Το 1977 ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών προχώρησε αποφασιστικά στην θεσμοθέτηση της 8ης Μαρτίου ως επίσημης «παγκόσμιας ημέρας της Γυναίκας» (“International Woman’s Day”). Η απόφαση αυτή προέκυψε ως το αποτέλεσμα δυναμικών κινητοποιήσεων και θαρραλέων δράσεων γυναικείων συλλόγων κι ενώσεων αλλά και μεμονωμένων εκπροσώπων του γυναικείου φύλου στην Ευρώπη και την Αμερική, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα. Στην Γερμανία εορτάζετο ήδη από το 1910, μετά από πρόταση της σοσιαλίστριας Clara Zetkin, ενώ ρίζες της ανακήρυξης της ημέρας αυτής ως τέτοιας εντοπίζονται και στην Σοβιετική Ένωση και την Ανατολική Ευρώπη, όπου οι κινητοποιήσεις προσέλαβαν έντονο ιδεολογικό και πολιτικό χρώμα.
Το ημερολόγιο ανέγραφε 8 Μαρτίου 1908 όταν 15.000 γυναίκες παρήλασαν στο κέντρο της Νέας Υόρκης απαιτώντας λιγότερες εργατοώρες, καλύτερο μισθό, δικαίωμα ψήφου και άμεση απαγόρευση της παιδικής εργασίας. Το σύνθημα που τότε ακουγόταν στους δρόμους ήταν το “Bread and Roses” («ψωμί και τριαντάφυλλα»), όπου το ψωμί συμβόλιζε την οικονομική ασφάλεια και τα τριαντάφυλλα την καλύτερη ποιότητα ζωής που επιζητούσαν. 49 χρόνια μετά, την ίδια ημέρα, οι «εργάτριες ρούχων» στα εργοστάσια υφαντουργίας και ιματισμού της Νέας Υόρκης ξεσηκώθηκαν σε διαμαρτυρία εξαιτίας των απάνθρωπων συνθηκών εργασίας και του εξευτελιστικά χαμηλού μισθού που ελάμβαναν για τις υπηρεσίες τους. Δύο έτη αργότερα, οι γυναίκες οργάνωσαν την πρώτη ένωση προσπαθώντας να προστατεύσουν τους εαυτούς τους και να κατοχυρώσουν μερικά βασικά δικαιώματα στον χώρο εργασίας τους.
Είναι σημαντικό να εξετάσουμε τη σημασία της θεσμοθέτησης της ημέρας αυτής για το γυναικείο φύλο. Σύμβολο της ανεξαρτητοποίησης και της έκρηξης του καταπιεσμένου δυναμισμού, η 8η Μαρτίου απετέλεσε το (φανερό πλέον) εναρκτήριο λάκτισμα για μια σειρά γεγονότων που θα οδηγούσαν σε κοσμοϊστορικές για την εποχή αλλαγές, οι οποίες σήμερα θεωρούνται ως επί το πλείστον δεδομένες στα πολιτισμένα κράτη της Δύσης. Έτσι, υπήρξε μια υλική-πραγματική αλλαγή που τα εκασταχού δημοκρατικά νομικά συστήματα περιέβαλαν με νομική ισχύ και αναγνώριση, προσδίδοντας ευρύτερη δυναμική και αξία στις απόπειρες εφαρμογής της ισότητας μεταξύ των δύο φύλων. Σε αντίθεση προς τις προοδευτικές αντιλήψεις της Ευρώπης και της Αμερικής, στα αφρικανικά και ασιατικά κράτη -όπου επικρατεί κατά βάση ο μουσουλμανισμός, θρησκεία ακραία συντηρητική που υποβαθμίζει ηθικά κι αξιακά το γυναικείο φύλο- η κατάσταση είναι απογοητευτική: οι γυναίκες θεωρούνται πολλές φορές “res”, δηλαδή πράγμα, υποκείμενο στις ανδρικές ορέξεις και στη σωματική και ψυχολογική βία. Τούτο όμως δεν σημαίνει ότι τα φαινόμενα αυτά έχουν εκλείψει ολοκληρωτικά και στις χριστιανικές χώρες, όπου όμως οι πολίτες είναι περισσότερο ευαισθητοποιημένοι.
Ποια είναι η σύγχρονη θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινωνία; Το λεγόμενο «ασθενές φύλο» έχει αποκτήσει σχεδόν τα ίδια δικαιώματα με τους άνδρες σε επαγγελματικό και τεχνικό-εργασιακό επίπεδο, πολλές φορές ίσως και να υπερβαίνει τα όρια και να υπερτερεί αυτού. Όλο και περισσότερο πληθαίνουν οι γυναικείες παρουσίες στην πολιτική σκηνή, σε θεσμικού χαρακτήρα ρόλους (όπως η Hillary Clinton), σε ηγετικές και οργανωτικές θέσεις στον επιχειρηματικό κλάδο, καταρρίπτοντας έτσι στερεότυπα και προκαταλήψεις. Το σύνθημα «πίσω από έναν επιτυχημένο άνδρα κρύβεται μια έξυπνη γυναίκα» είναι πλέον διαδεδομένο και χιλιοειπωμένο – πράγματι, οι σύζυγοι Πρωθυπουργών, Προέδρων και Υπουργών έχουν συχνά την τιμητική τους στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ και στον τύπο, με πλέον χαρακτηριστικά τα παραδείγματα της Michelle Obama και της Carla Bruni να φιγουράρουν με εντυπωσιακά φορέματα στα πρωτοσέλιδα περιοδικών κι εφημερίδων. Ακόμα και στην δική μας γειτονιά, οι σύζυγοι πολιτικών συγκεντρώνουν συχνά πάνω τους τα φώτα της δημοσιότητας και το ενδιαφέρον των Ελλήνων ψηφοφόρων.
Η επιταγή για απόλαυση ίσων δικαιωμάτων των δύο φύλων αποτελεί ρύθμιση που κατέχει θεμελιακή θέση στο εθνικό Συνταγματικό, αλλά και στο Ενωσιακό Δίκαιο. Έχει διπλό περιεχόμενο, με θετική αλλά και αρνητική-αποθετική όψη: την γενική «αρχή της ισότητας» (όπως εξειδικεύεται σε κάθε περίπτωση) και την απαγόρευση των διακρίσεων λόγω φύλου. Σε ένα από τα πρώτα κιόλας άρθρα του Συντάγματος, στο άρθρο 4 παρ. 2, ορίζεται ότι «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Τι επιδιώκει δι’ αυτής της ρύθμισης ο συντακτικός νομοθέτης; Μα τίποτα άλλο πλην της -πρωταρχικής σημασίας- σαφέστατης οδηγίας στον κοινό νομοθέτη να φροντίσει ώστε να χαίρει η γυναίκα των ιδίων δικαιωμάτων με τον άνδρα. Η ζωή, η τιμή, η ελευθερία έκφρασης και τα εργασιακά δικαιώματα αποτελούν μερικότερους δικαιϊκούς χώρους και δικαιϊκά πλαίσια στα οποία η ισότητα των φύλων είναι εξασφαλισμένη από την θεσμική δικλείδα του Συντάγματος. Παρόμοια πρόνοια έχει πράγματι λάβει και ο ενωσιακός νομοθέτης στην Συνθήκη για την Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (άρθρο 14, απαγόρευση των διακρίσεων) και στο 12ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο σε αυτήν.
Σε κάθε περίπτωση, το κυριότερο αίτημα των κατά καιρούς κοινωνικών εκδηλώσεων αντίδρασης των γυναικών ήταν και εξακολουθεί να είναι η ουσιαστική εξασφάλιση της ισότητας στον χώρο εργασίας: να απολαμβάνουν ό,τι ακριβώς και οι άνδρες, να αμείβονται εξίσου και να έχουν μια a priori ισότιμη δυνατότητα πρόσβασης στην αγορά εργασίας. Το Εργατικό Δίκαιο φροντίζει έτσι ώστε να κατοχυρώσει ένα νομικό πλαίσιο που θα ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της εργαζόμενης γυναίκας και θα κατοχυρώνει αποτελεσματικά τα δικαιώματά της στον επαγγελματικό χώρο, είτε αυτά αφορούν στην πρακτική εφαρμογή ατομικών δικαιωμάτων που θεσμοποιούνται σε αυτόν και λαμβάνουν έτσι το ανάλογο περιεχόμενο, είτε σε ενισχύσεις και επιδόματα που δικαιούται λόγω μιας «ιδιάζουσας κατάστασής» της, όπως η μητρότητα. Υψίστη θεσμική εγγύηση εξασφάλισης της ισότητας μισθού στον χώρο αυτό αποτελεί το άρθρο 22 παρ. 1 του Συντάγματος, όπου ορίζεται ότι «όλοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα από το φύλο ή άλλη διάκριση έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας».
Τι σημασία θα είχε όμως ακόμα και μια ρητή πρόβλεψη του νομοθέτη σε ένα εξαιρετικής σημασίας θεσμικό κείμενο όπως το Σύνταγμα, αν η ισότητα δεν θα ηδύνατο να πραγματωθεί; Απολύτως καμμία, κι αυτό ο νομοθέτης όφειλε να το λάβει υπ’ όψιν του αν δεν ήθελε ένα «κενό γράμμα» στο συνταγματικό κείμενο. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το άρθρο 116 του Συντάγματος επιτρέπει περαιτέρω την λήψη θετικών μέτρων, όπου η ισότητα είναι πρακτικά αδύνατον να εξασφαλισθεί. Πιο συγκεκριμένα, εκεί που διαπιστώνεται ότι η ισότητα των φύλων δεν είναι πραγματικά εφαρμόσιμη, επιτρέπεται η εξαιρετική λήψη μέτρων που θα επιφέρουν την ισότητα σε ένα δεύτερο στάδιο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό της κατάρτισης ψηφοδελτίων, όπου θα πρέπει οι γυναίκες να καταλαμβάνουν τουλάχιστον το 1/3 των θέσεων των υποψηφίων βουλευτών ή δημοτικών συμβούλων, αλλά και η πρόνοια ότι ορισμένες έστω θέσεις του Δημοσίου τομέως και των επιχειρήσεων θα καταλαμβάνονται από γυναίκες (και εν γένει ευαίσθητες κοινωνικές ομάδες, όπως τα Α.μ.Ε.Α.) που άλλως θα κινδύνευαν να υποστούν τις αρνητικές συνέπειες προκαταλήψεων και αυθαιρεσιών. Όλα τα παραπάνω ισχύουν υπό την αναγκαία προϋπόθεση ότι τα τιθέμενα κριτήρια θα είναι πρόσφορα, δηλαδή κατάλληλα, αναγκαία, αναλογικά και τεθειμένα κατ’ αντικειμενικότητα, μη- θίγοντα την ομάδα που συγκρίνεται με τις ενδιαφερόμενες για την θέση γυναίκες.
Κλείνοντας, θεωρώ ότι ένα τελευταίο ζήτημα που θα πρέπει να εξετασθεί είναι το πλέον προσφάτως προκύψαν ως προς την συμμετοχή γυναικών στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις, με τον Υπουργό Εθνικής Αμύνης κ. Παναγιώτη Καμμένο να προκαλεί ποικίλα σχόλια εκ μέρους συμπολίτευσης και αντιπολίτευσης –τόσο υποστηρικτικά, όσο και αρνητικά- όταν εξέφρασε την πρόταση για εθελοντική στράτευση των τελευταίων. Θεωρητικά η σκέψη αυτή δεν είναι κακή. Ίσα-ίσα κιόλας, αποτελεί μια δημοκρατική άποψη προς την σωστή κατεύθυνση, αφού παρέχει την δυνατότητα σε γυναίκες που έχουν την πρόθεση να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στην εθνική ασφάλεια να το πράξουν – ιδέα που είχε μάλιστα είχε στηρίξει και προ 20ετίας ο Ανδρέας Παπανδρέου. Εξάλλου η ισότητα των φύλων αποτελεί μια πρακτική αναγκαιότητα διασφάλισης του δημοκρατικού πολιτεύματος και αποκρυστάλλωσης της κοινωνικής αλλαγής που συντελείται, γι’ αυτό και θα πρέπει να εφαρμόζεται οριζόντια, σε όλους τους τομείς, κοινωνικούς, πολιτικούς και πολιτειακούς. Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες κάθε φύλου ως προς τον τρόπο σκέψης, αντίδρασης και χειρισμού διαφόρων θεμάτων πρέπει να ληφθούν υπ’ όψιν και να αξιοποιηθούν αναλόγως, προκειμένου να επιτευχθεί το βέλτιστο δυνατό αποτέλεσμα στην εκάστοτε περίπτωση. Ωστόσο έχουμε να διανύσουμε ακόμα απόσταση έως την επίτευξη αυτού του στόχου, αλλά η καλή πρόθεση που κατά καιρούς εκδηλώνεται από την πολιτική ηγεσία όσο και η άκαμπτη βούληση και ο αγώνας των γυναικών προς αυτή την κατεύθυνση συνιστούν ένα πολλά υποσχόμενο βήμα.