Την Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου του 2017, διεξήχθη η πιο σημαντική εκλογική αναμέτρηση στη γηραιά ήπειρο, με τα ζητήματα που διακυβεύονταν για το μέλλον της να ήταν πολλά και σημαντικά. Η Γερμανία, παίρνοντας τη σκυτάλη από Γαλλία και Ολλανδία, διεξήγαγε τις ομοσπονδιακές εκλογές της, μέσα σε κλίμα αστάθειας και φόβου, με το αποτέλεσμά τους να είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και ταυτόχρονα ανησυχητικό. Οι Χριστιανοδημοκράτες/ Χριστιανοκοινωνιστές της Άνγκελα Μέρκελ συγκέντρωσαν 32,9%, οι Σοσιαλδημοκράτες του Μάρτιν Σουλτς 20,5%, η ξενοφοβική Εναλλακτική για τη Γερμανία 12,6% και ακολούθησαν Φιλελεύθεροι, Αριστερά και Πράσινοι. Αλλαγή συσχετισμών και δύσκολες διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης συνθέτουν το παζλ της επόμενης μέρας στη χώρα, που καλείται να διαχειριστεί και την είσοδο της ακροδεξιάς στην Μπούντεστανγκ για πρώτη φορά μετά από 70 χρόνια. Τα θέματα που κυριάρχησαν στην ατζέντα ήταν πρωτίστως το προσφυγικό και δευτερευόντως η οικονομία. Ας αναλύσουμε τα δεδομένα για τα κόμματα που θα συνθέσουν την ομοσπονδιακή βουλή για την επόμενη τετραετία.
Αρχικά, σε ό,τι αφορά στο συνασπισμό CDU/CSU (Christian Democratic Union of Germany – CDU / Christian Social Union in Bavaria -CSU), μπορεί μεν να είναι ο νικητής των εκλογών, ωστόσο κατέγραψε σημαντικές απώλειες στην εκλογική του δύναμη, χάνοντας σχεδόν 10 μονάδες σε σχέση με τις εκλογές του 2013, παραμένοντας ωστόσο, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου, στο τιμόνι της χώρας και επικεφαλής στην κυβέρνηση συνεργασίας (πιθανότατα) με φιλελευθέρους και πρασίνους. Η καγκελάριος Μέρκελ θα θητεύσει για τέταρτη φορά στο αξίωμα, ισοφαρίζοντας την περίοδο του Χέλμουτ Κολ (1982 – 1998), ούσα η μακροβιότερη επικεφαλής της γερμανικής διοίκησης τα τελευταία 15 χρόνια. Οι απώλειες του κόμματος εκλογικά οφείλονται στην κατά πολλούς λανθασμένη προσέγγιση του κόμματος αναφορικά με το προσφυγικό, το αίσθημα ανασφάλειας των πολιτών μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις στη χώρα και τις επικρίσεις που δέχθηκε σχετικά με τη διάσωση της Ευρωζώνης. Πολλοί δυσαρεστημένοι ψηφοφόροι του CDU μετακινήθηκαν προς το ξενοφοβικό AfD, θέλοντας να εκφράσουν την έντονη δυσαρέσκειά τους αναφορικά με τους κυβερνητικούς χειρισμούς στα κρίσιμα ζητήματα που αφορούν τη γερμανική κοινωνία και να “τιμωρήσουν” τις πολιτικές της Μέρκελ. Η καγκελάριος σε πολλές ομιλίες της στην προεκλογική περίοδο έγινε αποδέκτης αποδοκιμασιών από υποστηρικτές του κόμματος και όχι μόνο, δείγμα της έντονης αμφισβήτησης της θεώρησής της για τη Γερμανία και την Ευρώπη, παρά το γεγονός ότι ακόμη χαίρει εμπιστοσύνης στο εσωτερικό της χώρας, έστω και με πλήγματα. Μένει τέλος να φανεί το πως θα διαχειριστεί τις διαφωνίες με το αδελφό κόμμα CSU, αλλά και τις διαπραγματεύσεις με τα άλλα κόμματα για το σχηματισμό κυβέρνησης συνασπισμού.
Σε ότι αφορά το SPD, κατέγραψε ιστορικό χαμηλό συγκεντρώνοντας μόλις το 20,5% των ψήφων, ενδεικτικό της απογοήτευσης των ψηφοφόρων του από τις ενέργειές του την τετραετία που ήταν στο τιμόνι της χώρας μαζί με το CDU. Η ατζέντα Σουλτς δεν κατέστη πειστική, παρόλο που ξεκίνησε ως θελκτική και κατόρθωσε στις αρχές της προεκλογικής περιόδου να συγκεντρώνει πάρα πολλά βλέμματα και το κόμμα να είναι πολύ κοντά στην πρώτη θέση, ή ακόμα και πρώτο, χωρίς ωστόσο να ακολουθεί στη συνέχεια ανάλογη πορεία. Το αρνητικό αποτέλεσμα ξεκίνησε να προδιαγράφεται από βαριές ήττες σε τοπικές εκλογές, ακόμα και σε κρατίδια όπου κυβερνούσε επί χρόνια, π.χ. στο κρατίδιο του Σααρ το Μάρτιο ή στη Βόρεια Ρηνανία – Βεστφαλία.
Αποδεικνύεται λοιπόν πως τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα αρχίζουν σιγά σιγά να χάνουν έδαφος και σταδιακά παύουν να αποτελούν αξιόπιστη λύση, κάτι που φάνηκε και στις γαλλικές εκλογές του Μαΐου και όχι μόνο. Σε ότι έχει να κάνει με τη μετακίνηση ψηφοφόρων, αυτή σημειώνεται προς τα αριστερά και συγκεκριμένα στο κόμμα Die Linke, αλλά ταυτόχρονα και προς το AfD, που ήταν ο κερδισμένος των εκλογών. Αναμένουμε από το SPD να είναι στην πρώτη γραμμή της αντιπολίτευσης, μιας και απορρίφθηκαν τα σενάρια για διατήρηση του ισχύοντος κυβερνητικού συνασπισμού, λειτουργώντας έτσι ως ένα ανάχωμα στην Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD).
Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στην Εναλλακτική για τη Γερμανία (Alternative für Deutschland), τον κερδισμένο των εκλογών, που κατέλαβε την τρίτη θέση και ήρθε για να ταράξει τα νερά στη βουλή της χώρας. Ιδρύθηκε το 2012 και το 2013 για μερικές χιλιάδες ψήφων δεν άγγιξε το κατώφλι εισόδου που είναι το 5%, δείχνοντας από νωρίς τις διαθέσεις της. Η ξενοφοβική, ρατσιστική και αντιισλαμική ρητορική την οποία αναπτύσσει έπεισε εκατομμύρια Γερμανών που θέλουν να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους ενάντια στις ακολουθούμενες κυβερνητικές πολιτικές των τελευταίων ετών.
Βασικότερες θέσεις της είναι η απέλαση όλων των μεταναστών από τη χώρα, η επιστροφή της Γερμανίας στο μάρκο και η αντίθεσή της στην ομοφυλοφιλία, ενώ υποσχέθηκε πως θα ζητήσει τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής με θέμα τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων Μέρκελ των προηγούμενων ετών. Ακολουθεί το ιδιαίτερα ενισχυμένο ρεύμα των ακροδεξιών κομμάτων στην Ευρώπη, παίρνοντας τη σκυτάλη από Γαλλία, Ολλανδία και Αυστρία, αλλά και μετά το BREXIT, εκμευταλλευόμενο τα αντιευρωπαϊκά αισθήματα πολλών πολιτών που είναι δυσαρεστημένοι με τους χειρισμούς των εθνικών κυβερνήσεων και των Βρυξελλών σε μείζονα ζητήματα όπως το προσφυγικό, την τρομοκρατία και την ασφάλεια. Παρά ταύτα, διαπιστώνουμε αναταράξεις στο εσωτερικό του, με μία εκ των ιδρυτών (Φράουκε Πέτρι) να έχει ήδη αποχωρήσει θεωρώντας τις θέσεις του κόμματος αρκετά συντηρητικές, ενώ η επικεφαλής Άλις Βάιντελ να δέχεται σφοδρές επικρίσεις λόγω του σεξουαλικού προσανατολισμού της. Εκτίμηση είναι πως η ψήφος προς το AfD μπορεί να χαρακτηριστεί ως ψήφος διαμαρτυρίας και ότι στην περίπτωση που τα πράγματα αρχίσουν να καλυτερεύουν εντός και εκτός της Γερμανίας, τότε θα βρεθεί ξανά στο περιθώριο, δίχως απήχηση.
Για το κόμμα των Φιλελευθέρων, οι εκλογές έφεραν το κόμμα και πάλι στη γερμανική βουλή για πρώτη φορά μετά το 2013, όντας στην τέταρτη θέση και συγκεντρώνοντας μεγάλες πιθανότητες να βρεθεί στον κυβερνητικό συνασπισμό μαζί με το κόμμα της Μέρκελ και τους Πρασίνους, φτιάχνοντας έτσι τον συνασπισμό “Τζαμάικα” (λόγω των χρωμάτων των δυνάμεων που το απαρτίζουν). Ο επικεφαλής του, Κρίστιαν Λίντνερ, ενδέχεται να είναι ο επόμενος υπουργός Οικονομικών, διαδεχόμενος τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που προορίζεται για πρόεδρος της Bundestag μετά από μια μακρά θητεία ως τσάρος της γερμανικής οικονομίας. Βασική θέση του Λίντνερ είναι η διακοπή των προγραμμάτων διάσωσης προς τις χώρες του νότου της Ευρώπης, κάτι που επηρεάζει άμεσα και την Ελλάδα, για την οποία έχει υποστηρίξει πως θα ήταν καλύτερα να αποχωρήσει από την ευρωζώνη. Διαφωνίες παρατηρούνται με το CDU/CSU σε θέματα φορολογίας και μεταναστών, κάτι που αναμένεται να δυσχεράνει τις διαπραγματεύσεις για τη νέα κυβέρνηση που θα είναι εξαιρετικά επίπονες.
Αναφορικά με το κόμμα των Πρασίνων, διατήρησε την παρουσία του στη γερμανική Βουλή, όντας έτοιμο να συμμετάσχει σε κυβέρνηση με Χριστιανοδημοκράτες και Φιλελευθέρους, ώστε να υπάρξει η απαιτούμενη πλειοψηφία (356 έδρες) για να συγκροτηθεί κυβέρνηση για την επόμενη τετραετία, με το περιβάλλον να βρίσκεται στην κορυφή των πολιτικών του προτεραιοτήτων.
Σε ότι αφορά στην Αριστερά, παρέμεινε για ακόμη μια φορά στη σύνθεση του γερμανικού κοινοβουλίου, κρατώντας την αντιπολιτευτική του στάση και επιθυμώντας να διαδραματίσει το δικό του ρόλο στα γερμανικά και όχι μόνο πολιτικά πράγματα.
Κλείνοντας, εύλογα αντιλαμβάνεται κανείς την τεράστια σημασία των εκλογών στη Γερμανία, καθώς πρόκειται για την ισχυρότερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, καταλύτη των εξελίξεων και εν πολλοίς διαμορφωτή των αποφάσεων, μια χώρα που αυτή τη στιγμή “λύνει και δένει” στην Ευρώπη. Η είσοδος του AfD δεδομένα προβληματίζει και πρέπει να αντιμετωπιστεί, ενώ παράλληλα η σύνθεση της νέας κυβέρνησης οφείλει να έχει φιλοευρωπαϊκό και προοδευτικό προσανατολισμό, ώστε να οδηγήσει την ήπειρο σε σταθερότητα και ευημερία, στοιχεία που είναι αναγκαία όσο ποτέ. Περισσότερες εξελίξεις αναμένονται στο άμεσο μέλλον, μετά τις εκλογές του κρατιδίου της Κάτω Σαξονίας, για να δούμε το πρόσημο της νέας κυβέρνησης, τα πρόσωπά της και τις πολιτικές που θα ακολουθηθούν.