριο. Η υπογραφή διμερών συμφωνιών στρατηγικού χαρακτήρα με χώρες όπως η Αίγυπτος, το Αζερμπαϊτζάν και το Ισραήλ συντείνουν στην ομαλή τροφοδοσία της Ένωσης με τις απαραίτητες για εκείνη ενεργειακές πηγές, υπό τη βάση ενός κλίματος εμπιστοσύνης και ειρηνικών σχέσεων. Βασική προϋπόθεση συνιστά η προώθηση του διαλόγου και της αξιοπιστίας μεταξύ των 2 εταίρων, για να διεξάγεται απρόσκοπτα η τροφοδοσία με ενέργεια σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες με το δέοντα τρόπο. Θεμελιώδης στόχος επιπροσθέτως δεν είναι άλλος από την προστασία του περιβάλλοντος, για τον οποίο υπάρχει μακροπρόθεσμος στρατηγικός σχεδιασμός και μία σειρά ενεργειών που αποσκοπούν στην υλοποίησή του. Το πλαίσιο Horizon 2020 θέτει μία σειρά από στόχους που επιδιώκουν την περιβαλλοντική ασφάλεια και βασίζεται στο ακόλουθο πλάνο: 20% μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, 20% χρήση του συνολικού ποσοστού από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και 20% περεταίρω ενίσχυση της ενεργειακής αποδοτικότητας. Βασικός στόχος είναι η εξασφάλιση μίας προσιτής, ασφαλούς και “φιλο – περιβαλλοντικής” ενέργειας για τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της ένωσης, ενώ ταυτόχρονα, έχει καταρτιστεί ένα πλάνο δράσης για την ενέργεια και το κλίμα με άξονα ως το 2030 για την εκτέλεσή του. Όλα τα παραπάνω θα μειώσουν τον αντίκτυπο του ενεργειακού τομέα στο περιβάλλον και συνεπώς θα στηριχθεί η βιωσιμότητα στο κομμάτι αυτό.
Κλείνοντας, είναι σημαντικό να αναφέρουμε ότι διαμέσου των ανωτέρω μέτρων ενισχύεται το όραμα για την επίτευξη ενεργειακής ένωσης στην Ευρώπη, κάτι που συνεπάγεται και ενιαία εκπροσώπηση στα παγκόσμια ενεργειακά ζητήματα, συνεπικουρούμενο από τη δημιουργία μιας “φιλο – περιβαλλοντικής” οικονομίας με χαμηλές εκπομπές άνθρακα. Οι ανάγκες που δημιουργούνται είναι συνεχείς, σε συνδυασμό με τις σχετικές προκλήσεις, κι άρα είναι περισσότερο αναγκαία από ποτέ η συνεργασία θεσμών και κρατών για ένα θέμα μείζονος σημασίας, με άμεσο αντίκτυπο στην οικονομία και τη λειτουργία της Ε.Ε. στο σύνολό της.
ΥΓ. Θα ήθελα να αφιερώσω αυτό το κείμενο στην εξαίρετη συνάδελφο και φίλη Στεφανία Φρεν, ως ένδειξη ευχαριστίας για την εμπιστοσύνη και τη στήριξή της προς το πρόσωπό μου όλο αυτό το διάστημα της φιλίας μας!