Η ανάγκη γένεσης μιας ενιαίας Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε πιο επιτακτική από ποτέ μετά το τέλος του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου, που βρήκε την Ευρώπη χωρισμένη και διαλυμένη. Η εξασφάλιση ενός περιβάλλοντος ειρήνης και αρμονικής συνύπαρξης των λαών οδήγησε τους ηγέτες ορισμένων Ευρωπαϊκών χωρών -του Βελγίου, της Γαλλίας, της Δυτικής Γερμανίας, της Ιταλίας, του Λουξεμβούργου και των Κάτω χωρών- στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα το 1951 με πρωταρχικό σκοπό την αποφυγή περαιτέρω αιματηρών συγκρούσεων και τη διευκόλυνση των εμπορικών και οικονομικών συναλλαγών. Ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), μέλος της οποίας έγινε και η Ελλάδα το 1981 και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας. Το όραμα μιας ένωσης που θα περιλαμβάνει όλα τα κράτη της Ευρώπης είχε πάρει σάρκα και οστά. Η μετουσίωσή του ολοκληρώθηκε το 1992 με την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ και την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τα πρώτα της κιόλας βήματα φάνταζε ως ένα ιδανικό ξεκίνημα συνεργασίας των λαών και πρότυπο μιας επερχόμενης οικουμενικής ενοποίησης. Η Ευρώπη ξεκίνησε με το όραμα μιας Ηπείρου των Εθνών και των Λαών της και προοδευτικά άνοιγε σε όλο και περισσότερες εισδοχές νέων μελών.
Τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, το αρχικό ευρωπαϊκό όραμα έχει ξεθωριάσει. Με την πάροδο των χρόνων η Ευρωπαϊκή αυτή Ένωση δεν θυμίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση των αξιών, της οικουμενικότητας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της συνεργασίας, της Δημοκρατίας. Στα μάτια μου, έχει χάσει φανερά τον προσανατολισμό της, έχει μεταμορφωθεί σε ένα κλειστό κλαμπ για λίγους, σκληρά οικονομοτεχνικό, απρόσιτο για τους ανθρώπους που ζητούν καταφύγιο σ’ αυτήν, ανήμπορο να επιληφθεί και να επιλύσει τα εσωτερικά του ζητήματα.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από την τραγωδία που βιώνουν τούτες τις ώρες οι πρόσφυγες και μετανάστες που έχουν καταφθάσει κατά χιλιάδες στην ελληνική επικράτεια και βρίσκονται εγκλωβισμένοι στη χώρα μας αντιμετωπίζοντας τους φράχτες, τα συρμάτινα πλέγματα και το στρατό της «ανοιχτής» Ευρώπης. Παρότι, για μην παρερμηνευθούν τα παραπάνω, δεν θεωρώ πως τα ευρωπαϊκά σύνορα πρέπει να ανοίγουν αυτόματα με τη θέαση κάθε ανθρώπου, καθώς αυτό σίγουρα θα έθετε σε κίνδυνο την εσωτερική ασφάλεια των κρατών μελών και θα δημιουργούσε περαιτέρω προβλήματα. Θεωρώ όμως ντροπή τις εικόνες, τις οποίες παρακολουθούμε καθημερινά, τις εικόνες ανθρώπων που ζητούν άσυλο και αντιμετωπίζονται με τον πιο ανάλγητο τρόπο. Άνθρωποι απελπισμένοι και εξουθενωμένοι, άνθρωποι κατατρεγμένοι από τον πόλεμο και τη συμφορά βλέπουν τα όνειρα, τις προσδοκίες τους, τις ελπίδες τους να γκρεμίζονται μπροστά στη θέα των συρμάτινων πλεγμάτων που σηματοδοτούν τα σύνορα της Ευρώπης.
Σίγουρα το έργο της αφομοίωσης όλων αυτών των πληθυσμών σε συνδυασμό με τις πολιτισμικές και πολιτιστικές τους διαφορές με το Δυτικό κόσμο καθίσταται δυσχερές, η Ευρώπη όμως έχει την υποχρέωση να ανταποκριθεί στο έργο αυτό, δείχνοντας παράλληλα ότι παρά τις όποιες μεταβολές εξακολουθεί να υπηρετεί τις αξίες της. Οφείλει να απομονώσει τις ακραίες φωνές που κάνουν λόγο για μια κλειστή Ευρώπη, ένα προνόμιο για λίγους. Να αποδείξει ότι δεν είναι η Ευρώπη των μισάνθρωπων που καίνε και ρημάζουν κάθε χώρο φιλοξενίας των προσφύγων, ούτε η Ευρώπη που νομιμοποιεί την εκμετάλλευση και την αφαίρεση προσωπικών περιουσιακών αντικειμένων από τους πρόσφυγες, αλλά η Ευρώπη της ανθρωπιάς, της αλληλεγγύης, της αλληλοϋποστήριξης, η Ευρώπη των ανθρώπων και όχι των συμφερόντων, η προοδευτική και οικουμενική Ευρώπη και όχι αυτή των κλειστών συνόρων και των πνιγμών.
Κλείνοντας και για να καμφθεί κάθε αμφιβολία πως αυτοί οι άνθρωποι δεν επέλεξαν τη φυγή, αλλά εξαναγκάστηκαν σ’ αυτήν, παραθέτω τα λόγια του Βρετανού ηθοποιού Benedict Cumberbatch πως: «Κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά.»
Υ.Γ. : Ας ελπίσουμε και ας προσπαθήσουμε όλοι να επαναφέρουμε το χαμόγελο και την ελπίδα στα μάτια αυτών των παιδιών, απομακρύνοντας τον τρόμο και τον πόλεμο από τη σκέψη τους, στη θέση των οποίων κάλλιστα θα μπορούσε να είναι ο καθένας μας.