Η εξουσία έχει την τάση να διαφθείρει είχε πει κάποτε ένας Άγγλος ιστορικός και απ’ ό,τι φαίνεται η φράση του βρίσκει, δυστυχώς, αντίκρισμα στην Ελλάδα. Η 54σέλιδη Έκθεση της GRECO που δημοσιοποιήθηκε πριν από λίγο καιρό αναλύει τον τρόπο με τον οποίο νομοθετική και δικαστική εξουσία συνέβαλαν στα φαινόμενα εκτεταμένης διαφθοράς με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπη η χώρα.
Πιο συγκεκριμένα, όσον αφορά τους βουλευτές, η Έκθεση κάνει λόγο για την απουσία ενός πλέγματος κανόνων δικαίου σε τομείς που σχετίζονται με τη διαχείριση της παράλληλης δραστηριότητας τους, με τις σχέσεις που έχουν με διάφορες «ομάδες συμφερόντων» και με τις δωρεές που αυτοί λαμβάνουν υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες για την προώθηση συγκεκριμένων συμφερόντων. Θετικό μέτρο είχε αποτελέσει ο Ν.3213/2003 «Δήλωση και έλεγχος περιουσιακής κατάστασης βουλευτών, δημόσιων λειτουργών και υπαλλήλων, ιδιοκτητών μέσων μαζικής ενημέρωσης και άλλων κατηγοριών προσώπων», ωστόσο, όπως επισημαίνεται από την Έκθεση, αποτελεσματική τήρηση του δεν υπήρξε ως τώρα. Νομοθετικό κενό εντοπίζεται επίσης στο σύστημα των βουλευτικών ασυλιών και προνομίων και στον έλεγχο της ακεραιότητας τους.
Όσον αφορά τους δικαστές και τους εισαγγελείς η Έκθεση υπογραμμίζει την ανάγκη μιας συνολικής αξιολόγησης της λειτουργίας του δικαστικού συστήματος, για να καταστεί εφικτό να λογοδοτήσει αυτό για τις αποφάσεις του. Ξεχωριστή αναφορά γίνεται επίσης σε ισχυρισμούς που φαίνεται να σχετίζουν δικαστική, νομοθετική και εκτελεστική εξουσία, με την πρώτη να μη μπορεί –ή να μη θέλει- να παρέμβει στις άλλες δυο, εκκινώντας τις κατάλληλες διαδικασίες για τα διάφορα σκάνδαλα που ανέκυπταν κατά καιρούς. Τέλος, δεν παραλείπει να αναφερθεί στην ανάγκη επανεξέτασης της διαδικασίας επιλογής των δικαστών που στελεχώνουν τις ανώτερες θέσεις του Δικαστικού Σώματος προκειμένου να εξασφαλισθεί η ανεξαρτησία τους από την εκτελεστική εξουσία.
Κεντρική θέση της παρούσας Έκθεσης είναι ότι η διαφθορά στην Ελλάδα είναι η κύρια αιτία για την οικονομική κρίση στη χώρα μας ενώ το ετήσιο ποσό που αναφέρεται είναι αστρονομικό και φαίνεται να ξεπερνάει τα 3.000.000.000 ευρώ. Με αφορμή λοιπόν όλα αυτά συνεχίζω τις σκέψεις μου για τη διαφθορά, για την οικονομική κρίση, για την Ελλάδα.
Η αλήθεια είναι λοιπόν ότι η Ελλάδα δεν χρεοκόπησε το 2010. Η χρεοκοπία είχε ήδη αρχίσει 30 χρόνια νωρίτερα. Η Ελλάδα χρεοκοπούσε όταν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ με δανεικά κονδύλια δημιούργησαν και έθρεψαν ένα ρουσφετολογικό, και όπως φάνηκε, αδιέξοδο κράτος. Η Ελλάδα χρεοκοπούσε όταν ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στελέχωναν το Δημόσιο με ανθρώπους χωρίς προσόντα και ικανότητες, για να διατηρήσουν την εξουσία τους. Η Ελλάδα χρεοκοπούσε με τους 40άρηδες συνταξιούχους, τα προκλητικά εφάπαξ και τα επιδόματα μαϊμού. Η Ελλάδα χρεοκοπούσε εξαιτίας των υψηλών δημόσιων ελλειμμάτων, της μη ορθολογικής διαχείρισης του χρέους και των δαπανών, της αχαλίνωτης κατανάλωσης, της υποχώρησης της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας. Αλλά τότε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ μαζί συγκέντρωναν ποσοστό άνω του 80%. Γιατί η διαφθορά δεν ενοχλούσε μέχρι το 2010. Τη θυμηθήκαμε και μας ενόχλησε όταν ξεβολευτήκαμε.
Και στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσω ότι συγχωροχάρτι σε ΠΑΣΟΚ και ΝΔ δεν πρόκειται να δώσω. Και κανείς μας νομίζω.
Αλλά η κοροϊδία του ΣΥΡΙΖΑ και της πρώτη φορά αριστεράς συναγωνίζεται επαξίως -αν δεν έχει ήδη ξεπεράσει- τους δύο προηγούμενους. Δεν είναι μόνο ότι έδωσε ψεύτικες ελπίδες και αισιοδοξία στον κόσμο. Δεν είναι μόνο ότι προεκλογικά -και μετεκλογικά με ένα δημοψήφισμα κενό περιεχομένου- δίχασε την κοινωνία με το δίπολο μνημόνιο-αντιμνημόνιο. Δεν είναι μόνο η λαϊκίστικη ρητορεία του που στηρίχθηκε στην καταγγελία του μνημονίου που τελικά εφαρμόζει με χειρότερους όρους. Στον έναν χρόνο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ η Ελλάδα βίωσε ξανά σε fast forward αυτή τη φορά, όλα τα λάθη που την οδήγησαν στη χρεοκοπία. Το πελατειακό κράτος πατάχθηκε με την μετάταξη των καθαριστριών του ΥΠΟΙΚ στις γραμματείες των δικαστηρίων, με την υπουργική απόφαση για άλλες 165 θέσεις καθαριστριών στο ΥΠΟΙΚ, με την πρόσληψη του συζύγου της κ. Καφαντάρη. Η ανάσα στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις δόθηκε μια και καλή με τα capital controls. Πλέον αναπνέουν ελεύθερα από τη Βουλγαρία. Η διαφθορά καταπολεμήθηκε με τη σύλληψη του καστανά. Τα παιδιά σταμάτησαν να λιποθυμούν στα σχολεία, ενώ οι αυτοκτονίες προφανώς εξαλείφθηκαν αφού πλέον καμιά αναφορά δεν γίνεται από τα ΜΜΕ για αυτές. Το ασφαλιστικό κατέστη βιώσιμο διότι οι διορισμένοι υπάλληλοι της Βουλής δεν θα θιγούν, τα επιδόματα των άγαμων κορασίδων και των χηρών θα καταβληθούν κανονικά και το 2016, τα ταμεία της ΔΕΗ θα λάβουν και φέτος την κρατική επιχορήγηση των 600 εκ. ευρώ. Όσο για το μοναδικό παραγωγικό κομμάτι της κοινωνίας θα συνεχίσει να πληρώνει κανονικά τις αυξημένες εισφορές του. Για το ξεπούλημα των κόκκινων δανείων στα distress funds (κάποτε αιμοδιψή όρνεα των αγορών), η Κυβέρνηση μας το είπε ξεκάθαρα ότι δεν συμφωνεί και μας κάλεσε σε απεργία για τα μέτρα που αυτή θα εφαρμόσει, ενώ για τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου μάλλον αναζητούν ακόμη τα εκατομμύρια του Σταθάκη, του Φλαμπουράρη και της λίστας Λαγκάρντ. Αυτά απ’ τους έχοντες το ηθικό πλεονέκτημα, τις καινούργιες ιδέες και πρακτικές. Και τα αδήλωτα σπίτια.
Κλείνω με κάτι που είχα γράψει ενόψει του δημοψηφίσματος αλλά νομίζω ότι είναι και τώρα επίκαιρο. Η ελληνική κρίση είναι πρωτίστως πολιτική, θεσμική, κοινωνική, αξιακή και έπειτα οικονομική. Κανένας έως τώρα δεν επέδειξε την απαραίτητη πολιτική βούληση για την προώθηση αλλαγών. Αντίθετα με τη συμπεριφορά τους εκπαίδευσαν και οδήγησαν την κοινωνία προς μία λανθασμένη κατεύθυνση.
Χωρίς αλλαγή νοοτροπίας της Ελληνικής κοινωνίας και αλλαγή αντίληψης και λειτουργίας του Ελληνικού πολιτικού συστήματος, δεν υπάρχει περίπτωση να βγούμε από την κρίση (και εάν βγούμε προσωρινά, θα ξανακυλήσουμε χειρότερα).
Μόνο αυτό θα θεραπεύσει τις παθογένειές μας…
Για να ξεπεραστεί η κρίση σε ένα ευρύτερο επίπεδο, θα πρέπει ως λαός να επισημάνουμε τα λάθη του παρελθόντος και να τα διορθώσουμε. Γιατί αν δεν το κάνουμε εμείς οι ίδιοι καμιά (συγ)κυβέρνηση δεν θα το κάνει για μας.