Η Γερμανία, παρά την κριτική που της ασκείται για τις πολιτικές που ακολουθεί στον οικονομικό τομέα, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και συγκεκριμένα της ΟΝΕ, συνιστά δίχως άλλο τη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη και μία εκ των 10 μεγαλύτερων στον κόσμο. Οι αυστηρές τοποθετήσεις του τύπου και των κομμάτων της αντιπολίτευσης προς την καγκελάριο Μέρκελ καταδεικνύουν το σκεπτικισμό που διογκώνεται το τελευταίο διάστημα και με αφορμή τους χειρισμούς της στο προσφυγικό και τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών. Το αίσθημα του φόβου καλλιεργείται στη γερμανική κοινωνία, ιδίως μετά τις τρομοκρατικές επιθέσεις που δέχθηκε η χώρα μέσα στο 2016 (Μόναχο, Ansbach κλπ.), γεγονός που εκμεταλλεύονται για τη συγκέντρωση πολιτικών οφελών ακροδεξιές δυνάμεις, σε σημείο μάλιστα να ανεβάζουν και την εκλογική τους επιρροή, μαζεύοντας ψηφοφόρους από τα παραδοσιακά κόμματα της πολιτικής σκηνής της χώρας (CDU, SPD, Die Linke λ.χ.). Καλό είναι να μιλήσουμε σ’ αυτό το σημείο πιο συγκεκριμένα για το τι επικρατεί αυτή τη στιγμή στη χώρα, 1 χρόνο πριν τις εθνικές εκλογές το Σεπτέμβριο του 2017.
Οι πρόσφατες εκλογικές αναμετρήσεις στα κρατίδια του Μεκλεμβούργου – Δυτικής Πομερανίας και του Βερολίνου κατέδειξαν μια δημοσκοπική καθίζηση στα ποσοστά του ενός εκ των 2 κυβερνητικών εταίρων, του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών, γεγονός που μαρτυρά την αποδοκιμασία μιας μεγάλης μερίδας των πολιτών απέναντι στις επιλογές της καγκελαρίου στην οικονομία και στο προσφυγικό κατά κύριο λόγο. Ιδιαίτερα ενισχυμένο βγήκε το κόμμα της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD), συγκεντρώνοντας διψήφια ποσοστά και πολλαπλασιάζοντας την εκλογική του επιρροή. Ξεκίνησε ως κίνημα διαμαρτυρίας το 2014 ενάντια στη διάσωση των χωρών του νότου της Ευρώπης και της Ελλάδας ειδικότερα, αναπτύσσοντας ισχυρή αντιπροσφυγική ρητορική και επενδύοντας στην ισλαμοφοβία κατόρθωσε να αποκτήσει έντονο ρεύμα ανά τη χώρα. Δεν είναι τυχαία άλλωστε και η από μέρους του διατύπωση της άποψης πως η Γερμανία θα ήταν σκόπιμο να αποχωρήσει από την ΟΝΕ, για να αποφεύγει τη χρηματοδότηση των υπερχρεωμένων χωρών της νότιας Ευρώπης. Η εξάπλωση της ισλαμικής τρομοκρατίας στην Ευρώπη συνετέλεσε τα μέγιστα στην άνοδο ακραίων απόψεων αναφορικά με την πολιτική των ανοιχτών συνόρων που έχει υιοθετήσει η Γερμανία, με αποτέλεσμα να συκεντρώνονται όλο και περισσότεροι άνθρωποι που τάσσονται υπέρ της άποψης πως η χώρα οφείλει να κάνει στροφή και να κλείσει τα σύνορά της. Τα ανωτέρω γεγονότα έχουν συμβάλλει στο να μειώθει η δημοτικότητα της Άνγκελα Μέρκελ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την τρίτη θέση που κατέλαβε στις εκλογές του Μεκλεμβούργου, πίσω από τον κυβερνητικό της εταίρο (SPD) και την Εναλλακτική για τη Γερμανία, που κατέχει το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο εν λόγω κρατίδιο.
Μέσα σ’ όλα τ’ άλλα, υπάρχουν και έντονες διαφωνίες μέσα στον κυβερνητικό συνασπισμό της χώρας. Ενδεικτική είναι η διάσταση απόψεων για το θέμα των κυρώσεων προς τη Ρωσία, με τους Χριστιανοδημοκράτες να τις στηρίζουν μέχρι τέλους, ως μοχλό πίεσης προς τους Ρώσους για τον τερματισμό της κρίσης στην Ουκρανία, με τον ομοσπονδιακό υπουργό εξωτερικών Frank – Walter Steinmeier που προέρχεται από το SPD να ζητά την άρση τους, στην κατεύθυνση της προσέγγισης και του διαλόγου με την άλλη πλευρά. Παράλληλα, παρατηρείται διαφορά στη ρητορική αναφορικά με το προσφυγικό και στο κόμμα του CDU, ανάμεσα στην καγκελάριο και τον υπουργό οικονομικών Wolfgang Schauble, καθώς ενώ η μεν συνεχίζει να υπεραμύνεται της πολιτικής των ανοιχτών συνόρων, ο δε Σόϊμπλε έχει διατυπώσει την άποψη πως η Γερμανία οφείλει να σκληρύνει τη στάση της και να αλλάξει γραμμή πλεύσης μετά τα γεγονότα στο Άνσμπαχ και στην Κολωνία τα Χριστούγεννα του 2015. Το αδελφό κόμμα της Μέρκελ, οι Χριστιανοκοινωνιστές (CSU), με έδρα το κρατίδιο της Βαυαρίας κρατούν σκληρή γραμμή στο προσφυγικό, δημιουργώντας έναν επιπλέον προβληματισμό στην καγκελάριο, η οποία καλείται μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα να δώσει απαντήσεις στα ζητήματα που απασχολούν τη λειτουργία της γερμανικής μηχανής. Η μη ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της στις εκλογές του 2017 διευρύνει τα σενάρια αναφορικά με το αν θα διεκδικήσει και 4η θητεία στην καγκελαρία, με τις φήμες για πιθανή κάθοδο του Β. Σόϊμπλε στις εκλογές εκ μέρους του CDU/CSU να εντείνονται όλο και πιο πολύ.
Συνοψίζοντας την ανάλυσή μας, το 2017 είναι μία χρονιά με εκλογικές αναμετρήσεις σε σημαντικές ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ολλανδία και Γερμανία), τα αποτελέσματα των οποίων ενδέχεται να καθορίσουν την πορεία της ΕΕ σε όλα τα φλέγοντα ζητήματα, με αιχμές του δόρατος την οικονομική κρίση και το προσφυγικό. Η άνοδος της ακροδεξιάς οφείλει να αντιμετωπιστεί συντεταγμένα και με ενότητα των πολιτικών δυνάμεων, τόσο στην περίπτωση της Γερμανίας, όσο και πανευρωπαϊκά, σε μία περίοδο όπου τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα αμφισβητούνται διαρκώς. Η Γερμανία, ως υπόδειγμα σταθερότητας και ευημερίας, οφείλει να δείξει το δρόμο και στις άλλες χώρες της Γηραιάς Ηπείρου, ώστε με την πάροδο του χρόνου η Ευρώπη να ξεκινήσει να παίρνει τα πάνω της και να αντιμετωπίζει με το δέοντα τρόπο τις δυσκολίες που παρατηρούνται. Ευελπιστούμε να αποδειχθεί αυτό στις προσεχείς εκλογές τις χώρας το Σεπτέμβριο του 2017.