Η αντιμετώπιση χρόνιων προβλημάτων με σπασμωδικές και πρόχειρες αντιδράσεις, αποτελεί πάγια τακτική της ελληνικής πολιτείας από καταβολής της. Στις μεγάλες παθογένειες που ταλανίζουν το κράτος και όποιον φορέα χρηματοδοτείται από αυτό, όσες τομές έγιναν προς την σωστή κατεύθυνση σπανίως αποτελούσαν προϊόν εμπεριστατωμένης μελέτης και παράγωγο πολιτικής βούλησης. Οι περισσότερες θετικές αλλαγές έγιναν κατόπιν πιέσεων της ασφυκτικής οικονομικής πραγματικότητας. Το ελληνικό Πανεπιστήμιο είναι ένας φορέας που λειτουργεί υπέρ των οικονομικών δυνατοτήτων του εδώ και πολλά χρόνια, αλλά πλέον είναι σε οριακό σημείο. Η επιβολή διδάκτρων σε πολλά μεταπτυχιακά προγράμματα αναδεικνύουν με τον καλύτερο τρόπο το τέλμα στο οποίο βρίσκεται η κατάσταση.
Στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, η επιβολή διδάκτρων σε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών δεν είναι πρωτόγνωρο φαινόμενο Ήδη από πέρυσι, οι υποψήφιοι του προγράμματος στο Δημόσιο Διεθνές Δίκαιο διαπίστωσαν ότι εάν ήθελαν να φοιτήσουν στο συγκεκριμένο πρόγραμμα, θα έπρεπε να καταβάλουν 600 ευρώ ανά εξάμηνο. Πρόκειται για ένα ποσό που είναι ασήμαντο σε σχέση με το αντίστοιχο άλλων μεταπτυχιακών προγραμμάτων ελληνικών και ξένων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, αλλά ο βεβαρυμμένος οικογενειακός προϋπολογισμός δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει. Σε κάθε περίπτωση, όταν ένας φοιτητής καταβάλλει δίδακτρα έχει και ανάλογες απαιτήσεις. Περιμένει οι υποδομές να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των σπουδών του και η ποιότητα του προγράμματος να είναι τουλάχιστον ισάξια με το ποσό που δαπανά. Η Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, παρότι διαθέτει εξαιρετικούς επιστήμονες και προσφέρει εξαιρετικά υψηλού επιπέδου σπουδές, στερείται υποδομών και οργάνωσης, σε βαθμό που να μη δικαιολογεί ούτε το ύψος ούτε και αυτήν ακόμα την επιβολή των διδάκτρων. Σίγουρα όχι, αν λάβει κανείς υπόψη και τον βιαστικό τρόπο με τον οποίο αυτά επιβλήθηκαν. Ο φοιτητικός σύλλογος λοιπόν, αποφάσισε σε Γενική Συνέλευση την κατάληψη της Σχολής μέχρι να ικανοποιηθούν τα αιτήματά του. Δε θα σταθώ ούτε στον τρόπο με τον οποίο αποφασίζει ο ΦΣ, ούτε στη νομιμότητα ή μη της συγκρότησής του, αλλά ούτε και στο μέσο της κατάληψης ως μεθόδου πίεσης. Το πρόβλημα κατά την άποψή μου, είναι η χρηματοδότηση των Πανεπιστημίων.
Σε όλον τον ανεπτυγμένο κόσμο, τα Πανεπιστημιακά Ιδρύματα χρηματοδοτούνται με τρεις τρόπους: α) Από τον κρατικό προϋπολογισμό, (β) μέσω ερευνητικών προγραμμάτων επιχορηγούμενων από ιδιωτικά κατά βάση κεφάλαια και (γ) μέσω διδάκτρων. Συνδυαστική μέθοδος χρηματοδότησης δεν είναι σπάνια, επίσης. Το ελληνικό Σύνταγμα καθιερώνει τη δωρεάν και δημόσια Παιδεία, ως εκ τούτου το ελληνικό Πανεπιστήμιο χρηματοδοτείται από τον κρατικό προϋπολογισμό. Αυτό δε σημαίνει ότι το Πανεπιστήμιο δεν έχει ιδιοκτήτη επειδή είναι δημόσιο. Φυσικά και έχει και ονομάζεται Έλληνας φορολογούμενος. Αυτός ο τρόπος χρηματοδότησης λοιπόν μας τελείωσε. Καλώς ή κακώς, το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν μπορεί πλέον να χρηματοδοτείται από το κράτος. Άρα μένουν δύο τρόποι: η ιδιωτική πρωτοβουλία και τα δίδακτρα. Ο πρώτος εκ των δύο θα ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός, καθώς θα συνδεόταν άμεσα το Πανεπιστήμιο με την αγορά εργασίας και πέρα από τα οικονομικά οφέλη για το ίδιο το ίδρυμα θα υπήρχε και σίγουρη επαγγελματική προοπτική για τους αποφοίτους του. Όμως και αυτός ο τρόπος είναι ανεφάρμοστος, διότι στο ελληνικό πανεπιστήμιο, όπως και σε κάθε πτυχή του ελληνικού δημόσιου βίου, κυριαρχεί η ιδεολογική ηγεμονία της αριστεράς.
Τούτο σημαίνει ότι κάθε επένδυση αντιμετωπίζεται εχθρικά, κάθε ιδιωτική πρωτοβουλία πολεμιέται μέχρι αφανισμού και κάθε τί δημόσιο σημαίνει και τσιφλίκι μας. Το πρόβλημα αυτής της ιδεοληψίας, γιατί περί ιδεοληψίας πρόκειται, είναι ότι διαθέτει από σαθρά έως και ανύπαρκτα επιχειρήματα. Καταφέρνει όμως να στέκεται και να κυριαρχεί χάρη στην ανοχή του νόμου στις νοσηρές πρακτικές των εκφραστών της και χάρη στην αγιοποίηση του «αγώνα» ως μέσου πάλης και διεκδίκησης. Αυτή η ιδεοληψία έχει καταστρέψει το Πανεπιστήμιο τόσα χρόνια και εμποδίζει κάθε βήμα προόδου στο όνομα του «αγώνα». Αν ζούσαμε σε σοβαρή χώρα, κατάληψη θα σήμαινε και αυτόφωρο. Κάπνισμα σε εσωτερικούς χώρους θα σήμαινε πρόστιμο. Αφισοκόλληση θα σήμαινε πρόστιμο. Σε ένα πανεπιστήμιο που θα εφαρμοζόταν ο νόμος, ποιος δε θα ήθελε να έρθει να επενδύσει τα χρήματά του; Και χρήματα σημαίνει υποδομές, σημαίνει ερευνητικά προγράμματα σημαίνει δικτύωση και δουλειές. Αλλά η δαιμονοποίηση του επιχειρείν και η συμπεριφορά των αριστερών κυρίως παρατάξεων που λυμαίνονται το δημόσιο πανεπιστήμιο τόσα χρόνια, έχει καταστήσει απαγορευτική την οποιαδήποτε σκέψη ακόμα αυτού του τρόπου χρηματοδότησης. Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά στο πραγματικό της έλλειψης πόρων. Έχουμε αποκλείσει όλους τους πιθανούς τρόπους εξεύρεσης χρημάτων εκτός από έναν. Ο οποίος επιβάλλεται το πρώτο φέτος, από κυβέρνηση της Αριστεράς, κάτω από ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες. Θα μπορούσαμε να γελάμε με την τραγική ειρωνεία του να επιβάλλει δίδακτρα η κυβέρνηση που ως αξιωματική και μη αντιπολίτευση μεθόδευσε την απαξίωση του ελληνικού Πανεπιστημίου. Θα μπορούσαμε επίσης να γελάμε με το γεγονός ότι οι φοιτητικές παρατάξεις αποκλείουν μόνες τους όλους τους δυνατούς τρόπους χρηματοδότησης και καταλήγουν να διαμαρτύρονται κιόλας.
Το γεγονός, όμως, ότι υπάρχουν πολλοί φοιτητές οι οποίοι έχουν διασυνδέσει την επιβίωσή τους και την οικονομική τους ανεξαρτησία με την λήψη του πτυχίου και την ένταξη στην αγορά εργασίας, δε μας επιτρέπει γέλια. Οι παρατάξεις που διέλυσαν το πανεπιστήμιο βρέθηκαν προ των πεπραγμένων τους αν και δυσκολεύονται να το καταλάβουν. Οι κρατικοί φορείς, λόγω ακατανόητων από τον γράφοντα πολιτικών σκοπιμοτήτων, έχουν επιλέξει να τηρούν στάση ουδετερότητας και επιδεικνύουν μια άκρως επιλήψιμη αδιαφορία για την επίλυση των μεγάλων προβλημάτων, όχι μόνο στην παρούσα φάση αλλά διαχρονικά. Ίσως η “ευρύτερη συναίνεση” να μην είναι μια πολιτική έννοια που έτυχε να βρίσκεται στη μόδα, αλλά ένα σχέδιο εθνικής δράσης.
Προσωπικά πάντως, είμαι απαισιόδοξος για το μέλλον ενός Πανεπιστημίου που θαυμάζω και νιώθω τυχερός που φοίτησα σ’ αυτό.