Τι μας έμεινε από τη φετινή 41η Επέτειο της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου; Πέρα από το καθιερωμένο ξύλο μεταξύ ΜΑΤ και αριστεριστών ή αντιεξουσιαστών, έχουμε να θυμόμαστε δυστυχώς τη δημόσια διατύπωση δύο πρόδηλα στρεβλών από ιστορικής άποψης θέσεων, για τη συγκεκριμένη επέτειο. Μια ΟΝΝΕΔίτισσα, μας αποκάλυψε δια του facebook ότι δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο ενώ η Νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ μας πληροφόρησε μέσω αφίσας ότι δεν έχουμε γνωρίσει Δημοκρατία!
Είναι από τις στιγμές που δεν ξέρεις ποιο είναι το κυρίαρχο σου συναίσθημα. Θλίψη; Για το γεγονός ότι νέοι και υποτίθεται μορφωμένοι άνθρωποι εκφράζουν δημοσίως απόψεις που αγγίζουν τα όρια της ύβρεως σε βάρος της μνήμης όσων έδωσαν το αίμα τους για την Ελευθερία και τη Δημοκρατία; Οργή; Για το γεγονός ότι ένα ιστορικό γεγονός, υψίστης σημασίας για την Νεότερη Ελληνική Ιστορία, γίνεται παίγνιο για να εξυπηρετήσει τις μικροπολιτικές σκοπιμότητες νεολαίων που από πλευράς πολιτικής σκέψης και κουλτούρας είναι ήδη… γερασμένοι; Ή μήπως να γελάσεις πικρά με τον τρόπο με τον οποίο νέοι άνθρωποι πιθηκίζουν συμπεριφορές, ο πυρήνας των οποίων ανάγεται στις πιο σκοτεινές περιόδους του ελληνισμού μόνο και μόνο για να πουλήσουν το προφίλ του “αντισυστημικου”, που είναι τόσο της μόδας στις μέρες μας (αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι μέχρι και η Γιάννα Αγγελοπούλου δηλώνει αντισυστημική).
Δυστυχώς, αρκετοί και προβεβλημένοι πολιτικοί εκπρόσωποι της Νέας (ηλικιακά) Γενιάς αδυνατούν να παράξουν πραγματική πολιτική και ακολουθούν την πεπατημένη της εύκολης συνθηματολογίας και της φτηνής πρόκλησης, συντηρώντας έτσι το σημερινό παρακμιακό σκηνικό σε όλες τις εκφάνσεις του δημοσίου βίου. Το παράδοξο της υπόθεσης που φυσικά καταδεικνύει με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο την έλλειψη πολιτικής παιδείας και γενικότερης μόρφωσης και των δυο πλευρών, είναι το γεγονός ότι ενώ αυτοαναγορεύονται σε πολέμιους του “υποκριτικού” συστήματος, στην ουσία εκφράζουν απόψεις καθ΄ολοκληρίαν συστημικές!
Η μεν ευειδεστάτη (για καλό το γράφω – σε αυτήν τη χώρα έχει ποινικοποιηθεί και ο εκθειασμός του ωραίου φύλου) ΟΝΝΕΔίτισσα εκφράζει την άποψη του βαθέως Δεξιού συστήματος, το οποίο δεν μπορεί μετά από τόσα χρόνια να αποδεχτεί ότι οι δυναμικότεροι αγώνες για την αποκατάσταση της Δημοκρατίας έγιναν από Κεντρώους και Αριστερούς πολίτες (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι και κεντροδεξιοί δεν είχαν συμβολή), τους οποίους η παραδοσιακή Δεξιά παράταξη κυνηγούσε επί δεκαετίες. Έχει πλάσει αυτό το κομμάτι της σκληρής Δεξιάς μεταπολιτευτικά το ιδεολογικοπολιτικό αφήγημα ότι ο Καραμανλής ο πρεσβύτερος έφερε τη Δημοκρατία στην Ελλάδα το 1974. Τον αποκαλούν μάλιστα και Εθνάρχη, εντάσσοντάς τον ούτε λίγο ούτε πολύ στην ίδια κατηγορίας με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Προφανώς και ο Καραμανλής συνέβαλε αποφασιστικά στην ομαλοποίηση της κατάστασης και στην θεμελίωση βασικών δημοκρατικών λειτουργιών μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών και φυσικά έχει να επιδείξει ένα πολύπλευρο έργο στον πολιτικό του βίο. Δεν πρέπει όμως να λησμονούμε επίσης ότι προδικτατορικά πολλές φορές ο ίδιος καταπάτησε δημοκρατικές αρχές (εκλογές “βίας και νοθείας” το 1961, χειρόγραφα ψηφοδέλτια, “τριφασικό” εκλογικό σύστημα, γιγάντωση παρακράτους, νόμος 4000 περί τεντιμποϊσμού κ.α.), καθώς επίσης και το γεγονός ότι ορισμένοι σημαντικοί παράγοντες της επίσημης, οργανωμένης Δεξιάς φλέρταραν ανοιχτά με λύσεις πολιτειακής εκτροπής και σε ορισμένες περιπτώσεις συνέβαλαν ουσιαστικά στην προώθησή τους (στήριξη κυβερνήσεων Αποστατών το 1965 κλπ).
Από την άλλη, οι γιαλατζί επαναστάτες του ΣΥΡΙΖΑ αρνούνται να δεχτούν ότι τα τελευταία 40 χρόνια παρά τα μεγάλα προβλήματα και αντιμετώπισε η χώρα μας, με αποκορύφωμα τη σημερινή οικονομική, μα προπάντων πολιτική και κοινωνική, κρίση και παρά τις σημαντικές δυσλειτουργίες που αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει το πολίτευμά μας, η αποκατάσταση της Δημοκρατίας από το 1974 και μετά ήταν η απαρχή της πλέον ήρεμης, σταθερής και οικονομικά αναπτυξιακής φάσης της ιστορίας της Ελλάδας. Απλά, χρησιμοποιούν την πάγια αριστερίστικη τακτική: Καταπάτηση των νόμων του κράτους κατά το δοκούν, στο όνομα μια αόριστης “αντίστασης” και ταυτόχρονα καταφυγή σε αυτούς και επίκληση της Δημοκρατίας όταν οι πολιτικές σκοπιμότητες το επιβάλουν. Άραγε πόσες δικτατορίες επιτρέπουν στους αντιφρονούντες να παραβιάζουν τους νόμους χωρίς την παραμικρή συνέπεια; Να καταλαμβάνουν και να καταστρέφουν δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους, να προπηλακίζουν και να εξυβρίζουν όποιον διαφωνεί μαζί τους, να παρακινούν σε πράξεις πολιτικής βίας; Ποια χούντα επιτρέπει στους επίδοξους ανατροπείς της να προπαγανδίζουν τις θέσεις τους στο πλέον δημοφιλές τηλεοπτικό πρόγραμμα (Αλ Τσαντίρι Νιουζ); Η εξίσωση της σημερινής κατάστασης με την περίοδο 1967 -1974, αποτελεί προσβολή της μνήμης των αγωνιστών της περιόδου εκείνης και ταυτόχρονα το καλύτερο άλλοθι στους δεδηλωμένους εχθρούς της Δημοκρατίας. Δυστυχώς λοιπόν και το αυτοαποκαλούμενο ριζοσπαστικό, αριστερό, προοδευτικό πολιτικό τμήμα της χώρας, το οποίο μάλιστα διεκδικεί την πολιτική κληρονομιά των αγωνιστών του Πολυτεχνείου, επιλέγει τον επικίνδυνο δρόμο της εντυπωσιοθηρίας.
Τι έχει να αντιτάξει η Δημοκρατία, ως ασπίδα σε αυτές τις επικίνδυνες και υπονομευτικές θεωρήσεις της πολιτικής Ιστορίας;
Μια οργανωμένη Πολιτεία έχει μία και μόνη διέξοδο από τον φαύλο κύκλο της αμάθειας και του λαϊκισμού και αυτή είναι η Παιδεία. Παιδεία όχι με τη σημερινή έννοια της στείρας αποστήθισης κατεβατών, του βομβαρδισμού πληροφοριών και των διαχρονικών αγκυλώσεων. Παιδεία, ως συνώνυμο της ευρύτερης μόρφωσης, της ανάπτυξης της δημιουργικής σκέψης, της συγκρότησης ενός ουσιαστικού κριτικού πνεύματος. Παιδεία που θα βοηθά το παιδί και τον νέο να αναπτύσσει τα ιδιαίτερα ταλέντα του και ταυτόχρονα να μάθει να λειτουργεί ομαδικά. Παιδεία, που θα ενθαρρύνει την αμφισβήτηση, όχι με την έννοια της εύκολης γενίκευσης και της τυφλής και αναιτιώδους σύγκρουσης αλλά με την έννοια της συνεχούς προσπάθειας για τον εκσυγχρονισμό απαρχαιωμένων δομών της κοινωνίας, για την ανανέωση σκουριασμένων αντιλήψεων για τον επανακαθορισμό των προτεραιοτήτων σε ατομικό και κοινωνικό επίπεδο. Παιδεία, που δε θα φοβάται την αναμέτρηση με το παρελθόν μας ως έθνους και λαού αλλά θα αντλεί παραδείγματα και διδάγματα από αυτό. Παιδεία, που θα στοχεύει στη διασφάλιση των ιδιαίτερων, θετικών, παραδοσιακών χαρακτηριστών που συγκροτούν την ελληνική ταυτότητα, με την ταυτόχρονη προετοιμασία και προσαρμογή της πορείας μας ως χώρα, στις σημερινές και στις μελλοντικές δύσκολες, δαιδαλώδεις και ασαφείς ατραπούς της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων.
Δυστυχώς και στο μέτωπο της Παιδείας, με τους σημερινούς τουλάχιστον όρους, τα σύννεφα του δογματισμού, της ιδεοληψίας, της ιδιοτέλειας και της κομματοκρατίας είναι πυκνά. Και αν λάβει κανείς υπόψη τις αντιλήψεις και τις πρακτικές των πολιτικών προϊσταμένων της – τωρινών και άμεσα μελλοντικών – δεν δικαιούται, παρά ελάχιστα, να ελπίζει σε μια τολμηρή μεταρρύθμιση προς την κατεύθυνση της εξυγίανσής της.
Ποια είναι η μόνη ελπίδα λοιπόν;
Μα οι ίδιοι οι απλοί δάσκαλοι.
Ξεκινώντας από τα σχολεία και καταλήγοντας στα πανεπιστήμια, οι διδάσκοντες που πραγματικά πιστεύουν στην Παιδεία ως άμεση συνάρτηση της πολιτειακής και πολιτικής συγκρότησης της χώρας, οφείλουν να ενεργοποιηθούν τώρα. Οφείλουν, μέσα στα όντως ασφυκτικά πλαίσια που τους θέτει το υπάρχον σύστημα, να παλέψουν ώστε να δημιουργήσουν Πολίτες. Ανθρώπους, οι οποίοι θα έχουν όχι μόνο ουσιαστικές γνώσεις και δεξιότητες, αλλά ταυτόχρονα θα είναι έτοιμοι να τις θέσουν σε δράση αντανακλαστικά, όταν προσβάλλεται η κοινή λογική και ο αξιακός τους κώδικας. Πολίτες, που δε θα είναι εύκολα θύματα κανενός είδους προσηλυτισμού και που δε θα επιτρέπουν να αντιμετωπίζονται απλά ως ψήφοι και κομματικός στρατός. Που δεν θα είναι ευεπίφοροι στην πλύση εγκεφάλου. Μα πάνω από όλα, Πολίτες που θα πιστεύουν στη Δημοκρατία και αναγνωρίζοντας ότι δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει ως τρόπος λειτουργίας της κοινωνίας, στο τέλειο επίπεδο θα την προστατεύουν και θα την εμβαθύνουν διαρκώς. Ας αναλάβουν λοιπόν οι δάσκαλοι το μερίδιο ευθύνης που τους αναλογεί ως δεύτεροι γονείς των μαθητών και ας τους δώσουν τα εφόδια για να διεκδικήσουν ένα καλύτερο μέλλον.