Είναι στη φύση του ανθρώπου να τον συνδέουν ισχυροί δεσμοί με τον τόπο καταγωγής, ανατροφής και ζωής του, με τους ανθρώπους που συναναστρέφεται καθημερινά, με τον τόπο όπου διαμορφώνεται και ολοκληρώνεται σαν προσωπικότητα. Δεν είναι ούτε παράλογο αυτό, ούτε ακραίο, ούτε ασυνήθιστο και, βέβαια, ούτε κατακριτέο – τουλάχιστον στις περισσότερες χώρες του κόσμου. Η χώρα μας όμως δε συγκαταλέγεται σε αυτές. Εδώ τα πράγματα είναι διαφορετικά, έχοντας πάρει μια διαφορετική, συγκεχυμένη και ανησυχητική μορφή. Η Ελλάδα είναι ίσως η μοναδική χώρα στον κόσμο, στην οποία κάποιος που θα βγάλει την ελληνική σημαία στο μπαλκόνι του, ανήμερα μιας εθνικής επετείου, τιμώντας έτσι με τον τρόπο του τους προγόνους του που πολέμησαν για τα υψηλότερα ιδανικά, θα κατηγορηθεί ως εθνικιστής και ως φασίστας.
Αυτή η λογική όμως και αυτός ο τρόπος σκέψης δε γεννήθηκαν από μόνα τους, ούτε ξεπρόβαλαν ξαφνικά. Η σταδιακή εξίσωση του Πατριωτισμού με τον αδιαμφισβήτητα θλιβερό αλλά και επικίνδυνο Εθνικισμό, από τους πρεσβευτές του δευτέρου για λόγους πολιτικής σκοπιμότητας και ισχυροποίησης των ακραίων και φασιστικών ιδεών και σκοπών τους, συνετέλεσε καθοριστικά στη διαμόρφωση αυτής της λογικής. Πριν προχωρήσουμε όμως παρακάτω κρίνεται αναγκαίο να ορίσουμε τις έννοιες του Εθνικισμού και του Πατριωτισμού, όπως αυτοί έχουν διαμορφωθεί. Ως Εθνικισμός, λοιπόν, ορίζεται η απόλυτη μέχρι φανατισμού πίστη στα ιδεώδη του έθνους και της επικράτησης του σε συνδυασμό με την υποτίμηση και καλλιέργεια μίσους για τους άλλους λαούς και για κάθε τι ξένο προς τις δικές του σταθερές. Από την άλλη πλευρά ως Πτριωτισμός/Εθνισμός ορίζεται η εθνική συνείδηση που εκφράζεται μέσα από την αγάπη για την Πατρίδα και τα ιδανικά της χωρίς φανατισμούς με τον παράλληλο σεβασμό στην ύπαρξη και συνύπαρξη με τους άλλους λαούς. Κανένας επομένως συσχετισμός δε διαφαίνεται να υπάρχει ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες, πράγμα που αναδεικνύεται με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο μέσα από τα λόγια του Σαρλ Ντε Γκωλ που αποδεικνύουν τις διαφορετικές συνισταμένες από τις οποίες αφορμάται η κάθε ιδεολογία: «Πατριωτισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ’ όλα την αγάπη για τη χώρα σου. Εθνικισμός είναι όταν βάζεις πάνω απ’ όλα το μίσος για τις άλλες». Οι δύο, λοιπόν αυτές έννοιες ξεκινούν από εκ διαμέτρου αντίθετο παρονομαστή. Στην έννοια του Πατριωτισμού αυτό που προβάλλεται είναι η αγάπη και ο σεβασμός. Άλλωστε αν κάποιος δεν αγαπά και δεν σέβεται ούτε τον ίδιο του τον τόπο πώς άραγε θα μπορούσε να αγαπήσει και να σεβαστεί τον οποιοδήποτε τόπο;
Στην αντίπερα όχθη, η έννοια του εθνικισμού πρεσβεύει το μίσος, την εχθρότητα, την ανωτερότητα μιας συγκεκριμένης κατηγορίας ανθρώπων με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Οι δύο έννοιες αυτές μόνο ως αντιφατικές μπορούν να εκληφθούν, γεγονός όμως που σε καμία περίπτωση δεν είναι σήμερα διακριτό. Στο μυαλό των περισσοτέρων οι έννοιες αυτές είναι πια ταυτόσημες, έχοντας κοινές θέσεις και αντιλήψεις και κυρίως, φαινομενικά τουλάχιστον, κοινούς εκφραστές. Η σύγχυση αυτή ακολουθείται ηθελημένα από τους εκπροσώπους των εθνικιστικών-σοβινιστικών ιδεών, καθώς μόνο με αυτόν τον τρόπο μπορούν να ισχυροποιηθούν και να αποκτήσουν δύναμη, μια δύναμη που αν αναχθεί ιστορικά γίνεται κατανοητή η επικινδυνότητα της. Στην Ελλάδα το ρόλο αυτό διαδραματίζει το γνωστό πολιτικό μόρφωμα, φερόμενο και ως προπύργιο εγκληματικής οργάνωσης, που, φορώντας τον πατριωτικό μανδύα ως προσωπείο, κηρύσσει το μίσος και το φόβο για οτιδήποτε «ξένο».
Η εξισωτική και ισοπεδωτική όμως λογική δε σταματά εδώ, δεν της αρκεί η ταύτιση του Εθνισμού με τον Εθνικισμό, προχωρά και σε έναν ακόμη συσχετισμό, αυτόν του ελληνικού κράτους, της διοίκησης, της πολιτικής ηγεσίας με την αγάπη για την Ελλάδα. Στο μυαλό πολλών έχει κυριαρχήσει πως αγάπη της χώρας σου αυτομάτως σηματοδοτεί την υποστήριξη της Κυβέρνησης αυτής, της διοίκησής της, των εκπροσώπων της και οτιδήποτε σκοτεινό και βρώμικο βρίσκεται στους κύκλους της. Ειδικότερα για μια χώρα όπως η Ελλάδα στην οποία η εμπιστοσύνη των πολιτών στους κρατικούς και κυβερνητικούς λειτουργούς είναι απογοητευτική, μια τέτοια ταύτιση οδηγεί στην απομάκρυνση των πολιτών από την έννοια του καλώς εννοούμενου Πατριωτισμού. Δε μπορώ να κατανοήσω από πού προήλθε αυτή η ταύτιση. Στα μάτια μου τουλάχιστον οι έννοιες κράτος και έθνος είναι πλήρως διακριτές, μπορεί να συμβαδίζουν και να αλληλοεξαρτώνται, αλλά σίγουρα δεν ταυτίζονται. Το έθνος είναι κάτι πολύ ευρύτερο από το κράτος, η συνέχεια και η πορεία του μέσα στο χρόνο θα διαγράφεται ανεξαρτήτως ύπαρξης και ορθής λειτουργίας του ελληνικού κράτους. Το έθνος εμπεριέχει το κράτος αλλά δεν ταυτίζεται με αυτό, ενώ σε συγκεκριμένες ιστορικές διαδρομές η ανυπαρξία κράτους δεν σήμαινε και την ανυπαρξία έθνους.
Σε κάθε περίπτωση οι εποχές που ζούμε είναι περίεργες και η αλλοτρίωση με τη σύγχυση κάποιων βασικών εννοιών μόνο βοήθεια δεν παρέχουν, αντιθέτως περισσότερο περιπλέκουν την κατάσταση και δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά για το ποιον εξυπηρετεί αυτή η σύγχυση. Προσωπικά δε μπορώ να δηλώσω ότι είμαι βαθιά Πατριώτης, αυτό που ξέρω είναι πως αγαπώ και σέβομαι τη χώρα που με γέννησε, με ανέθρεψε, με μεγάλωσε και με διαπλάθει σαν άνθρωπο, όπως σέβομαι και τις υπόλοιπες χώρες του κόσμου. Κυρίως όμως αγαπώ τους ανθρώπους, τους καλούς ανθρώπους. Τους καλούς ανθρώπους όλων των χωρών, γιατί τελικά οι άνθρωποι δε χωρίζονται ούτε σε φυλές, ούτε σε θρησκείες, ούτε σε χρώματα. Οι άνθρωποι χωρίζονται στους καλούς και στους κακούς. Διαλέξτε, λοιπόν!