Μπορεί να βρισκόμαστε λίγες ημέρες μετά την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, ωστόσο το πολιτικό σκηνικό εξακολουθεί να μοιάζει ιδιαιτέρως ρευστό και αβέβαιο, όπως ακριβώς διαγραφόταν και πριν τη διεξαγωγή της ανωφελούς προηγηθείσας εκλογικής αναμέτρησης.
Είναι γεγονός ότι οι πολίτες δια μέσω της εκλογικής διαδικασίας ανανέωσαν την εμπιστοσύνη τους προς το κυβερνών κόμμα και παρείχαν την πολιτική εξουσιοδότηση προς τον κ. Τσίπρα, προκειμένου να εφαρμόσει με συνέπεια τις διατάξεις της τρίτης δανειακής σύμβασης, της οποίας ο τελευταίος φέρει τα πνευματικά δικαιώματα.
Ο κ. Τσίπρας χαρακτηρίσθηκε σε εκλογικό επίπεδο ως ο αδιαμφισβήτητα μεγάλος νικητής και όχι άδικα. Καταρχάς ο Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς κατάφερε να απευθυνθεί στην τεράστια δεξαμενή των αναποφάσιστων ψηφοφόρων, οι οποίοι ανήκαν κατά κόρον στο δικό του εκλογικό στρατόπεδο και να τους επανεντάξει τελικώς στους κομματικούς του κόλπους. Η επιτυχής προσχώρηση των αναποφάσιστων ταλαντευόμενων ψηφοφόρων σε συνδυασμό με την καταγραφή ενός αρνητικού και ανησυχητικού ρεκόρ αποχής είχαν σαν αποτέλεσμα να επιφέρουν το εντυπωσιακό άνοιγμα της ψαλίδας ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και στη ΝΔ, το οποίο ανήλθε στις 7,36 ποσοστιαίες μοναδες.
Η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ δε συνίσταται μονάχα στη νίκη του τελευταίου έναντι της ΝΔ, καθώς δύο ακόμη δεδομένα συνεπικούρησαν στην ανάδειξή του ως νικητή της εκλογικής βραδιάς της 20ης Σεπτεμβρίου.
Είναι γεγονός ότι η αχρειάστη προσφυγή στις κάλπες επήλθε εξαιτίας της απόσχισης της αριστερής πλατφόρμας από το ΣΥΡΙΖΑ και της συγκρότησής της στον πολιτικό φορέα της Λαϊκής Ενότητας. Ο κ. Τσίπρας κατάφερε αφενός να περιορίσει τις εκλογικές διαρροές προς τον αριστερό πολιτικό φορέα και αφετέρου σχεδόν ανέλπιστα να εξουδετερώσει τουλάχιστον εκλογικά το μέχρι πρότινος εσωκομματικό αντιπολιτευτικό του βαρίδι, δεδομένου ότι η ΛΑΕ δεν ξεπέρασε το εκλογικό κατώφλι του 3%.
Παράλληλα η είσοδος των ΑΝΕΛ στη Βουλή, του τέως και νυν, όπως προέκυψε, κυβερνητικού εταίρου και η δημιουργία μιας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας της τάξεως των 155 βουλευτών διευκόλυνε τον Πρωθυπουργό να προβεί στον άμεσο σχηματισμό κυβέρνησης. Ο στόχος επετεύχθη λοιπόν, εφόσον και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας εξυμνούσε προεκλογικά έχοντας πλέον ως στρατηγική επιδίωξη και όχι ως συγκυριακή ανάγκη την ύπαρξη μετεκλογικής συνεργασίας με τον εκπρόσωπο της εθνικολαϊκιστικής δεξιάς. Με άλλα λόγια προτίμησε να συμπράξει για ακόμα μια φορά με ένα πολιτικό μόρφωμα, το οποίο με βάση το ιδεολογικό του υπόβαθρο και το στελεχιακό του δυναμικό τοποθετείται δεξιότερα της συμβατής και καθεστηκυίας δεξιάς πάνω στον πολιτικό άξονα Αριστεράς/Δεξιάς.
Ο Πρωθυπουργός μπορεί να κέρδισε τις εκλογές, αλλά έχασε την ιστορική ευκαιρία για συναίνεση.
Διέλυσε το πρόσφορο έδαφος για την επίτευξη εθνικής συνεννόησης, που είχε δημιουργηθεί ήδη την επομένη του δημοψηφίσματος. Πέταξε στο καλάθι των αχρήστων τη δυνατότητα σχηματισμού μιας ευρείας κυβερνητικής συνεργασίας ανάμεσα τους πολιτικούς φορείς που ανήκουν στο δημοκρατικό τόξο και στηρίζουν τη φιλοευρωπαϊκή πορεία της χώρας.
Οι περιστάσεις απαιτούσαν την ανάγκη δημιουργίας μιας ευρείας κομματικής και πολιτικής συναίνεσης με ορίζοντα τετραετίας, προκειμένου η χώρα να βαδίσει ξανά σε μονοπάτια ευημερίας και ανάπτυξης. Ωστόσο κάτι τέτοιο δεν επήλθε, καθώς ο κ. Τσίπρας λίγες ώρες μετά την ανακοίνωση του εκλογικού αποτελέσματος, περιορίστηκε στην εξαγγελία μιας αδύναμης και αβέβαιης σε κοινοβουλευτικό επίπεδο κυβερνητικής σύμπραξης ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και τους ΑΝΕΛ.
Συμπέρασμα;
Η χώρα οδηγήθηκε λοιπόν σε εκλογές, προκειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ να λύσει πρωτευόντως τα εσωκομματικά του προβλήματα και να προβεί δευτερευόντως στον ανασχηματισμό των προσώπων του κυβερνητικού του σχήματος.